Στο πλαίσιο του πρόσφατου κύματος ντοκιμαντέρ που απαιτούν δικαιοσύνη για τις τραγικές ξανθιές της δεκαετίας του 1990, όπως η Μπρίτνεϊ Σπίαρς, η πριγκίπισσα Νταϊάνα και η Πάμελα Αντερσον, δεν προκαλεί έκπληξη μια ταινία για την Αννα Νικόλ Σμιθ.
Η παραγωγή του Netflix «Αννα Νικόλ Σμιθ: Δεν με ξέρεις», που μόλις άρχισε να προβάλλεται στην πλατφόρμα, σε σκηνοθεσία της Ούρσουλα Μακφάρλαν, επανεξετάζει τη ζωή του διάσημου φωτομοντέλου και playmate του περιοδικού Playboy, περισσότερο γνωστής για τον γάμο της με έναν 80άρη δισεκατομμυριούχο, η οποία όμως στη συνέχεια έχασε τα πάντα· το 2007, σε ηλικία 39 ετών, η Σμιθ βρέθηκε νεκρή σε ένα ξενοδοχείο της αλυσίδας «Hard Rock» στο Χόλιγουντ, έχοντας πάρει ένα τοξικό μείγμα μεθαδόνης, Valium και ηρεμιστικών.
Ωστόσο, αυτό το νέο ντοκιμαντέρ διαφοροποιείται από τις προηγούμενες ταινίες για την Μπρίτνεϊ και την Νταϊάνα, αντιμετωπίζοντας τη Σμιθ όχι ως ανίσχυρο θύμα των μέσων ενημέρωσης, αλλά ως έξυπνη πρωταγωνίστρια της δικής της ιστορίας. «Ηταν καταφερτζού» λέει η Ούρσουλα Μακφάρλαν στον Guardian. «Εκανε τα πράγματα να συμβαίνουν με τους δικούς της όρους».
Γεννημένη ως Βίκι Λιν Χόγκαν, η Σμιθ ξεκίνησε τη ζωή της στη Μέξια, μια εργατική και θεοσεβούμενη πόλη του Τέξας. «Γεννήθηκε όμορφη» ακούγεται να λέει με voiceover η αείμνηστη μητέρα της, μια αστυνομικός ονόματι Βέργκι Μέι Χόγκαν, καθώς θυμάται άνδρες μεγάλης ηλικίας να ακολουθούν το παιδί της στο τοπικό εμπορικό κέντρο.
Ως ενήλικας, η Σμιθ σπανίως αναφερόταν στην παιδική της ηλικία, είχε αποκαλύψει όμως ότι μισούσε την εξαιρετικά προσβλητική μητέρα της· η Ούρσουλα Μακφάρλαν συνθέτει τα πρώιμα χρόνια της με στοιχεία από συνεντεύξεις με τον αδερφό και τον θείο της.
Από νεαρή ηλικία, λένε εκείνοι, η Σμιθ ήταν επαναστατικά επιχειρηματική, προσηλωμένη στο να κερδίζει τόσο την προσοχή όσο και χρήματα. Παράτησε το λύκειο για να βρει δουλειά σε ένα εστιατόριο με τηγανητό κοτόπουλο, και στα 17 της παντρεύτηκε έναν συνάδελφό της (τον μάγειρα, που ήταν έναν χρόνο μικρότερός της), ο οποίος φέρεται να την κρατούσε κλειδωμένη μέσα στο σπίτι. Γέννησε τον γιο της, Ντάνιελ, για να απαλύνει τη μοναξιά της και στη συνέχεια, όταν το αγοράκι ήταν έξι μηνών, απογειώθηκε μαζί του κυνηγώντας φήμη και πλούτη, γράφει στον Guardian η Τζανέλ Ζάρα.
«Είχε μια απίστευτη εργασιακή ηθική» θυμάται μια πρώην συνάδελφός της, γνωστή απλά ως Μίσι, που υπήρξε μάρτυρας της πρώιμης ανόδου της Σμιθ. Η Αννα Νικόλ Σμιθ διαμόρφωσε τη χολιγουντιανή περσόνα της σύμφωνα με το χιούμορ της Κάρολ Μπερνέτ και το σεξ απίλ της Μέριλιν Μονρόε· και στην πρώτη της φωτογράφιση για το Playboy, για να απαλύνει την ντροπαλότητά της μπροστά στον φακό, ζήτησε να παίξουν τον δίσκο «Diamonds Are a Girl’s Best Friend».
Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι η Μίσι και η Σμιθ είχαν ερωτική σχέση· είχαν γνωριστεί δουλεύοντας σε ένα στριπτιζάδικο στο Χιούστον που ονομαζόταν «The Executive Suite». Αρχικά, η Μίσι νόμιζε ότι έπαιρνε μια όμορφη νεαρή αρχάρια υπό την προστασία της. Γρήγορα, όμως, συνειδητοποίησε αυτό που επαναλαμβάνεται σε όλη την ταινία: «Κανείς δεν χρειαζόταν να της δώσει οδηγίες για το πώς να προσελκύσει έναν άνδρα… Δεν χρειαζόταν πολλή βοήθεια για να χειραγωγήσει κάποιον».
Η Σμιθ συνάντησε για πρώτη φορά τον δισεκατομμυριούχο μεγιστάνα του πετρελαίου Τζ. Χάουαρντ Μάρσαλ στο στριπτιζάδικο το 1991, όταν εκείνος ήταν 86 ετών και εκείνη μόλις 23. Στο μυαλό της Μακφάρλαν, τα ΜΜΕ είχαν παρουσιάσει τη Σμιθ ως οπορτουνίστρια χρυσοθήρα. Αλλά κατά τη διάρκεια της παραγωγής της ταινίας «ένα από τα πράγματα που με εξέπληξε πραγματικά ήταν ότι η σχέση τους, ανεξάρτητα από την απόσταση σε δεκαετίες, ήταν πραγματικά γνήσια» σημειώνει η σκηνοθέτις. «Υπήρχε αγάπη, ό,τι κι αν σημαίνει αγάπη, και ήταν πολύ σημαντικό για εμάς να πούμε την αλήθεια» τονίζει.
Η ταινία προσεγγίζει τη σχέση της Σμιθ και του Μάρσαλ με μετρημένη τρυφερότητα, παρουσιάζοντας ένα κολλάζ με προσωπικές φωτογραφίες του ζευγαριού και ηχογραφήσεις στοργικών τηλεφωνημάτων, καθώς και βιντεοσκοπήσεις με ανταλλαγές μηνυμάτων αγάπης μεταξύ του Μάρσαλ και του γιου της Σμιθ. (Οσο για το πώς έφτασαν αυτά τα ντοκουμέντα στα χέρια των κινηματογραφιστών, η παραγωγός Αλεξάντρα Λέισι απαντάει: «Φοβάμαι ότι δεν μπορούμε να αποκαλύψουμε την πηγή τους».)
Η ταινία αντιμετωπίζει σε μεγάλο βαθμό με συμπάθεια την εκρηκτική ξανθιά του τίτλου, αγγίζοντας μόνο εν συντομία τις αρνητικές πτυχές του γάμου της. «Εφτασε σε ένα σημείο που δεν ήταν πλέον ευγνώμων στον κ. Μάρσαλ, του συμπεριφερόταν απλώς σαν ΑΤΜ» λέει η Μίσι, ενθυμούμενη πως, όταν εθίστηκε στα παυσίπονα, παρατήρησε μια αλλαγή στην προσωπικότητα της Σμιθ, η οποία κάποτε είχε τρυφερή καρδιά.
Το πλάνα της Σμιθ να μιλάει με δάκρυα στα μάτια για τον έρωτά της με τον εκλιπόντα σύζυγό της απηχούν αυθεντική εγκαρδιότητα – ήταν άλλωστε γνωστό πόσο κακή ηθοποιός ήταν: «Δεν ήταν σεξουαλικό του τύπου “μωρό μου, αχ μωρό μου, αγαπώ το σώμα σου”. Ηταν ένα βαθύ “ευχαριστώ” που με έβγαλες από αυτή την τρύπα και ένα “ευχαριστώ” που μου έσωσες τη ζωή”» ακούγεται να λέει.
Ο θάνατος του Μάρσαλ το 1995, μόλις 14 μήνες μετά τον γάμο τους, σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής στην ταινία, καθώς η ανοδική τροχιά της Σμιθ μετατρέπεται γρήγορα σε καθοδική σπείρα. Παρά τη γυναικεία πλειοψηφία μεταξύ των ενόρκων, έχασε τη νομική μάχη –η οποία πήρε με μεγάλη δημοσιότητα– για την περιουσία των 1,6 δισ. δολαρίων του εκλιπόντος συζύγου της, από τον γιο του, Πιρς Μάρσαλ.
«Δεν έχασε επειδή ήταν χρυσοθήρας» λέει ο δικηγόρος του Πιρς, Ράστι Χάρντιν. «Εχασε εξαιτίας αυτού που ήταν». Εκτιμάται ότι ο Μάρσαλ είχε ξοδέψει συνολικά το ποσόν των 14 εκατ. δολαρίων για τη Σμιθ, ελπίζοντας ότι θα ήταν αρκετό για να τη στηρίξει μετά τον θάνατό του. Στο δικαστήριο, από το βήμα του μάρτυρα, η Σμιθ περιέγραψε δαπάνες «που ο μέσος άνθρωπος θα θεωρούσε γελοίες» προσθέτει ο Χάρντιν. «Δεν είχε σημασία αν ήταν αλκοόλ ή σεξ ή ναρκωτικά ή φαγητό: ήταν λαίμαργη».
Παρά τις προσπάθειες της Μακφάρλαν, ωστόσο, να απεικονίσει την Αν Νικόλ Σμιθ ως συμπαθή χαρακτήρα, το υπόλοιπο της ταινίας εκτυλίσσεται τόσο χαοτικά και ανατριχιαστικά όσο και η πραγματική ζωή της, από το σύντομο τηλεοπτικό της ριάλιτι μέχρι τη μάχη για την επιμέλεια της κόρης της και την τραγωδία της μοιραίας υπερβολικής δόσης ναρκωτικών που πήρε ο γιος της, Ντάνιελ: ήταν 20 ετών όταν πέθανε, στις 10 Σεπτεμβρίου 2006, κατά την επίσκεψή του στο νοσοκομείο όπου η μητέρα του είχε γεννήσει το κοριτσάκι της τρεις ημέρες πριν.
Χωρίς την υποδομή των δημοσίων σχέσεων και της διαχείρισης, που είχε δημιουργήσει ο Μάρσαλ για εκείνη, η καριέρα της Σμιθ μετατράπηκε σε μια σειρά από γελοίες δημόσιες εμφανίσεις, εμφανώς εμποτισμένες με ναρκωτικά.
«Σε όλη της τη ζωή προσπάθησε να είναι αυτό που πίστευε ότι οι άλλοι ήθελαν να είναι» λέει στον Guardian η παραγωγός του ντοκιμαντέρ. Κατά συνέπεια, η Σμιθ αποδείχτηκε επίσης εντελώς αναξιόπιστη ως αφηγήτρια· για παράδειγμα, οι ιστορίες της για παιδική κακοποίηση στην πραγματικότητα ήταν κλεμμένες από τη ζωή της Μίσι, ώστε να τραβήξει πάνω της την προσοχή και τη συμπάθεια.
Η πραγματική Αννα Νικόλ Σμιθ είναι μια φιγούρα με πολλές αντιφάσεις, τονίζει η Μακφάρλαν, «και είμαστε ευγνώμονες που είχαμε τον χρόνο και τον χώρο να σκάψουμε βαθιά και να αποκαλύψουμε όλες τις πλευρές ενός ανθρώπου που είναι εξαιρετικά περίπλοκος». Η ταινία της αποκαλύπτει λίγα για το θέμα, η σκηνοθέτις όμως εκτιμά την ευκαιρία που είχε να ξαναδεί την εποχή των ταμπλόιντ της δεκαετίας του 1990 «με φρέσκια ματιά».
«Αν [η Σμιθ] σφυρηλατούσε το αφήγημά της σήμερα, μου αρέσει πολύ να σκέφτομαι ότι θα ζούσε μια χαρούμενη ζωή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου θα είχε τον έλεγχο της αφήγησης» λέει η Μακφάρλαν. «Στον μετά το #MeToo κόσμο, θέλω οι άνθρωποι που θα δουν αυτή την ταινία να το κάνουν με περισσότερη ενσυναίσθηση και λιγότερη κριτική» προσθέτει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News