Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του μαγικού ρεαλισμού και ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας, βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1982), ο κολομβιανός Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές έγινε διάσημος χάρη στα «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς» (1967), ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα, που θα επηρέαζε όσο κανένα άλλο την παγκόσμια λογοτεχνία. Το βιβλίο μεταφράστηκε σε 44 γλώσσες και έχει πουλήσει περισσότερα από 50 εκατ. αντίτυπα, ενώ ο βραβευμένος με Πούλιτζερ συγγραφέας και δημοσιογράφος Γουίλιαμ Κένεντι το περιέγραψε στον National Observer ως «το πρώτο λογοτεχνικό έργο μετά τη “Γένεση” που θα έπρεπε να διαβαστεί από ολόκληρο το ανθρώπινο γένος».
Ο Γκάμπο, όπως αποκαλούν τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, συγγενείς, φίλοι και θαυμαστές του, απεβίωσε στις 17 Απριλίου 2014 σε ηλικία 87 ετών. Ο φετινός Απρίλιος, λοιπόν, σηματοδοτεί την δέκατη επέτειο από τον θάνατό του, μάλιστα για να συμπέσει με αυτή, τον ερχόμενο μήνα αναμένεται να κυκλοφορήσει το «En Agosto Nos Vemos» («Θα τα πούμε τον Αύγουστο»), τελευταίο ανέκδοτο έργο του διεθνούς φήμης συγγραφέα.
Το μυθιστόρημα – έκπληξη, ένα από τα 25 πιο πολυαναμενόμενα βιβλία του περιοδικού Time για το 2024, αφηγείται την ιστορία της Ανα Μαγδαλένα Μπαχ, μιας μεσήλικης γυναίκας, παντρεμένης εδώ και 27 χρόνια, η οποία κάθε Αύγουστο ταξιδεύει με το πλοίο σε ένα νησί της Καραϊβικής, όπου είναι θαμμένη η μητέρα της. Και για μια βραδιά κατά τη διάρκεια της ετήσιας επίσκεψής της στον τάφο της μητέρας της γίνεται άλλος άνθρωπος αποκτώντας έναν διαφορετικό εραστή κάθε φορά.
Με αφορμή την επικείμενη έκδοση του «En Agosto Nos Vemos» ο Ροντρίγκο Μαρκές, ο 64χρονος γιος του Γκάμπο, λέει στους Sunday Times, ότι αυτός και ο κατά τέσσερα χρόνια μικρότερος αδερφός του, Γκονζάλο, είχαν διστάσει αρχικά να δημοσιεύσουν το μυθιστόρημα, καθώς ο πατέρας τους δεν ένιωσε ποτέ ότι το είχε ολοκληρώσει, παρά το γεγονός ότι έγραψε δέκα προσχέδια. «Ο αδερφός μου και εγώ δικαιολογούμαστε», εξηγεί ο Ροντρίγκο, «επειδή ο πατέρας μας έλεγε: “όταν πεθάνω, κάντε ό,τι θέλετε”. Ξαναδιαβάσαμε το βιβλίο και θεωρήσαμε ότι αξίζει πολύ περισσότερο από ό,τι νόμιζε. Η θεωρία μου είναι ότι έχασε την ικανότητα να κρίνει το βιβλίο».
Ο πατέρας του πίστευε επίσης ότι το «Εκατό χρόνια μοναξιάς» δεν μπορούσε να μεταφερθεί στην οθόνη, ωστόσο τα αδέρφια έδωσαν το πράσινο φως στο Netflix για την τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου, με την προϋπόθεση ότι θα γυριζόταν στα Ισπανικά στην Κολομβία. «Ενα από τα προβλήματα του μπαμπά μου ήταν ότι δεν ταίριαζε σε μια τρίωρη ταινία με τον Αλ Πατσίνο στον ρόλο του συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία [ο κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος]»
Αναμένεται, λοιπόν, να κυκλοφορήσει μέσα στη χρονιά ως σειρά δύο κύκλων, με 16 επεισόδια συνολικά διάρκειας 60 λεπτών το καθένα. «Είναι πολύ πλούσια παραγωγή», λέει στην δημοσιογράφο των Times Ελένα δε Μπερτοδάνο, ο μεγάλος γιος του Γκαμπριέλ Γκαρθία Μαρκές, ο οποίος είναι σύμβουλος στην παραγωγή. Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, ο Ροντρίγκο –μια πιο μεγαλόσωμη εκδοχή του πατέρα του με ευγενικούς τρόπους-, ζει στο Λος Αντζελες. Είναι παντρεμένος με μια δασκάλα, την Αντριάνα, και έχουν δύο ενήλικες κόρες, την Ιζαμπέλ και την Ινές.
Επιτυχημένος σκηνοθέτης του Χόλιγουντ, ο Ροντρίγκο Μαρκές είναι περισσότερο γνωστός για το σπαραχτικό θρίλερ «Εννέα Ζωές» (2005) και το δράμα εποχής «Albert Nobbs» (2011), με πρωταγωνίστρια και των δύο την Γκλεν Κλόουζ. Πριν από λίγες εβδομάδες, δε, κυκλοφόρησε στο Netflix η «Familia» (2023), η πρώτη του ισπανόφωνη ταινία. Πρόκειται για την συγκλονιστική απεικόνιση μιας μεξικανικής οικογένειας σε στιγμές κρίσης, που αντιμετωπίζει την πώληση του ειδυλλιακού ελαιώνα της.
Ο πατέρας του είχε τεράστια φήμη: «Για έναν συγγραφέα, ήταν κάτι σαν τον Μικ Τζάγκερ», λέει ο Ροντρίγκο. «Πήγαινε τακτικά σε ένα περίπτερο για να πάρει εφημερίδες και οι άνθρωποι λιποθυμούσαν, “Ω Θεέ μου, είσαι εδώ!”». Και ανησυχούσε ότι αυτή η φήμη του θα έκανε κακό στα παιδιά του. Στην πραγματικότητα, όμως, πολλοί άνθρωποι στη βιομηχανία του κινηματογράφου δεν γνωρίζουν καν την καταγωγή του Ροντρίγκο. «Hμουν αποφασισμένος να βρω τον δικό μου δρόμο στον κόσμο», λέει σεμνά και λιτά στη συνέντευξή του στους βρετανικούς Times, «Και αποφάσισα ότι το να είμαι γιος του πατέρα μου δεν θα ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της ταυτότητάς μου και σε καμία περίπτωση δεν θα με παρέλυε».
Για έναν τόσο διάσημο άνδρα, πάντως, σχετικά λίγα πράγματα είναι γνωστά για την ιδιωτική του ζωή, την οποία προφύλασσε με ζήλο. «Ολοι», είπε κάποτε ο Γκαρσία Μαρκές στον γιο του, «έχουν τρεις ζωές: τη δημόσια, την ιδιωτική και τη μυστική». Και μόνο μετά τον θάνατό του μπορούν να συνδυαστούν κάποιες άγνωστες πτυχές της ζωής του.
Ο Ροντρίγκο Γκαρσία αφηγείται μια αστεία ιστορία για τον ετοιμοθάνατο πατέρα του. Ενα απόγευμα, αρκετές νοσοκόμες στέκονταν στα πόδια του κρεβατιού του και συζητούσαν για τη φροντίδα του, ενώ ο Γκάμπο -ο οποίος σε εκείνο το στάδιο ήταν προ πολλού «βυθισμένος στην άνοια»- κοιμόταν. «Ξυπνάει, βλέπει αυτές τις τέσσερις γυναίκες και λέει, “Δεν μπορώ να σας γ*** όλες!”», περιγράφει τη σκηνή ο Ροντρίγκο γελώντας. «Ηταν αξιοσημείωτο», λέει, «ότι ένας άνθρωπος τόσο πολύ χαμένος στον χρόνο και τον χώρο και τη γνώση, είχε ακόμα αίσθηση του χιούμορ. Δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν ή ποιες ήταν αυτές οι γυναίκες, αλλά ήξερε ακόμα ότι αυτό ήταν αστείο».
Πριν από μερικά χρόνια, εξάλλου, ακούστηκε ότι ο Γκαρσία Μαρκές είχε ένα κρυφό παιδί. Το 2021, το υπαινίχθηκε ο ίδιος ο Ροντρίγκο στο «A Farewell to Gabo and Mercedes» -τα απομνημονεύματά του που είναι αφιερωμένα στους γονείς του-, περιγράφοντας τους πενθούντες στην κηδεία του πατέρα του: «Για μια στιγμή σκέφτομαι ότι ίσως κάποιος από τη μυστική ζωή του θα μπορούσε να είναι ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους».
O Ροντρίγκο εξηγεί στους Times τι εννοούσε: «Εκλεισα κρυφά το μάτι σε όσους γνωρίζουν», λέει και αναφέρεται στο γεγονός ότι ο πατέρας του είχε μια κόρη, την Ιντίρα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μια νεαρή Μεξικανή, η Σουζάνα Κάτο, γράφτηκε σε ένα εργαστήριο σεναρίων, που έκανε ο Γκαρσία Μαρκές στην Κούβα. Η Κάτο, η οποία ήταν ρεπόρτερ του μεξικανικού περιοδικού Cambio, του πήρε συνέντευξη και έτσι άρχισε η σχέση τους. Λίγο αργότερα, γεννήθηκε η κόρη τους Ιντίρα, τριαντάρα σήμερα, η οποία πήρε το επώνυμο της μητέρας της. «Από όσο γνωρίζω, την ήξερε και την επισκεφτόταν, όταν ήταν παιδί», λέει ο Ροντρίγκο. «Αλλά καθώς έχανε τη μνήμη του, είμαι σίγουρος ότι πάλευε να μείνει συνδεδεμένος μαζί της».
Πράγματι, τα τελευταία δύο χρόνια του της ζωής του δεν αναγνώριζε σχεδόν κανέναν. «Αναγνώριζε τη μαμά μου [Μερσέδες] ως το κύριο πρόσωπο, το alter ego του, αλλά δεν νομίζω ότι ήξερε το όνομά της. Αλλά δεν αναγνώριζε ούτε τον αδερφό μου ούτε εμένα. Κάποτε, θυμάμαι ότι γυρνούσαμε στο σπίτι από ένα εστιατόριο και καθόταν πίσω με μια από τις κόρες μου», λέει ο Ροντρίγκο, «Και τον έβλεπα να αγχώνεται επειδή βρισκόταν ανάμεσα σε αγνώστους».
Ο Ροντρίγκο θυμάται έντονα την ημέρα που ο πατέρας του είπε στον ίδιο και στον Γκονζάλο για την ετεροθαλή αδερφή τους, λίγο πριν η Ιντίρα κλείσει τα 18. Ωστόσο, δεν είναι σαφές αν η μητέρα τους έμαθε ποτέ την ύπαρξή της. «Δεν ξέρουμε αν γνώριζε», λέει στους Times ο Ροντρίγκο Μαρκές, «Ο αδερφός μου και εγώ επικοινωνήσαμε μαζί της γιατί ανησυχούσαμε μήπως νόμιζε ότι την σνομπάραμε σε όλη της τη ζωή». Εκτοτε έχουν συναντηθεί πολλές φορές. «Είναι πολύ καλή. Ο αδερφός μου και εγώ της έχουμε δώσει αρκετά από τα προσωπικά αντικείμενα του πατέρα μου, παρόλο που δεν ζήτησε ποτέ τίποτα. Κάτι που είναι αρκετό για να σε κάνει να την αγαπήσεις».
Οταν κυκλοφόρησε η είδηση της πατρότητάς της το 2022, η Ιντίρα Κάτο ήταν ήδη καθιερωμένη και επιτυχημένη σεναριογράφος και παραγωγός στο Μεξικό. Το πρώτο της, ντοκιμαντέρ «All of Me» (2014) -για τις γυναίκες του μεξικάνικου χωριού Λα Πατρόνα, δίπλα στις γραμμές του εμπορικού τρένου «La Bestia», που ταξιδεύει από την Κεντρική Αμερική στα σύνορα των ΗΠΑ, οι οποίες ετοιμάζουν φαγητό και το πετούν ζεστό στους μετανάστες που βρίσκονται πάνω στο τρένο- βραβεύτηκε στο Μεξικό.
Από όσο γνωρίζει ο Ροντρίγκο, ο πατέρας του δεν είχε άλλα παιδιά. «Είμαι σίγουρος ότι κάποιος θα είχε εμφανιστεί μέχρι τώρα, ψάχνοντας για κάτι», λέει αστειευόμενος.
Μερικά μυστικά του, ωστόσο, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές τα πήρε στον τάφο του, όπως αυτό που ώθησε έναν από τους καλύτερους φίλους του, τον περουβιανό συγγραφέα Μάριο Βάργκας Λιόσα, επίσης βραβευμένο με Νόμπελ Λογοτεχνίας, να τον γρονθοκοπήσει στο πρόσωπο το 1976. Οι δύο παλιοί φίλοι συναντήθηκαν σε μια κινηματογραφική πρεμιέρα στην Πόλη του Μεξικού. Χαρούμενος που τον είδε, ο Γκάμπο αναφώνησε «Μάριο!» και άπλωσε τα χέρια του για να τον αγκαλιάσει. Τότε, ο Βάργκας Λιόσα του έριξε μια ματιά και αμέσως μετά του μαύρισε το μάτι… Και κάπως έτσι ξεκίνησε ένας από τους μεγαλύτερους καυγάδες στην ιστορία της λογοτεχνίας.
Ο Ροντρίγκο έχει ακούσει διάφορες εκδοχές: «Η μία ήταν ότι ο Μάριο είχε αφήσει τη γυναίκα του, Πατρίσια, για κάποια άλλη γυναίκα. Οι γονείς μου είχαν πάρει το μέρος της Πατρίτσια. Και αν αυτό περιλάμβανε τη μπουνιά στον πατέρα μου, δεν το ξέρω. Αλλά για να είμαστε δίκαιοι, όλα ήταν κουτσομπολιά», λέει. Τα κουτσομπολιά, όμως, μιλούν ακόμη για ερωτοτροπίες μεταξύ Γκαμπριέλ και Πατρίτσια, πράγμα, που εκείνη μετέφερε στον Μάριο όταν ο σύζυγός της επέστρεψε στο σπίτι τους.
Οι δύο συγγραφείς δεν ξαναμίλησαν ποτέ. Ο γιος του Γκάμπο δεν τον ρώτησε ποτέ σχετικά «γιατί δεν ήταν καλό θέμα», λέει ο Ροντρίγκο, ο οποίος θυμάται πολύ καλά τα χρόνια που ο πατέρας του και ο Βάργκας Λιόσα ήταν κολλητοί: «Ζούσαν ένα τετράγωνο μακριά μας στη Βαρκελώνη. Πηγαίναμε [στο σπίτι τους] γι’ αυτά τα μεγάλα κυριακάτικα μεσημεριανά γεύματα, πολύ ισπανικού στιλ. Τα παιδιά του ήταν μικρότερα από εμάς και ένα από αυτά έχει [και τα τρία] τα ονόματά μας: Γκαμπριέλ Ροντρίγκο Γκονζάλο»
Ο,τι κι αν συνέβη, πάντως, ο Ροντρίγκο πιστεύει ότι ο πατέρας του και ο Βάργκας Λιόσα ήθελαν να λύσουν τις διαφορές τους και έγινε προσπάθεια προσέγγισης: «Αυτό εικάζω, γιατί κάποια στιγμή τη δεκαετία του 2000 έστελναν σήματα καπνού ο ένας στον άλλο. Αλλά νομίζω ότι οι δύο σύζυγοι το σκότωσαν.» Και προσθέτει, «Ο μπαμπάς μου και ο Μάριο ήξεραν φυσικά [τι πραγματικά συνέβη]. Ή ένας από αυτούς ήξερε. Ή ο Μάριο νόμιζε ότι κάτι είχε συμβεί και δεν συνέβη».
Στο άρθρο της στους Times, η Ελένα δε Μπερτοδάνο προσθέτει ότι όταν κάποτε πήρε συνέντευξη από τον Μάριο Βάργκας Λιόσα, τον ρώτησε ευθέως γιατί γρονθοκόπησε τον φίλο του. «Δεν μιλάω ποτέ για αυτό», της απάντησε, ο σήμερα 87χρονος συγγραφέας, ο οποίος πριν από τέσσερις μήνες, δημοσίευσε το «Le dedico mi silencio» («I Give You My Silence»), το τελευταίο του μυθιστόρημα, όπως είπε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News