Όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα έμενα σε ένα δώμα 20 τετραγωνικών. Ένα κρεβάτι, ένα τραπεζάκι, δύο καρέκλες, μια μικρή κουζίνα, δύο παράθυρα. Όλα φτιαγμένα από το ίδιο ξύλο, κίτρινο και γυαλιστερό σαν φρέσκο βούτυρο. Στενάχωρο αλλά και ζεστό, σαν το «δωμάτιο» του Βαν Γκογκ στο σπίτι της οδού Αρλ. Όλα αυτά σε ένα διώροφο, κάπου στην Αθήνα…
Η σπιτονοικοκυρά μου, μια παλιά Αθηναία της καλής κοινωνίας, έμενε ακριβώς από κάτω. Είχε χάσει τον άντρα της λίγα χρόνια πριν κι ο μοναχογιός της ζούσε μόνιμα στο εξωτερικό. Την πρώτη φορά που με είδε να ανεβαίνω τις σκάλες ταράχτηκε. Ταράχτηκα κι εγώ.
Οι γραμμές του μακιγιάζ της κόντραραν τις γραμμές του προσώπου της, χείλη άτσαλα βαμμένα, ρούχα πλούσια, ξιπόλητη, με νύχια γαμψά βαμμένα κόκκινα και δυο σειρές θαμπά μαργαριτάρια γύρω από τον λαιμό της. Ένα άσχημο σκυλί την ακολουθούσε και 5-6 κοκαλιάρες γάτες μπαινόβγαιναν στα πόδια της. Το βλέμμα της είχε μια έπαρση. Σαν να είχε ζήσει κάποτε αλλιώς.
«Συγγνώμη κυρία μου, ποια είστε; Εδώ είναι το σπίτι μου! Θέλετε κάτι;», ρώτησε με καχυποψία.
Της εξήγησα λοιπόν ποια είμαι, κι αφού πείσθηκε –εύκολα μπορώ να πω, προσφέρθηκε να βάλει κι αυτή ένα χεράκι να μεταφέρουμε τα πράγματα πιο γρήγορα στο δώμα της ταράτσας. Έδειξε μάλιστα να με συμπαθεί και ήταν ιδιαιτέρως χαρούμενη που γνώρισα τον γιο της. Η όψη της άλλαξε με μιας και το πρόσωπό της φωτίστηκε μόλις άκουσε το όνομά του.
Σε εκείνη την πρώτη μας συνάντηση μου έδωσε μάλιστα και μια συμβουλή: «Τις φίλες σου κοπέλα μου. Να προσέχεις τις φίλες σου. Θα σου πάρουν τον άντρα»
Κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι, αναρωτήθηκε μήπως ξέρει κάτι που δεν ξέρω και συνέχισα την μετακόμιση. «How do you do?», με ρώτησε ξαφνικά και με ενημέρωσε ότι αν θέλω μπορούμε να συνεννοούμαστε και στα εγγλέζικα μιας και τα μιλάει περίφημα.
Την επόμενη μέρα, κατεβαίνοντας αυτή τη φορά τη σκάλα, η πόρτα του σπιτιού της άνοιξε και πάλι. Ο διάδρομος μύριζε μαραμένα λουλούδια και κάτουρο. Περιτριγυρισμένη από τρεις γάτες και κρατώντας μια γυναικεία πίπα, ρώτησε με το ίδιο σνομπ ύφος: «Συγγνώμη κυρία μου, ποια είστε; Εδώ είναι το σπίτι μου! Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;». Χάρηκε πραγματικά όταν της εξήγησα πως από δω και πέρα θα μένουμε μαζί. «Πότε θα έρθεις για καφέ;», με ρώτησε. «Σίγουρα θα έρθεις;», επέμενε σαν να ήξερε ότι της λέω ψέματα. Και πριν συνεχίσω να κατεβαίνω την σκάλα…
«Τις φίλες σου. Να προσέχεις τις φίλες σου κοπέλα μου. Θα σου πάρουν τον άντρα!»
8 το πρωί, 3 το μεσημέρι, 5 το ξημέρωμα, όποτε κι αν ανεβοκατέβαινα τις σκάλες η πόρτα άνοιγε και ο ίδιο διάλογος επαναλαμβάνονταν.
– Ποια είστε κυρία μου; Εδώ είναι το σπίτι μου.
– Μένω στο δώμα από πάνω.
– Αλήθεια; Πότε θα έρθεις για καφέ; Είμαι μόνη μου. Έλα κι εσύ να μείνεις μόνη σου όλη μέρα, να δούμε μπορείς;
-Θα έρθω. Θα έρθω.
– Δε θα έρθεις… Έτσι μου το λες.
– Θα έρθω.
– Τις φίλες σου κοπέλα μου. Να προσέχεις τις φίλες σου. Θα σου πάρουν τον άντρα. How do you do? Τα μιλάω τα Εγγλέζικα εγώ.
Πολλές φορές οργάνωνα επιμελώς την έξοδό μου προσπαθώντας απεγνωσμένα να αποφύγω να ζήσω άλλη μια μέρα της μαρμότας. Σχεδίαζα να τρέξω στις σκάλες και να μη γυρίσω ακόμα κι αν με φωνάξει ή να κατέβω εξαιρετικά σιγά. Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν τα κατάφερα. Ούτε να γίνω τόσο σκληρή μπόρεσα, ούτε να περάσω απαρατήρητη.
Κάποιες φορές εμφανίζονταν με μια γαλάζια αρχαιοελληνική φούστα και στήθη γυμνά. Λευκά μαργαριτάρια κρέμονταν και πάλι ανάμεσα στα στήθη της. Συνεχίζαμε να μιλάμε κανονικά σαν να μην συνέβαινε τίποτα παράξενο.
«Τις φίλες σου κοπέλα μου. Να προσέχεις τις φίλες σου. Θα σου πάρουν τον άντρα».
Ο άντρας της κυρίας Ευτυχίας ήταν μαραγκός από τους λίγους. Τεχνίτης. Αυτός είχε επιμεληθεί το δώμα! Άγιος άνθρωπος, έλεγαν όσοι τον είχαν γνωρίσει. «Όλη μέρα στο εργαστήρι του στο ισόγειο. Τρόχιζε τα ξύλα, τα μόνταρε, στερέωνε τους αρμούς… Και την κυρία Ευτυχία δεν την άφηνε από τα μάτια του!»
«Τις φίλες σου κοπέλα μου. Να προσέχεις τις φίλες σου. Θα σου πάρουν τον άντρα».
Ποιος να ήταν άραγε ο άντρας που της ράγισε την καρδιά; Πόσα χρόνια πριν; Τι σημασία έχει; Μια γυναίκα μπορεί να συγχωρέσει τα πάντα, εκτός απ’ το να μην την θέλουν. Όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Το πρωί της Κυριακής άνοιξε την πόρτα στεναχωρημένη. Αφού συστηθήκαμε μου είπε πως τραβάει η όρεξή της ένα φλιτζάνι ελληνικό καφέ και το δοχείο είναι άδειο. Πρώτη φορά μου ζητούσε κάτι, έτρεξα λοιπόν στο ψιλικατζίδικο και επέστρεψα με τον καφέ στο χέρι. «Σας παρακαλώ κυρία μου. Για ποια με περάσατε; Δεν είμαι ζητιάνα. Γεμάτο είναι το δοχείο με καφέ. Άκου να μου φέρει καφέ…»
Στις καλοκαιρινές διακοπές ο γιος της τσάπισε ολόκληρη την αυλή. Η Ευτυχία είχε θάψει κάπου τα κοσμήματα. Ψάχνω να βρω τι συμβαίνει. Διαβάζω πως στην Ελλάδα οι ασθενείς με νόσο Αλτσχάιμερ έχουν φτάσει τους 160.000. Σε όλον τον κόσμο αγγίζουν τα 35 εκατομμύρια και αναμένεται να τριπλασιαστούν μέχρι το 2050.
Θυμάμαι την μέρα που έφευγα. Το δωμάτιο είχε αδειάσει κι εγώ δεν της παραδεχόμουν ότι φεύγω. «Πώς όχι; Αφού φεύγεις το ξέρω. Και τώρα εγώ τι θα κάνω;» Παράξενο αλλά ένιωθα κι εγώ ασφάλεια που την είχα, που ήξερα ότι δε θα κοιμηθεί αν δεν γυρίσω σπίτι.
Κι αν αυτή δεν θυμάται την πρόσκληση για καφέ, εγώ δεν ξεχνάω ότι ποτέ δεν πήγα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News