1363
|

«Απέτυχαν οι αλλαγές στην υγεία»

«Απέτυχαν οι αλλαγές στην υγεία»

Για αποτυχία, αλλά και κατάρρευση των διαρθρωτικών αλλαγών οι οποίες εφαρμόσθηκαν ή/και επεβλήθησαν τα τελευταία χρόνια στο δημόσιο σύστημα Υγείας της χώρας μας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα όσα συμβαίνουν στη δημόσια πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και τους κλυδωνισμούς του νεοσύστατου Περιφερειακού Εθνικού Δικτύου Υγείας (ΠΕΔΥ), κάνει σήμερα λόγο στο protagon ο καθηγητής Οικονομικών της Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημοσίας Υγείας (ΕΣΔΥ) Γιάννης Κυριόπουλος. Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι αποτελεί επείγουσα ανάγκη η επιστημονική τεκμηρίωση των πολιτικών Υγείας οι οποίες επιχειρούνται.

– Κύριε καθηγητά, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης άτυπης συνόδου των υπουργών Υγείας της Ε.Ε. ο αρμόδιος επίτροπος Υγείας της Ε.Ε. Τόνιο Μποργκ αποκάλυψε ότι μόλις το… 3% των δημοσίων δαπανών Υγείας στις χώρες-μέλη της Ε.Ε. αφορούν την πρόληψη! Θα μπορούσε να πει κανείς, λοιπόν, ότι οι δραματικές μειώσεις στις δημόσιες δαπάνες Υγείας για την πρόληψη στη χώρα μας αποτελούν ένα ευρωπαϊκό ή/και διεθνές φαινόμενο και όχι μία παραδοξότητα λόγω μνημονίων;

Παρά το γεγονός ότι η επιστημονική έρευνα έχει δείξει ότι το επίπεδο υγείας διαμορφώνεται -σε μείζονα βαθμό- από παράγοντες, οι οποίοι σχετίζονται με τον τρόπο ζωής και το (κοινωνικό, οικονομικό, φυσικό και τεχνητό) περιβάλλον, εν τούτοις η κατανομή των (σπάνιων) οικονομικών πόρων για την υγεία κατευθύνεται κυρίως προς την ιατρική περίθαλψη και ειδικότερα στη δαπανηρή τεχνολογική ιατρική.

Το φαινόμενο δεν είναι αποσπασματικό ή ευκαιριακό και βεβαίως δεν είναι τοπικό, δεδομένου ότι η δαπάνη για τη δημόσια υγεία και την πρόληψη προσεγγίζει το 3,1% της συνολικής δαπάνης υγείας στις χώρες του ΟΟΣΑ, το 2,9% στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μόλις το 1,4% στη χώρα μας.

Η κατάσταση αυτή (ανορθόλογη και βλαπτική από οικονομική και υγειονομική οπτική) οφείλεται στην ισχυρή εμπλοκή του ιατροτεχνολογικού συμπλέγματος στους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων για την κατανομή των υγειονομικών πόρων.

Εν κατακλείδι, η υποχρηματοδότηση της δημόσιας υγείας αποστερεί τη δυνατότητα αποτελεσματικού ελέγχου των μειζόνων παραγόντων κινδύνου (οι οποίοι εντείνονται σε περιόδους κρίσης) και εμφανίζει τον «δημόσιο χώρο» να αδυνατεί να παράσχει οικονομική υποστήριξη σε αμιγώς δημόσια αγαθά, όπως είναι τα εμβολιαστικά προγράμματα, η διαχείριση των υδάτων και των τροφίμων, τα προληπτικά μέτρα για τον έλεγχο των νέων ή/και αναδυόμενων λοιμωδών νόσων και άλλα σχετικά.

Πρόκειται για την τυπική και ακραία εκδήλωση της «παθολογίας» της βιομηχανίας ιατρικής περίθαλψης στις δυτικές μεταβιομηχανικές χώρες, αλλά και σύμπτωμα των εκφυλιστικών κερδοσκοπικών (πολιτικών και οικονομικών) τάσεων του πολιτικού συστήματος και του συλλογικού ιατρικού μονοπωλίου.

– Με βάση τα επιδημιολογικά, αλλά και τα οικονομετρικά μοντέλα, τα οποία χρησιμοποιείτε, θα περιμένατε στο εγγύς μέλλον μία έκρηξη των αναγκών και, συνεπώς, των δημοσίων δαπανών υγείας οι οποίες αφορούν τη δευτεροβάθμια, νοσοκομειακή περίθαλψη; Αν ναι, τότε ποιος ορθολογισμός υπαγορεύει τις σημερινές κατανομές στις δραστικές περικοπές δημοσίων δαπανών Υγείας;

Είναι αληθές ότι η δραματική μείωση της εθνικής δαπάνης για την υγεία, η οποία προσεγγίζει το 30% στην περίοδο 2009-2013 (άνω των 4,2 δις € η δημόσια δαπάνη και άνω των 1,5 δισ. € η ιδιωτική ανάλογη) έχει προκαλέσει μείωση της προσφοράς και ως εκ τούτου και «πλεονάζουσα» μη ικανοποιήσιμη ζήτηση, η οποία πλήττει κυρίως τους χρονίως πάσχοντες (που είναι συνήθως φτωχοί και ηλικιωμένοι), τους άνεργους και τις γυναίκες.

Η εξέλιξη αυτή σωρεύει προβλήματα ζήτησης και αναγκαίας χρήσης των υπηρεσιών και επιβαρύνει το συνολικό νοσολογικό φορτίο στη χώρα, θέτει μείζονα εμπόδια στην πρόσβαση των υπηρεσιών υγείας, διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες και υπονομεύει το απόθεμα της υγείας του πληθυσμού.

Πρωτίστως το πρόβλημα εντοπίζεται στην πρωτοβάθμια φροντίδα, στις δομές της οποίας τα εμπόδια (χρήματος και χρόνου) διογκώνονται και ωθούν (αδίκως και κακώς) μεγάλα τμήματα του πληθυσμού (αντί της πρωτοβάθμιας φροντίδας) στη δαπανηρή τεχνολογική (και μη κατάλληλη πολλάκις) νοσοκομειακή περίθαλψη.

Είναι προφανές ότι αυτό το νέο φαινόμενο «αντίστροφής» υποκατάστασης, δηλαδή αύξησης της ζήτησης και χρήσης νοσοκομειακής περίθαλψης εξαιτίας των εμποδίων (χρόνου, χρήματος και διαδικασιών) στην πρωτοβάθμια, καταμαρτυρά την αποτυχία των διαρθρωτικών αλλαγών στον υγειονομικό τομέα.

Ως εκ τούτου ο υφιστάμενος τρόπος κατανομής των πόρων δεν προάγει την αποδοτικότητα και την ισότητα στη πρόσβαση, ενώ αντιθέτως αναπαράγει τις επικρατούσες στρεβλώσεις, εντείνει τις ανισότητες και τροφοδοτεί τον «φαύλο κύκλο» μη αποδοτικής χρήσης των πόρων και υποχρηματοδότησης.

– Έχετε δηλώσει πρόσφατα ότι η τρόικα θα πρέπει να δει τελείως διαφορετικά πλέον τις παρεμβάσεις στον χώρο της Υγείας, καθώς έχει εξαντληθεί το περιθώριο για περικοπές δημοσίων δαπανών στον χώρο αυτόν. Πιστεύετε ότι η δημιουργία του Περιφερειακού Εθνικού Δικτύου Υγείας (ΠΕΔΥ) αποτελεί μία τέτοια στροφή της τρόικας και της ελληνικής κυβέρνησης ή βαδίζουμε στον ίδιο δρόμο;

Οι πολιτικές που υποδεικνύονται από παράγοντες της διεθνούς επιτήρησης (Tρόικα, Task Force) διακρίνονται από φορμαλισμό, έλλειψη τεκμηρίωσης και μηχανιστική μεταφορά τεχνικών (από χώρες με άλλη «τεχνολογία παραγωγής» υγειονομικών υπηρεσιών), αλλά προσθέτως και από στοιχεία πολιτικής ακαμψίας και ιδεολογικού δογματισμού.

Εξαιτίας αυτής της «στάσης» οι προτεινόμενες διαρθρωτικές αλλαγές αποτυγχάνουν και καταρρέουν. Κορυφαίο παράδειγμα ο ΕΟΠΥΥ δια του οποίου επιδιώχθηκε η καθολική ασφαλιστική κάλυψη του πληθυσμού και η επαρκής και βιώσιμη χρηματοδότηση των υπηρεσιών υγείας. Όμως τα μετρήσιμα αποτελέσματα καταδεικνύουν ότι το εγχείρημα εξελίχθηκε σε opera fiasco δεδομένου ότι «καταμετρά» περίπου 3 εκατομμύρια ανασφάλιστους και προϋπολογισμό, ο οποίος κυμαίνεται στο 55-60% της αρχικής πρόβλεψης. Ομοίως, το «μικρό» ΠΕΔΥ (δια του οποίου σχολάζουν σπάνιοι, υψηλής ειδίκευσης, πολύτιμοι ανθρώπινοι πόροι) αποσκοπεί -υπό την πίεση του ιατροτεχνολογικού συμπλέγματος- σε μια μικρή και μη ανταγωνιστική πρωτοβάθμια φροντίδα, δια της οποίας αναπαράγεται το φαινόμενο της «αντίστροφης» υποκατάστασης. Κατά συνέπεια η «στροφή» προς την Πρωτοβάθμια φροντίδα, η οποία προωθείται δε συνιστά «διόρθωση» της υφιστάμενης πολιτικής «γραμμής». Αντιθέτως, αποτελεί ρητορική συσκότισης και ακόμη μια πρόσθετη προσπάθεια ανάκτησης μιας «χαμηλής» ισορροπίας στο σύστημα υγείας, η οποία οδηγεί αναπόφευκτα στη διχοτόμηση του υγειονομικού τομέα: σε ένα μικρό κρατικό προνοιακό σύστημα υγείας (για τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας) και σε έναν ιδιωτικό τομέα με μερική και μεικτή ασφαλιστική κάλυψη (για τα μικρομεσαία στρώματα). Είναι βέβαιο ότι το ζήτημα αυτό συνιστά το κρίσιμο στρατηγικό δίλημμα της προσεχούς περιόδου – υπό το πρόσχημα της «καθολικής» ασφαλιστικής κάλυψης του πληθυσμού.

– Με βάση τους επιδημιολογικούς δείκτες, τους οποίους παρακολουθείτε, νομίζετε ότι η χώρα σημειώνει μία σοβαρή επιδείνωση στους δείκτες Υγείας του πληθυσμού της ή οι δείκτες Υγείας στη χώρα μας παρακολουθούν τις εξελίξεις στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε.;

Η χώρα κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών εμφανίζει επιβραδυνόμενους ρυθμούς βελτίωσης του επιπέδου υγείας και ως εκ τούτου ολισθαίνει σε δυσμενέστερες σχετικές θέσεις – προϊόντος του χρόνου – μεταξύ των ευρωπαϊκών και των άλλων προηγμένων χωρών. Όμως, ανεξαρτήτως αυτής της εξέλιξης η γήρανση του πληθυσμού και το αυξανόμενο φορτίο νοσηρότητας των χρόνιων και εκφυλιστικών νοσημάτων σε συνδυασμό με την ένταση των παραγόντων κινδύνου για την υγεία, καθώς και αυτών που αναδύονται από την οικονομική κρίση (ανεργία, φτώχεια και αδυναμία εξυπηρέτησης των χρεών των νοικοκυριών) συγκροτούν ένα πεδίο ανεπιθύμητων εξελίξεων στους δείκτες υγείας. Επί του παρόντος τεκμηριώνεται η μείωση του αυτοαξιολογούμενου επιπέδου υγείας, η αύξηση της αυτοαναφερόμενης κατάθλιψης και της θνησιμότητας από αυτοκτονίες, καθώς επίσης και της νοσηρότητας από ισχαιμική καρδιοπάθεια. Η ταχεία επιβράδυνση του ρυθμού βελτίωσης του επιπέδου (και της πλειοψηφίας των δεικτών) υγείας αναμένεται να επιδεινωθεί σε μεσοπρόθεσμη προοπτική, δεδομένου ότι τα φαινόμενα της οικονομικής κρίσης συνδέονται (σύμφωνα με τις βιβλιογραφικές ενδείξεις) με την αύξηση της θνησιμότητας από ισχαιμική καρδιοπάθεια (στην πενταετία) και μερικά νεοπλάσματα (στη δεκαετία). Συμπερασματικά, οι δημογραφικές και επιδημιολογικές τάσεις σε συνδυασμό με την απουσία πολιτικών δημόσιας υγείας και κυρίως την αδυναμία διαχείρισης και ελέγχου των επιπτώσεων της κρίσης στην υγεία αναμένεται να μονιμοποιήσουν τις «φθίνουσες αποδόσεις» της εθνικής πολιτικής υγείας.

– Κύριε καθηγητά, η κυβερνητική πολιτική Υγείας στη χώρα μας παρακολουθεί τα τελευταία χρόνια τις επιστημονικές εξελίξεις και τον σχετικό επιστημονικό διάλογο ή πρόκειται για έναν τύπο «αυτόματου πιλότου» χωρίς πραγματική τεκμηρίωση;

Η πολιτική δεν είναι επιστήμη, αλλά ένα σύνθετο (και αέναο) εγχείρημα αναζήτησης της ισορροπίας ανάμεσα στις ατομικές προτιμήσεις και την ανάγκη ενός συλλογικού σχεδίου η επίτευξη του οποίου σχετίζεται με μια ακολουθία αποφάσεων για τη διαχείριση των κοινωνικών υποθέσεων.

Προς τούτο, η πολιτική για να είναι αποτελεσματική οφείλει να τεκμηριώνεται, ώστε (στην περίπτωση της υγείας) να μπορεί να προσεγγίζει την (κοινωνική) ισότητα, την (οικονομική) αποδοτικότητα δια της ανεύρεσης του κοινωνικά (επιθυμητού και εφικτού) σημείου ισορροπίας στο αντιστάθμισμα αυτών των κριτηρίων. Η πολιτική είναι μια αξιακή, ηθική και αισθητική υπόθεση, η οποία απαιτεί – πλην των άλλων – μια τεκμηριωμένη ρητορική. Οι πρόσφατες εξελίξεις στη χώρα δεν επιτρέπουν -εξαιτίας των δεσμεύσεων της διεθνούς επιτήρησης- την αυτοτέλεια της εθνικής υγειονομικής πολιτικής, της οποίας η ανάκτηση συναρτάται με την απεμπλοκή από το πρόγραμμα σταθερότητας.

Η ολική επαναφορά στην ανάπτυξη προαπαιτεί πολιτικές ευρέων οριζόντων που οφείλουν να βασίζονται σε «βασανιστική» τεκμηρίωση. Η χώρα έχει αυτές τις δυνατότητες, οι οποίες, όμως, παραμένουν εγκλωβισμένες από τις δυσκαμψίες της πολιτικής (και κοινωνικής) παθολογίας.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News