Η Εφη περιμένει υπομονετικά στο εστιατόριο μια φίλη της, την Ιωάννα, όμως αντ’ αυτής παίρνει το φωνητικό μήνυμά της. Το ακούει αμέσως στη μέγιστη ένταση, ελπίζοντας πως ο ήχος δεν ενοχλεί όσους κάθονται στα γύρω τραπέζια. Η φωνή της Ιωάννας ηχεί σε ψηλές συχνότητες, χωρίς διακοπές, σχεδόν υστερικά, σημάδι πως δεν αναπνέει βαθιά. Τέτοια ώρα, μεσημεριάτικα, βρήκαν να κάνουν πορεία, αγανακτεί. Εχουν κλείσει όλους τους κεντρικούς δρόμους… Δεν μπορούν να οικειοποιούνται τον δημόσιο χώρο στα καλά καθούμενα. Ο μονόλογός της τελειώνει εδώ απότομα.
Η Εφη θα προτιμούσε να συζητήσουν το θέμα τρώγοντας μαζί, οι δυο τους. Μήπως όμως η Ιωάννα δεν έρθει λόγω της πορείας; Να την περιμένει ή όχι; Το δεύτερο μήνυμα της φίλης της δεν τη διαφωτίζει περισσότερο. Ο δρόμος έχει αποκλειστεί από την Αστυνομία, την πληροφορεί σχεδόν τσιριχτά η Ιωάννα. Αδύνατο να προγραμματίσεις το παραμικρό. Το μήνυμα τελειώνει με έναν αναστεναγμό.
Η Εφη αναρωτιέται τι θα γίνει με το γεύμα τους. Ξανακούει δύο και τρεις φορές δυνατά τα δυο μεγαλόφωνα μηνύματα, μήπως της διέφυγε κάποια πληροφορία. Ομως μαζί με την Εφη δείχνουν να απορούν η γυναίκα και ο άνδρας από το διπλανό τραπέζι, στα δεξιά. Σίγουρα κρυφακούν, παρότι έχουν ένα ύφος ευγενικά αδιάφορο. Της φαίνεται ότι τα αυτιά των δυο τους διαστέλλονται προς το μέρος της για να συλλάβουν κάθε λέξη από τα μηνύματα της Ιωάννας.
Η ανισόρροπη στάση του σώματός τους προδίδει την περιέργειά τους, έτσι όπως γέρνουν στις καρέκλες τους αφύσικα προς το μέρος της, σίγουρα για να ακούνε καλύτερα, ενώ σωπαίνουν ανταλλάζοντας μεταξύ τους μισοχαμόγελα. Στο μεταξύ παίρνει και τρίτο μήνυμα της Ιωάννας. Το ακούει επιτόπου αδιαφορώντας για τα τσιτωμένα αυτιά των δύο. Η φίλη της είναι σώα αλλά θα αργήσει το λιγότερο 40 λεπτά. Ας την περιμένει η Εφη πίνοντας ένα κρασάκι, να χαλαρώσει.
Η φωνή της Ιωάννας μαλακώνει, αποκτά βελούδινη χροιά, ενώ βαθαίνει παίρνοντας καθησυχαστικούς τόνους. Ασυναίσθητα, η Εφη χαλαρώνει επηρεασμένη από τέτοια ηρεμιστικά ηχοχρώματα. Πέρασαν 16 λεπτά για την επανειλημμένη ακρόαση των τριών μηνυμάτων, διαπιστώνει. Η Ιωάννα θα μπορούσε να την ειδοποιήσει για τη 40λεπτη αργοπορία της από την αρχή. Καλύτερα με ένα και μοναδικό γραπτό μήνυμα.
Δυο φωνές ασυντόνιστες, μια γυναικεία και μια ανδρική, διακόπτουν τις σκέψεις της. Οι ωτακουστές έχουν εγκαταλείψει το φαγητό τους για να στείλουν φωνητικά μηνύματα στα κινητά τους. Σαν να την εκδικούνται που επιβάρυνε προηγουμένως τα αυτιά τους. Αδιαφορώντας αν εκείνη τους ακούει ξεκάθαρα, υπαγορεύουν δυνατά τα μηνύματά τους. Η Εφη δεν θέλει να τους ακούσει, αλλά το κάνει.
Παρότι παίρνει ύφος αδιαφορίας, τα λόγια τους, διατυπωμένα με πλούσιες φωνητικές εναλλαγές και τόνους διαφωνίας, σαν άριες από σύγχρονες όπερες, τρυπώνουν κυριαρχικά στα αυτιά της. Οι ατάκες τους την προκαλούν να κάνει υποθετικά σενάρια για το πολιτιστικό τους υπόβαθρο και τις ιδιωτικές στιγμές τους, που της αποκαλύπτονται αποσπασματικά. Και οι δυο τους φλυαρούν, περιτυλίγοντας τη βασική πληροφορία του κάθε μηνύματος με πλήθος λεπτομέρειες και σχόλια. Κάποιες στιγμές μιλούν παραγγέλλοντας και άλλα πιάτα, και κρασί. Σίγουρα οι εντολές τους στον σερβιτόρο καταγράφονται στα μηνύματα.
Η Εφη θα ήθελε να αδειάσει το μυαλό της, αλλά μάταια. Καθώς οι δυο τους στέλνουν ξανά και ξανά όλο και πιο αναλυτικά μηνύματα στα ίδια πρόσωπα, που δεν έχουν απαντήσει ακόμα, τρυπώνει στη ζωή τους άθελά της.
Γραπτά και φωνητικά
Η παραπάνω κατάσταση αποτελεί ένα σενάριο σχετικά με τα φωνητικά μηνύματα που αυξάνονται, καθώς οι χρήστες κινητών τηλεφώνων δείχνουν να τα προτιμούν σε σχέση με τα γραπτά. Τα φωνητικά μηνύματα (όχι η μετατροπή φωνητικού μηνύματος σε κείμενο) προσελκύουν όλο και περισσότερους. Τη δύναμη της ομιλούσας φωνής εμπιστεύονται όσοι ανακαλύπτουν στις σύντομες τηλεφωνικές ηχογραφήσεις ό,τι τους στερεί η πιο αποστασιοποιημένη και «ψυχρή» γραπτή επικοινωνία: περισσότερη κατανόηση και μικρότερη συναισθηματική απόσταση.
Από την άλλη, τα τελευταία χρόνια τα γραπτά μηνύματα πολλαπλασιάστηκαν εκρηκτικά. Τι πιο συνηθισμένο θέαμα –ακόμα και στους πιο απίθανους χώρους και τόπους– από υπνωτισμένα βλέμματα να συντονίζονται με υπερεξασκημένα δάχτυλα χεριών, καθώς περιπλανιούνται πάνω σε φωτεινές οθόνες κινητών, σαν κάτι να τα μαγνητίζει εκεί;
Εκατομμύρια χρήστες παράγουν ταχυδακτυλουργικά άπειρα απεσταλμένα γραπτά μηνύματα. Κείμενα συμπυκνωμένα και συνθηματικά μέχρι σημείου νοηματικής αφυδάτωσης, ολοένα και πιο απρόσωπα και τυποποιημένα, καθώς και κάθε λογής βίντεο αποστέλλονται ακατάπαυστα μέσα σε δευτερόλεπτα, από όλους προς όλους. Αναπόφευκτα, οι πληθωρικές ροές τους διεκδικούν τα πολυεστιακά μάτια των αποδεκτών. Αυτοί τώρα πια ξέρουν πώς να ερμηνεύουν τέτοια μηνύματα σε κλάσματα δευτερολέπτου, ώστε να αμυνθούν κάπως απέναντι στη χρονοβόρα πληροφοριακή δίνη που ρουφά αχόρταγα τον χρόνο τους, μαζί με την προσοχή τους.
Φαινομενικά, τα γραπτά μηνύματα και η έκθεση στα εικονόφιλα Κοινωνικά Μέσα, καθώς και οι άπειρες τηλεφωνικές συνομιλίες, εξόρισαν τη μοναξιά από την όλο και πιο εξωστρεφή ζωή μας. Ωστόσο, η πανδημία της Covid-19, με την αναγκαστική ατομική απόσταση, αποκάλυψε πως όσο γιγαντωνόταν η ψηφιακή επικοινωνία, τόσο μεγάλωνε και η συναισθηματική απόσταση μεταξύ των επικοινωνούντων εικονοκειμενικά.
Τι άλλο αντίδοτο για το αναισθητικό αγκάλιασμα μιας τέτοιας ύπουλης μοναξιάς από τα αναζωογονητικά συναισθήματα που μεταφέρονται μεταξύ των απομονωμένων ατόμων όχι στα άυλα φτερά των εικόνων, αλλά με τον πλούτο και τις διακυμάνσεις της ανθρώπινης φωνής;
Για την εξάπλωση των φωνητικών μηνυμάτων
Βέβαια, τα φωνητικά μηνύματα εμφανίστηκαν εδώ και μια δεκαετία, αλλά μόνο πρόσφατα άρχισαν να ανταγωνίζονται τα γραπτά, ώστε να τραβήξουν την προσοχή των αναλυτών. Το 2022 το WhatsApp (μια από τις εφαρμογές που τα προωθεί, μαζί με τις iMessage και Telegram) υπολόγισε ότι ο αριθμός τους έφτασε τα 7 δισ. Καθόλου τυχαίο που η Wall Street Journal ανακήρυξε το 2022 «Ετος φωνητικού μηνύματος».
Δύο στους τρεις Αμερικανούς, ιδίως τους νεότερους, δείχνουν μεγάλη προτίμηση στα φωνητικά μηνύματα. Σύμφωνα με πρόσφατες μετρήσεις στις ΗΠΑ, το 84% της Γενιάς Ζ τα επιλέγει ως κύριο τρόπο επικοινωνίας. Τα χρησιμοποιούν ακόμα και το 63% των millennials, καθώς και το 56% της Γενιάς Χ. Τελευταίοι τα αξιοποιούν οι baby boomers, με ποσοστό 47%. Το 51% όλων των χρηστών δηλώνει πως επικοινωνούν κυρίως με τους φίλους τους φωνητικά. Μια άλλη δημοσκόπηση –του YouGov για τη Vox, με 1.000 ενήλικες– έδειξε πως 62% των Αμερικανών έχουν στείλει ένα φωνητικό μήνυμα και 30% τα χρησιμοποιούν πολλές φορές την ημέρα.
Αναμφισβήτητα, τα γραπτά μηνύματα περιορίζουν τους πολυπράγμονες χρήστες, αναγκάζοντάς τους να παραμερίσουν σημαντικές ασχολίες ώστε να τα γράψουν. Αυτά φρενάρουν και την ελευθερία των σωματικών κινήσεων, επιβαρύνοντας τα απασχολημένα, γεμάτα ή φορτωμένα χέρια, και μάλιστα σε στιγμές οδήγησης. Αντίθετα, ένα φωνητικό μήνυμα απαιτεί λιγότερη προσπάθεια, ώστε να παράγεται ακόμα και χαλαρά, ταυτόχρονα με δραστηριότητες που χρειάζονται συγκέντρωση.
Ετσι, μπορεί να το χρησιμοποιήσει άνετα κάποια καθώς ετοιμάζει βιαστικά το πρωινό της, γράφει κάτι δύσκολο στον υπολογιστή, τρέχει γρήγορα σε κακοτράχαλο μονοπάτι για προπόνηση, παίζει πιάνο που δεν θέλει να διακόψει, κρατά ομπρέλα σε νεροποντή, μεταφέρει την εξαγριωμένη γάτα της στον γιατρό, ασκεί το επάγγελμα της βελονίστριας, χειρονομεί έντονα ενώ μιλάει, κλπ., κλπ.
Πέρα από αυτά, αφήνει κανείς τις πολύπλοκες και ιδίως τις αμφιλεγόμενες σκέψεις, ιδίως τις διφορούμενες ή και τις χιουμοριστικές, να διατυπωθούν ανεμπόδιστα και αυτοσχεδιαστικά σε κάποια ατελή φωνητική ηχογράφηση. Η φαινομενικά ανεπεξέργαστη έκφραση μαζί με τον πλούτο της ανθρώπινης φωνής κάνουν δυνατή την επικοινωνία σε πραγματικό χρόνο, αλλά δίνουν και την εντύπωση πως μιλάει κανείς αυθόρμητα. Καθόλου τυχαία, 48% των Αμερικανών δηλώνουν πως με τα φωνητικά μηνύματα μπορούν να εκφράζουν πολυπλοκότερες ιδέες και διαθέσεις.
Παράλληλα, ο τόνος της φωνής, ο ρυθμός, η ένταση, η χροιά, οι παύσεις, ακόμα και οι αναπνοές –τα «παραγλωσσικά» στοιχεία, δηλαδή, που εναρμονίζονται με σκέψεις και συναισθήματα– πλαισιώνουν διαφωτιστικά τις λεκτικές πληροφορίες με λεπτεπίλεπτες αποχρώσεις, που δίνουν βάθος στο φωνητικό μήνυμα. Ετσι αυτό κατανοείται καλύτερα, αλλά και γεφυρώνει συναισθηματικές αποστάσεις. Γι’ αυτό και προτιμούν τέτοια μηνύματα όσοι νιώθουν μοναξιά ή θέλουν να συνδέονται αμεσότερα με τους αγαπημένους τους, ιδίως όταν τους χωρίζει από αυτούς μεγάλη γεωγραφική απόσταση.
Σύμφωνα με τις αμερικανικές μετρήσεις, 50% των χρηστών δηλώνουν ότι αυτά τους βοηθούν να διατηρήσουν ζωντανές τις σχέσεις τους, αλλά και να δημιουργήσουν νέες και πιο ανθρώπινες σχέσεις. Σε ποσοστό 38% ισχυρίζονται ότι με τα φωνητικά μηνύματα αισθάνονται λιγότερη μοναξιά.
Υπάρχει και αρνητική κριτική
Κάποιοι αποδέκτες φωνητικών μηνυμάτων, όμως, δεν τα απολαμβάνουν καθόλου, ενώ αγανακτούν με τον εγωισμό ή τον ναρκισσισμό των αποστολέων τους. Δηλαδή ο κάθε αναζητητής προσοχής έχει την ευκαιρία να πακετάρει σε ένα αχρείαστο φωνητικό μήνυμα ακόμα και τις πιο ασήμαντες σκέψεις, κοινοτοπίες και φλυαρίες του, για να τις εκτοξεύσει στα ανυπεράσπιστα αυτιά των αποδεκτών, διεκδικώντας τον χρόνο τους για ακρόαση.
Μέσα από ένα τηλεφώνημα μπορεί κανείς να διευκρινίσει τα λόγια του στον συνομιλητή, ώστε να γίνουν κατανοητά χωρίς παρεξηγήσεις. Ενα γραπτό μήνυμα μπορεί κανείς να το σαρώσει αστραπιαία αποφεύγοντας αμυντικά τις ασημαντότητές του. Ενα φωνητικό μήνυμα, παρότι ασύγχρονο –δεν μιλά κανένας ταυτόχρονα με τον αποστολέα–, μονοπωλεί τον χρόνο και την προσοχή του αποδέκτη, που πρέπει να το ακούσει ξανά και ξανά προσεκτικά, ώστε να ανακαλύψει την ουσιαστική πληροφορία, χαμένη μέσα σε σχόλια και άσχετες σκέψεις.
Το χειρότερο: το σημαντικότερο στοιχείο του μηνύματος εμφανίζεται στο τέλος μιας σειράς από φυγόκεντρες ατάκες. Σε τέτοιες περιπτώσεις αυξάνεται η ψυχολογική και συναισθηματική απόσταση μεταξύ αποστολέα και αποδέκτη. Ο τελευταίος ενοχλείται με τέτοια μηνύματα. Ο πρώτος, όμως, δεν χάνει τίποτα ή, στην καλύτερη περίπτωση, κερδίζει την επιθυμητή προσοχή, κάνοντας αισθητή την παρουσία του φωνητικά και συναισθηματικά.
Διασκεδάζουν όμως ή και ενοχλούνται και οι τρίτοι, οι ακούσιοι ακροατές, όσοι δηλαδή ακούν άθελά τους ή και σκόπιμα φωνητικά μηνύματα αγνώστων, με τους οποίους βρίσκονται τυχαία στον ίδιο φυσικό χώρο, π.χ. ένα εστιατόριο. Οι πιο διακριτικοί, αν και δείχνουν ευγενική αδιαφορία –δηλαδή την ελάχιστη δυνατή προσοχή–, συνήθως γίνονται ακούσιοι ωτακουστές, ιδίως όταν ο αποστολέας αποκαλύπτει με τα μεγαλόφωνα μηνύματά του προσωπικές πληροφορίες.
Στον δημόσιο χώρο
Η ερευνήτρια επικοινωνιολόγος Τζούλια Ρολ στο βιβλίο της «Επικοινωνία στον δημόσιο χώρο» θεωρεί συνηθισμένη αντίδραση την περιέργεια για τη χρήση κινητών των άλλων, όπως φαίνεται όταν κανείς κρυφοκοιτάζει την οθόνη του ξένου κινητού ή κρυφακούει τηλεφωνικές συνομιλίες – και, φυσικά, φωνητικά μηνύματα. Τέτοιες λαθραίες ενέργειες διεγείρουν συγκινησιακά όσους τις επιλέγουν σκόπιμα, αλλά προκαλούν ενοχές και αμηχανία σε όσους συμπεριφέρονται έτσι άθελά τους.
Ωστόσο οι έρευνες δείχνουν πως όταν κανείς ακούει το μισό μιας τηλεφωνικής συνομιλίας –άρα και το μήνυμα μόνο του ενός–, άθελά του ενεργοποιείται η προσοχή του, καθώς συμπληρώνει νοερά το άλλο μισό, που δεν φτάνει στα αυτιά του. Το ζήτημα είναι κατά πόσο κάποιοι συμπεριφέρονται εγωιστικά, ναρκισσιστικά ή και απολίτιστα, αποσπώντας σκόπιμα την προσοχή τρίτων όταν ηχογραφούν δυνατά φωνητικά μηνύματα για οικεία τους πρόσωπα ή και με την ηχηρή ακρόασή τους σε κοινόχρηστους χώρους, ιδίως όταν τέτοια μηνύματα εκθέτουν στα αυτιά τρίτων καθαρά προσωπικό περιεχόμενο.
Τέτοιες τρωτότητες δεν κάνουν τα φωνητικά μηνύματα λιγότερο ελκυστικά σε όσους τα θεωρούν πιο άμεσα και θερμά. Αραγε πρόκειται για μια ακόμα μόδα που θα περάσει σύντομα; Προς το παρόν φαίνεται πως μια τέτοια αλλαγή στις επικοινωνιακές προτιμήσεις εξυπηρετεί κάποιες ανικανοποίητες –μέσω εικονοκειμένων– ανάγκες, δηλαδή την καλύτερη κατανόηση και την πιο συναισθηματική επαφή από απόσταση. Αλλωστε, πολύ πριν εμφανιστούν τα κινητά, επισημάνθηκε επιστημονικά η μεγάλη σημασία της ανθρώπινης φωνής στην επικοινωνία.
Ο καθένας μας αντιλαμβάνεται μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου τα «παραγλωσσικά» στοιχεία που συνοδεύουν την ομιλία. Με τη βοήθειά τους φωτίζεται η προσωπικότητα των συνομιλητών, τα συναισθήματά τους, καθώς και –το σημαντικότερο όταν η επικοινωνία στοχεύει στην κατανόηση– η ειλικρίνειά τους.
Ανθρώπινη φωνή και επικοινωνία
Η ανθρώπινη φωνή σε συνδυασμό με τα παραγλωσσικά στοιχεία που συνοδεύουν την ομιλία βοηθούν σε μια «εξανθρωπιστική» επικοινωνία κατά την Τζουλιάνα Σρέντερ, καθηγήτρια στο Τμήμα Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ. Σε ένα ερευνητικό πείραμά της, άτομα με φιλελεύθερες απόψεις φάνηκαν πιο δεκτικά στις συντηρητικές πεποιθήσεις κάποιων άλλων, μόνο και μόνο επειδή τους άκουσαν να μιλούν σχετικά με αυτές, αντί να τις παρουσιάσουν σε κείμενο.
Η Σρέντερ υποστηρίζει ότι «πέρα από το να μεταδίδει τα νοητικά περιεχόμενα ενός προσώπου, η ομιλία του μεταφέρει επίσης τη διανοητική ικανότητά του». Σύμφωνα με την ίδια, η «απανθρωποποιημένη» επικοινωνία βασίζεται κυρίως σε κείμενα που στερούνται φωνής και οξύνει τις συγκρούσεις στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Οταν, όμως, ένα πρόσωπο εκθέτει προφορικά τις πεποιθήσεις του –αντί να το κάνει αυτό γραπτώς– με τα παραγλωσσικά στοιχεία μεταφέρει «το σθένος της συγκινησιακής εμπειρίας ή σκοπού» του.
Μιλώντας στους άλλους και με την επίδραση της φωνής του αποκαλύπτει ότι διαθέτει κάποια μοναδικά διανοητικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά και ικανότητες, που αφορούν τη σκέψη και τα συναισθήματά του. Αυτή η ανθρώπινη διάστασή του κάνει πιο αποδεκτές ακόμα και τις πιο αμφιλεγόμενες πεποιθήσεις. Τότε εξανθρωπίζεται η επικοινωνία, κάτι που διευκολύνει την κατανόηση.
Αναμφισβήτητα, τα φωνητικά μηνύματα κάνουν τα ενοχλητικά και δυσάρεστα μηνύματα να ακούγονται πιο υποφερτά, καθώς ο τόνος και οι αποχρώσεις της φωνής μπορεί να αντισταθμίζουν οτιδήποτε αρνητικό, προσθέτοντας τόνους ζεστασιάς και ανθρώπινης επαφής, έστω από απόσταση.
Η γοητεία της ανθρώπινης φωνής ξεπερνά την ψηφιακή τεχνολογία και τα κινητά τηλέφωνα και φθάνει στα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο φιλόσοφος Νικολά Μαλμπράνς διαπίστωσε το 1674 ότι η ενδόμυχη σχέση του εμβρύου με τη μητέρα είναι ηχητική και όχι οπτική, όπως πιστευόταν μέχρι τότε. Την πρώιμη αυτή θεωρία συνδυάζει ο γερμανός φιλόσοφος Πέτερ Σλότερντικ με τα ευρήματα σύγχρονων εξελικτικών βιολόγων, για να επισημάνει ότι η μήτρα λειτουργεί για το έμβρυο ως ένας ηχητικός χώρος. Αυτό το «δωμάτιο», το παλλόμενο από τη μουσική του μητρικού σώματος, συντονίζει το έμβρυο σωματικά, μαζί με τα «συγκινησιακά κλειδιά του».
Οι άνθρωποι, λοιπόν, εμφανίζονται στον κόσμο αναδυόμενοι μέσα από «μουσική δωματίου» (δηλαδή της μήτρας). Καθώς εξελίσσονται σε άτομα, πρέπει να ακούν τη φωνή του άλλου, αν θέλουν να πουν (ηχητικά και ευρύτερα) με τη σειρά τους κάτι στους άλλους. Για τον Σλότερντικ «το αυτί είναι το όργανο που συνδέει το ενδόμυχο και το δημόσιο». Ετσι, ο κοινωνικός και πολιτικός χώρος μεταμορφώνονται σε συμβιωτικά «ηχοσφαιρικά θερμοκήπια», καθώς προεκτείνουν τη μήτρα ως χώρο δονούμενο από ζωογόνα μουσική.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει, βέβαια, μόνον όταν οι άνθρωποι μαθαίνουν να ακούν τους άλλους –και αυτό μπορεί υπό προϋποθέσεις να επεκταθεί και στα φωνητικά τηλεφωνικά μηνύματά τους–, βιώνοντας την ακρόαση ως διεγερτική εμπειρία. Μόνο τότε καταφέρνουν να συνυπάρχουν και να επικοινωνούν πραγματικά, ξεπερνώντας τα στενά όρια του προσωπικού τους κόσμου. Ομως από την άλλη πλευρά, με τα φωνητικά μηνύματα που στέλνονται ή λαμβάνονται στον δημόσιο χώρο προκαλείται στους «έξω» εκβιασμένη ακρόαση προσωπικών στοιχείων, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την έννοια του δημόσιου χώρου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News