Σε λίγες ημέρες, τώρα δα, στις 30 Σεπτεμβρίου, η γυναίκα στης οποίας το κάλλος έμεινε δέσμιος επί δεκαετίες ο ανδρικός πληθυσμός, έχει γενέθλια. Κλείνει τα 57 χρόνια της. Ναι, ακούγεται αφελές, αλλά ακόμα και μία Μπελούτσι σχεδόν εξηνταρίζει. Και θα βρίσκεται στην πόλη. Ερχεται για μια εμφάνιση στο ελληνικό κοινό, για τρεις μόνο παραστάσεις στο Ηρώδειο, χρησιμοποιώντας ως υλικό τις αδημοσίευτες επιστολές της ελληνίδας ντίβας της όπερας, της Μαρίας Κάλλας. Οι οποίες, για την ιστορία, είναι δημοσιευμένες. Τέλος πάντων, δεν κολλάμε σε τίτλους.
Αγαπητή Μόνικα, δεν ξέρω πώς θα είσαι επί σκηνής. Ψάχνοντας όμως για το τέλειο τετράτροχο των νεότερων χρόνων με το οποίο θα υπήρχε μια αναλογία μεταξύ εσού και αυτού, αν έπρεπε, δηλαδή, να βρεθεί κάτι που να σου ταιριάζει, αυτό δε θα μπορούσε να είναι παρά μόνο από την πατρίδα σου. Μια χώρα που κουβαλάει πίσω της την εκλέπτυνση, το ενστικτώδες στυλ και την αντίληψη του ωραίου.
Η Μόνικα είναι αειθαλής, διαχρονικά γοητευτική και κλασικά ιταλικά σαγηνευτική. Οπως παραμένει και η 8C Competizione, το τελευταίο supercar της Alfa που είχα την τύχη όχι μόνο να δω από κοντά (σόρι, αλλά δεν κυκλοφορεί ούτε ένα «κομμάτι» στην Ελλάδα για να την πάρεις μάτι) αλλά και να οδηγήσω στην ιδιόκτητη πίστα της Alfa Romeo, στο Μπαλόκο της Ιταλίας. Πώς ήταν; Με πάσα ειλικρίνεια, εκθαμβωτικά όμορφη, με υπέροχο ήχο, συλλεκτικό χαρακτήρα για μόλις 500 αντίτυπα και, αν μου επιτρέπετε, όχι τόσο άρτια όσο η φτηνότερη Ferrari F430 της εποχής. Εντάξει, το σάουντρακ ήταν εκεί, πανταχού παρόν στην ατμόσφαιρα της πίστας. Θυμάμαι, πριν καν εμφανιστεί το αυτοκίνητο στους δημοσιογράφους που είχαμε πάει εκεί, ένας δοκιμαστής της Alfa έριχνε ξερογκαζιές για να ακουστούν στον αέρα και να «φτιαχτούμε», λίγα δευτερόλεπτα πριν στρίψει στο σημείο όπου βρισκόμασταν. Αλλωστε η κυρία φορούσε το υψίφωνο μοτέρ V8 απόδοσης 450 ίππων της Ferrari – γνωστό για το μελωδικό του ταμπεραμέντο.
Τελείως εγκυκλοπαιδικά, σημειώνω επίσης ότι το «8C» αναφέρεται στις γρήγορες και αγωνιστικές εκδόσεις της δεκαετίας του ’30 και του ’40 που φορούσαν τον 8-κύλινδρο κινητήρα που είχε φτιάξει ο χαρισματικός μηχανικός Βιτόριο Τζάνο, ο άνθρωπος που είχε στήσει και την Alfa Romeo P2. Ηταν το αυτοκίνητο που, στον πρώτο του κιόλας αγώνα, την ίδια μέρα στο γαλλικό Grand Prix, έστειλε αφενός στο βάθρο του νικητή τον Τζουζέπε Καμπάρι (o oποίος, τι σύμπτωση, πέρα από οδηγός αγώνων ήταν και τραγουδιστής όπερας) και, αφετέρου, στον τάφο τον Αντόνιο Ασκάρι, τον πατέρα του μετέπειτα μεγάλου οδηγού αγώνων, Αλμπέρτο.
O Τζάνο φυσικά δεν έφταιγε αλλά η Alfa, μετά το δυστύχημα, δεν ήθελε να ξαναδεί στα μάτια της την P2. Έστω για λόγους συνειρμών με το δυστύχημα. Ομως ο Ενζο Φεράρι, ως γνήσιος «γάτος» –ενδεχομένως και ένα τσικ αμοράλ, όπως λένε– ήξερε πως το αυτοκίνητο ήταν δυνατό. Και έτσι, μην έχοντας και πολλές αναστολές, το πήρε για να τρέξει με τα δικά του σήματα, αυτά της Ferrari. Τέλος πάντως, μην το βαρύνω, γράμμα στη Μόνικα είναι τούτο, και σε αλλαγή ατμόσφαιρας να θυμίσω πως το «Competizione» είναι βαφτιστικό-φόρος τιμής στην ομώνυμη Alfa που οδηγούσε ο ένας και μοναδικός Φάντζιο στο Mille Miglia του ’50.
Για να επανέλθω στο σήμερα, μπορεί πλέον η εταιρεία να βαδίζει σε ένα απροσδιόριστο παγκοσμιοποιημένο μπλοκ, όμως το παρελθόν της είναι εδώ για να μας θυμίζει ότι σ’ αυτή τη μάρκα ήξεραν να φτιάχνουν αυτοκίνητα με ψυχή, όταν κάποιοι άλλοι έφτιαχναν κουβάδες με ρόδες. Ναι, εκείνα τα χρόνια οι Alfa ήταν σασπένς εν κινήσει. Οι μισοί άντρες στην Ευρώπη ήταν ερωτευμένοι με τις Alfa και οι άλλοι μισοί με τη Λολομπρίτζιτα. Ε, και μετά με την Μπελούτσι. Και όσοι αγαπούν τα ιταλικά αυτοκίνητα με ψυχή, μάλλον παραμένουν υπό τη γοητεία της 8C Competizione. Eστω και αν δεν θα είχαν ποτέ τα €350.000 που κόστιζε. Μοναδική. Οπως και η Μπελούτσι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News