Υπολείπονται ελάχιστες ημέρες, ωστόσο κανένας δεν μπορεί να προβλέψει ποιο θα είναι το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών που θα διεξαχθούν στις ΗΠΑ την ερχόμενη Τρίτη. Με βάση τις δημοσκοπήσεις η Κάμαλα Χάρις και ο Ντόναλντ Τραμπ είναι οριακά ισόπαλοι ενώ με βάση τα αποκαλούμενα προγνωστικά μοντέλα είναι ελαφρώς πιθανότερο να επικρατήσει ο υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Πάντως ο Μάρτιν Σάντμπου, οικονομικός σχολιαστής των Financial Times, δεν εμπιστεύεται ούτε τις δημοσκοπήσεις ούτε τα προγνωστικά μοντέλα.
Σχετικά με τις δημοσκοπήσεις γράφει πως έπαψε να τις λαμβάνει σοβαρά υπόψη μετά από τις ενδιάμεσες εκλογές του 2022. Τότε πλήθος έμπειρων πολιτικών αναλυτών, επικαλούμενοι τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, έκαναν λόγο για «κόκκινο κύμα» (το κόκκινο είναι το χρώμα των Ρεπουμπλικάνων) που θα σάρωνε τις ΗΠΑ. Ωστόσο αυτό δεν συνέβη, οι δημοσκοπήσεις είχαν πέσει έξω, όπως είχαν πέσει έξω επίσης ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2016 και του 2020. Ο Σάντμπου αναγνωρίζει πως τα γκάλοπ αιχμαλωτίζουν την προσοχή. Αναγνωρίζει επίσης πως οι δημοσκόποι κάνουν ό,τι μπορούν ώστε να να φτάσουν πιο κοντά στο πραγματικό αποτέλεσμα αυτήν τη φορά. Ωστόσο θεωρεί πως το μοναδικό ουσιαστικό που αποκαλύπτουν στην προκειμένη οι δημοσκοπήσεις είναι πως δεν ξέρουμε ποιο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα.
Οσο για τα αποκαλούμενα προγνωστικά μοντέλα, σύμφωνα με τον σχολιαστή των Financial Times είναι χειρότερα από τις δημοσκοπήσεις, γιατί υποτίθεται πως προσφέρουν περισσότερες πληροφορίες, όσον αφορά το τελικό αποτέλεσμα, αλλά στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. «Αυτά τα μοντέλα (όπως του 538 και του Economist) θα σας πουν ότι υπάρχουν συγκεκριμένες πιθανότητες, ας πούμε, να κερδίσει ο Τραμπ (52% έναντι 50% την ώρα της συγγραφής του άρθρου). Αλλά μια κατανομή πιθανοτήτων δεν αποτελεί πρόβλεψη – όχι όσον αφορά κάτι που θα συμβεί μία φορά. Ακόμη και μια πιο ασύμμετρη κατανομή δεν “προβλέπει” κανένα αποτέλεσμα, λέει ότι και τα δύο είναι πιθανά και, το πολύ, ότι ο δημιουργός του μοντέλου θεωρεί πιο σίγουρο ότι θα συμβεί το ένα παρά το άλλο. Μια “πρόβλεψη” σχεδόν 50-50 δεν λέει τίποτα απολύτως – ή τίποτα περισσότερο από το “δεν ξέρουμε τίποτα” σχετικά με το ποιος θα κερδίσει», γράφει ο Μάρτιν Σάντμπου.
Είναι η οικονομία, ανόητε
Ο δημοσιογράφος των Financial Times δεν διατείνεται ότι γνωρίζει κάτι παραπάνω, όσον αφορά το τελικό αποτέλεσμα, ωστόσο ο ίδιος ρισκάρει να προβλέψει πως «θα κερδίσει η Χάρις και, μάλιστα, με μεγάλη διαφορά. Γιατί; Σε μεγάλο βαθμό επειδή πιστεύω ότι “εξακολουθεί να είναι η οικονομία, ανόητε” αυτή που καθορίζει τις εκλογές — και επειδή θεωρώ ότι η ισχύς της αμερικανικής οικονομίας εκτιμάται περισσότερο από τους ψηφοφόρους των ΗΠΑ από όσο καταδεικνύεται στις δημοσκοπήσεις. Επιπλέον, νομίζω ότι το ζήτημα των αμβλώσεων που βοήθησε τους Δημοκρατικούς να ξεπεράσουν τις προσδοκίες πριν από δύο χρόνια είναι [στις ενδιάμεσες εκλογές], αν μη τι άλλο, κρισιμότερο σήμερα», εξηγεί ο Σάντμπου.
Οσο για τον «γρίφο», όπως το αποκαλεί ο ίδιος, της αναντιστοιχίας μεταξύ των ισχυρών οικονομικών επιδόσεων (πραγματική αύξηση μισθών, ισχυρή αγορά εργασίας, βιομηχανική έκρηξη) και της υποστήριξης προς την υποψήφια της κυβέρνησης που τα κατάφερε όλα αυτά, μπορεί να λυθεί με δύο τρόπους: μέσω της αμφισβήτησης είτε των οικονομικών στοιχείων είτε των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο οι περισσότεροι αναλυτές έτειναν να αμφισβητούν ότι η πορεία της αμερικανικής οικονομίας είναι καλή, επισημαίνοντας, για παράδειγμα, ότι ενώ ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει, οι τιμές εξακολουθούν να είναι πολύ υψηλότερες σε σχέση με την περίοδο πριν από την εκτίναξη του πληθωρισμού, ή ότι τα υψηλά επιτόκια επηρεάζουν τις προοπτικές πολλών οικογενειών για την αγορά σπιτιού.
Ο Σάντμπου, όμως, κρίνει πως «υφίσταται ένα στοιχείο αντίστροφης μηχανικής» σε αυτόν τον συλλογισμό, με την έννοια ότι αναζητούνται επί τούτω τα όποια αρνητικά στοιχεία θα μπορούσαν να εξηγήσουν τη φαινομενική έλλειψη αντίκτυπου της καλής πορείας της οικονομίας στα ποσοστά της Κάμαλα Χάρις. Οπότε ο ίδιος επιλέγει να αμφισβητεί τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων.
Οχι μόνον επειδή έπεσαν έξω τρεις συναπτές φορές αλλά και επειδή «οι ψηφοφόροι φαίνονται πραγματικά ευχαριστημένοι με την οικονομία», γράφει, αναφέροντας ενδεικτικά πως ο δείκτης καταναλωτικού κλίματος του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν είχε σαφή ανοδική τάση από τότε που εκτινάχθηκε ο πληθωρισμός το καλοκαίρι του 2022, φτάνοντας σε επίπεδα αντίστοιχα με εκείνα πριν από μία τετραετία. Ανοδικά κινήθηκε επίσης και ο δείκτης εμπιστοσύνης των καταναλωτών του Conference Board.
Ξοδεύουν σα να μην υπάρχει αύριο
Γιατί, όμως, ο Σάντμπου εμπιστεύεται αυτές τις έρευνες εάν δεν εμπιστεύεται τα γκάλοπ; Παραδέχεται πως δεν έχει μια πειστική απάντηση. Σημειώνει, ωστόσο, πως σε αντίθεση με τις δημοσκοπήσεις ενόψει των εκλογών, η πορεία των όποιων δεικτών καταδεικνύει την οικονομική πραγματικότητα, καθώς κινούνται ανοδικά όταν όντως η αγορά εργασίας είναι ισχυρή, ο πληθωρισμός χαμηλός και αυξάνονται οι πραγματικοί μισθοί. Αναφέρει επίσης πως «οι Αμερικανοί ξοδεύουν ωσάν οι καιροί να είναι καλοί», όπως παρατήρησε ο συνάδελφός του Ρόμπερτ Αρμστρονγκ, επισκεπτόμενος ένα εμπορικό κέντρο. Επιπλέον, και στην προκειμένη περίπτωση αυτό είναι το πιο σημαντικό, «τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους, περιλαμβανομένων εκείνων που ήταν ανέκαθεν τα πιο σημαντικά για τους αμερικανούς ψηφοφόρους», όπως, για παράδειγμα, η τιμή της βενζίνης.
«Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί Αμερικανοί είναι σε καλύτερη κατάσταση από ό,τι πριν από τέσσερα χρόνια. Διατηρώ την πεποίθηση ότι αυτό θα αποτυπωθεί τελικά στις εκλογές», γράφει ο Σάντμπου. Προσθέτει πως, εκφράζοντας την άποψή του σε έναν συνάδελφό του, εκείνος έκανε λόγο για «ευσεβή πόθο». «Φυσικά και είναι», παραδέχεται. Εξηγεί, ωστόσο, πως πρόκειται για έναν ευσεβή πόθο που βασίζεται σε όλα όσα γράφονταν την προηγούμενη τετραετία για τα αποκαλούμενα «Bidenomics», τη νέα οικονομική πολιτική που εφάρμοσε ο Τζο Μπάιντεν.
Επί αυτού επικαλείται τον Νίκολας Λίμαν του The New Yorker, ο οποίος έγραψε πως «Η ειρωνεία με τα “Bidenomics” είναι το τεράστιο χάσμα μεταξύ της κλίμακάς τους —που μετριέται σε χρήματα και στον αριθμό των έργων που άρχισε — και του πολιτικού τους αντίκτυπου, ο οποίος είναι ουσιαστικά μηδενικός, παρότι η λογική τους είναι σε μεγάλο βαθμό πολιτική».
Για αυτήν την λογική ο Σάντμπου άρχισε να γράφει πριν καν περάσει ο Τζο Μπάιντεν το κατώφλι του Λευκού Οίκου. Μάλιστα έγραψε και ένα βιβλίο επιχειρώντας να εξηγήσει πως μια νέα «οικονομία του ανήκειν» (economics of belonging) θα μπορούσε να απομακρύνει τους ψηφοφόρους από τον ανελεύθερο και αντιδημοκρατικό.
Οπότε χαιρέτισε τις μεγάλες αλλαγές των οποίων ηγήθηκε ο Τζο Μπάιντεν ενώ σήμερα συμφωνεί απόλυτα με το πώς συνόψισε αυτές τις αλλαγές ο Λίμαν στο άρθρο του: «Αντικειμενικά και πέρα από κάθε πιθανότητα πέρασε περισσότερα νέα προγράμματα από οποιονδήποτε Δημοκρατικό Πρόεδρο από τον Λίντον Τζόνσον — ίσως ακόμη και από τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ…Ο Μπάιντεν ψήφισε νόμους που θα δημιουργήσουν κρατικές δαπάνες τουλάχιστον πέντε τρισεκατομμυρίων δολαρίων και θα διοχετευθούν για πολλούς σκοπούς σε κάθε γωνιά της χώρας. Αναδιέταξε επίσης πολλούς από τους ρυθμιστικούς φορείς της ομοσπονδιακής κυβέρνησης με τρόπους που θα επηρεάσουν βαθιά τη ζωή στις ΗΠΑ […] Με την προσήλωση σε βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις (της ανάπτυξης, του πληθωρισμού και της ανεργίας) με στόχο τον προσδιορισμό της κατάστασης της οικονομίας — σχεδόν όλη η συζήτηση για τα “Bidenomics” χάνει το νόημα. Τα πραγματικά Bidenomics ανατρέπουν ένα σύνολο οικονομικών παραδοχών που επικρατούσαν και στα δύο κόμματα για το μεγαλύτερο μέρος του τελευταίου μισού αιώνα.
Ο Μπάιντεν είναι ο πρώτος πρόεδρος εδώ και δεκαετίες που αντιμετωπίζει την κυβέρνηση ως τον διαμορφωτή και τον διαιτητή των αγορών, παρά ως τον εκ των υστέρων διορθωτή των ανωμαλιών και υπερβολών των αγορών», έγραψε ο δημοσιογράφος του The New Yorker και σύμφωνα με τον Μάρτιν Σάντμπου, «αυτού του είδους η οικονομία πρέπει να αποφέρει πολιτικούς καρπούς» την ερχόμενη Τρίτη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News