1274
Ο Μπάρι Σάσμαν με φόντο τους σαφώς πιο διάσημους Μπέρνσταϊν και Γούντγουορντ. Οι ρεπόρτερ πήραν όλη τη δόξα για την αποκάλυψη του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ... | CreativeProtagon

Πώς «Οι Τρεις του Watergate» έγιναν… δύο

Protagon Team Protagon Team 18 Ιουνίου 2022, 22:45
Ο Μπάρι Σάσμαν με φόντο τους σαφώς πιο διάσημους Μπέρνσταϊν και Γούντγουορντ. Οι ρεπόρτερ πήραν όλη τη δόξα για την αποκάλυψη του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ...
|CreativeProtagon

Πώς «Οι Τρεις του Watergate» έγιναν… δύο

Protagon Team Protagon Team 18 Ιουνίου 2022, 22:45

Ο τίτλος στο σχετικό άρθρο του περιοδικού Time την 7η Μαΐου του 1973 ήταν ξεκάθαρος: «The Watergate Three», «Οι Τρεις του Γουότεργκεϊτ», γιατί δεν ήταν δύο αλλά τρεις οι δημοσιογράφοι που συνέβαλαν στην αποκάλυψη του πολιτικού σκανδάλου που συγκλόνισε την αμερικανική κοινωνία πριν από ακριβώς μισό αιώνα.  

«Οταν ανακοινωθούν τα βραβεία Πούλιτζερ, η μνεία για “Δημόσια Υπηρεσία από μια εφημερίδα” θα απονεμηθεί – εκτός και εάν υπάρξει κάποια ανατροπή της τελευταίας στιγμής – στην Washington Post για τη συνεχή ενασχόληση με την υπόθεση Watergate και τα σχετικά σκάνδαλα. Σίγουρα η Post αξίζει συγχαρητήρια για την επιμονή της. Αλλά στην πιάτσα είναι γνωστό ότι οι τιμές ανήκουν σε μια απίθανη τριάδα σχετικά κατώτερων δημοσιογράφων, στον 38χρονο αρχισυντάκτη εσωτερικών ειδήσεων της Post για την Περιφέρεια της Κολούμπια, Μπάρι Σάσμαν και στους ρεπόρτερ Καρλ Μπερνστάιν και Μπομπ Γούντγουορντ, ηλικίας 29 και 30 ετών αντίστοιχα», αναφερόταν στο σχετικό δημοσίευμα του αμερικανικού περιοδικού. 

Κάνοντας λόγο για ένα «απίθανο τρίο» ο Τζόσουα Μπέντον θυμίζει τώρα σε άρθρο του στο The Atlantic πως «για γενιές ολόκληρες οι άνθρωποι που έριξαν τον Ρίτσαρντ Νίξον, που αποκάλυψαν το (σκάνδαλο) Γουότεργκεϊτ, ήταν δύο συνολικά: ο Γούντγουορντ και ο Μπερνστάιν, οι “Γουντστάιν”», αναφέρει ο αμερικανός δημοσιογράφος και συγγραφέας, ιδρυτής του Nieman Journalism Lab στο Χάρβαρντ, διερωτώμενος «ποιος ήταν αυτός ο τρίτος τύπος», αυτός που αναφέρεται πρώτος στο ρεπορτάζ του Time.

Το ξενοδοχείο «Watergate». Από εδώ ξεκίνησαν όλα

Γράφει «ήταν» και όχι «είναι» γιατί ο Μπάρι Σάσμαν άφησε την τελευταία του πνοή πριν από μερικές ημέρες, την 1η Ιουνίου, σε ηλικία 87 ετών «και ενώ ο θάνατός του μνημονεύθηκε, η μνεία δεν ήταν αντίστοιχη του αντίτυπου της δουλειάς του. Στον μισό αιώνα από τη διάρρηξη στο Watergate, οι “Τρεις του Γουότεργκεϊτ” κατέστησαν, στη συλλογική φαντασία, οι “Δύο του Γουότεργκεϊτ”», γράφει ο Τζόσουα Μπέντον. 

Πώς, όμως, εξηγείται, πού οφείλεται αυτό; Εν μέρει «στο τι σημαίνει να είσαι (αρχι)συντάκτης σε μια αίθουσα σύνταξης», εξηγεί ο αμερικανός δημοσιογράφος. «Ανεξάρτητα από το πόσο διαμορφώνετε, ανασυντάσσετε ή συνδημιουργείτε κάτι, το όνομά σας δεν θα είναι στην αρχή της ιστορίας ή στο τέλος της. Το να γίνεις (αρχι)συντάκτης σημαίνει ότι εγκαταλείπεις τη συγγραφική δόξα που συνεπάγεται το να είσαι ρεπόρτερ. Η εργασία σας θα εκτιμηθεί εσωτερικά, αλλά ο κόσμος δεν θα δει τα δαχτυλικά αποτυπώματά σας πουθενά», προσθέτει.

Ομως ο Μπάρι Σάσμαν παρέμεινε στην αφάνεια και εξαιτίας «της μετατροπής της κάλυψης του (σκανδάλου) Γουότεργκεϊτ από την Washington Post σε πολιτιστικό τεχνούργημα. Η πραγματική ιστορία μετατράπηκε σε κάτι πιο εύπεπτο και ο Μπάρι δεν χωρούσε σε αυτό».

Πολλοί από τους πιο σημαντικούς δημοσιογράφους του κόσμου δεν υπογράφουν ποτέ με το όνομά τους. Η επωνυμία τους είναι η αφάνεια

Εστιάζοντας στο παρόν ο Τζόσουα Μπέντον αναφέρει πως πολλές από τις συζητήσεις για το μέλλον της δημοσιογραφίας περιστρέφονται γύρω από τις «μεμονωμένες επωνυμίες» (individual brand) συγκεκριμένων ρεπόρτερ/δημοσιογράφων, κάποιοι από τους οποίους, εκμεταλλευόμενοι τη φήμη τους, φτάνουν στο σημείο να επιλέγουν να μην εργάζονται σε ΜΜΕ (ούτως ώστε να μην υπόκεινται σε «πραγματικούς ή φανταστικούς» περιορισμούς) και να δημοσιογραφούν μεμονωμένα και είναι αλήθεια πως για πολλούς δημοσιογράφους (ειδικά στις ΗΠΑ) το εν λόγω μοντέλο έχει νόημα.

«Αλλά η ιστορία του Μπάρι Σάσμαν μάς υπενθυμίζει ότι πολλοί από τους πιο σημαντικούς δημοσιογράφους του κόσμου δεν υπογράφουν ποτέ με το όνομά τους. Η επωνυμία τους είναι η αφάνεια. Και ανεξάρτητα από τα μοντέλα, ανεξάρτητα από τα συστήματα υποστήριξης που διαμορφώνουν τις επόμενες μορφές της δημοσιογραφίας, πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος για να εξασφαλιστεί ότι θα μπορούν και αυτοί να κάνουν τη δουλειά τους», επισημαίνει ο Τζόσουα Μπέντον στο άρθρο του.

Οσον αφορά τη δουλειά του Μπάρι Σάσμαν, έως τα ξημερώματα της 17ης Ιουνίου του 1972, όταν πέντε άνδρες συνελήφθησαν για τη διάρρηξη στα κεντρικά γραφεία της Εθνικής Επιτροπής των Δημοκρατικών στο συγκρότημα Watergate στην καρδιά της πρωτεύουσας των ΗΠΑ, ήταν συντάκτης τοπικών ειδήσεων (city editor) της Washington Post. Λίγες ώρες μετά τη διάρρηξη και τη σύλληψη των δραστών ο διευθυντής σύνταξης (managing editor) της εφημερίδας Χάουαρντ Σάιμονς τηλεφώνησε στον Μπάρι Σάσμαν, ο οποίος, βρισκόταν ακόμα στο κρεβάτι του, για να τον ενημερώσει.

Από αριστερά: Ντάστιν Χόφμαν, Καρλ Μπερνστάιν, Μπομπ Γούντγουορντ και Ρόμπερτ Ρέντφορντ στην πρεμιέρα του φιλμ «Ολοι οι Ανθρωποι του Προέδρου» του Αλαν Πάκουλα, στο οποίο οι δύο ηθοποιοί ενσαρκώνουν τους δύο δημοσιογράφους και την έρευνά τους για το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ | Ron Galella/Ron Galella Collection via Getty Images

Τελικά ο Σάσμαν αποφάσισε να αναθέσει την κάλυψη του συνταρακτικού γεγονότος στον επί καιρό αστυνομικό συντάκτη της εφημερίδας Αλφρεντ Λιούις και στον νεοφερμένο Μπομπ Γούντγουορντ. Εντελώς συμπωματικά, επειδή ακόμα δεν είχε παραδώσει ένα άρθρο που χρωστούσε από την προηγούμενη ημέρα, εκείνο το Σάββατο, στην αίθουσα σύνταξης της κορυφαίας αμερικανικής εφημερίδας, βρισκόταν και ένας ακόμη σχετικά νεοφερμένος, ο Καρλ Μπερνστάιν.  

Το πρώτο δημοσίευμα της Washington Post για τη διάρρηξη (την επομένη αυτής) που επρόκειτο να οδηγήσει τον Ρίτσαρντ Νίξον στην παραίτηση από την προεδρία των ΗΠΑ έφερε την υπογραφή του (αστυνομικού συντάκτη) Αλφρεντ Λιούις ενώ οι Μπερνστάιν και Γούντγουορντ περιλαμβάνονταν μεταξύ των οχτώ ρεπόρτερ που «συνεισέφεραν στο δημοσίευμα».

Νωρίτερα, ωστόσο, ο Σάσμαν έπρεπε να διαλέξει ποιος θα πήγαινε να δουλέψει στην εφημερίδα την επόμενη ημέρα, που ήταν Κυριακή και, τελικά, επέλεξε τον Γούντγουορντ και τον Μπερνστάιν. Πολύ σύντομα ο Σάσμαν ανέλαβε χρέη (αρχι)συντάκτη πλήρους απασχόλησης για την υπόθεση Watergate (full-time Watergate editor), επιλέγοντας εκ νέου τους Γούντγουορντ και Μπερνστάιν ως κύριους ρεπόρτερ του, παρά την αντίθετη γνώμη αρκετών επιτελικών στελεχών της εφημερίδας.

Μπομπ Γούντγουορντ, Σκοτ Αρμστρονγκ και Καρλ Μπερνστάιν στα γραφεία της Washington Post  όταν ετοίμαζαν το βιβλίο «The Final Days», για το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ | Margaret Thomas/The Washington Post via Getty Images

Τελικά την επόμενη χρονιά (1973) το Πούλιτζερ στην κατηγορία «Δημόσια Υπηρεσία» (Public Service) απονεμήθηκε στην Washington Post για την κάλυψη του Γουότεργκεϊτ, όπως είχε προβλέψει το Time. Το γεγονός πως το συγκεκριμένο Πούλιτζερ, σε αντίθεση με άλλα, απονέμεται σε δημοσιογραφικούς οργανισμούς και όχι σε μεμονωμένους δημοσιογράφους, είχε δυσαρεστήσει τους Μπερνστάιν και Γούντγουορντ.

Ωστόσο καθώς το σκάνδαλο έπαιρνε σταδιακά τεράστιες διαστάσεις (αλλά ακόμη, περισσότερο από ένα χρόνο, πριν ο Ρίτσαρντ Νίξον αναγκαστεί να παραιτηθεί τον Αύγουστο του 1974) άρχισαν να φτάνουν στην Washington Post προτάσεις για την έκδοση ενός βιβλίου. Αρχικά η ιδέα ήταν να το γράψουν από κοινού οι «Watergate Three», δεδομένου του ρόλου που είχαν διαδραματίσει. Τουλάχιστον αυτή ήταν αρχικά η επίσημη πρόταση που κατατέθηκε από την εφημερίδα. Ομως στη συνέχεια οι Μπερνστάιν και Γούντγουορντ αποφάσισαν να αποκλείσουν τον Σάσμαν. «Λυπάμαι», παραδέχτηκε μετά από χρόνια ο Γούντγουορντ. «Αλλά, ξέρετε, επρόκειτο για μια ιστορία που έπρεπε ειπωθεί από ρεπόρτερ, όχι από έναν αρχισυντάκτη», είχε προσθέσει.

Ωστόσο σύμφωνα με τον Τζόσουα Μπέντον «η σπουδαία δημοσιογραφία απαιτεί μία δομή, περιλαμβανομένων και πολλών ταλαντούχων ανθρώπων που δεν υπογράφουν. O Μπάρι Σάσμαν – ο δημοσιογράφος του Γουότεργκεϊτ που δεν λεγόταν ούτε “Γούντγουορντ” ούτε “Μπερνστάιν” ήταν ένας από αυτούς».

Πριν από το Γουότεργκεϊτ ο Σάσμαν και ο Γούντγουορντ ήταν στενοί φίλοι, διασκέδαζαν μαζί, αθλούνταν μαζί, συζητούσαν επί ώρες για τη δημοσιογραφία μαζί. Μάλιστα ο Σάσμαν ήταν ο μέντορας του Γούντγουορντ στην Washington Post. Αλλά ο αποκλεισμός του από τη συγγραφή του βιβλίου για το πολιτικό σκάνδαλο του (περασμένου) αιώνα στις ΗΠΑ αποτέλεσε την αρχή του τέλους των σχέσεών τους. Οταν το «All the President’s Men» κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία, τον Ιούνιο του 1974, είχαν κόψει και την καλημέρα.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...