Οποιος έχει οποιαδήποτε συγγενική σχέση με εκπρόσωπο του ηλικιακού γκρουπ 18-33 έχει προσωπική –και, πιθανώς, οδυνηρή– άποψη για το φαινόμενο των αναπάντητων κλήσεων. Οι εκπρόσωποι των γενεών Ζ και Μιλένιαλ αποφεύγουν να καλούν και σχεδόν ποτέ δεν απαντούν στις κλήσεις που γίνονται στα κινητά τους.
Σύμφωνα με το BBC, μια πρόσφατη έρευνα σε δείγμα 2.000 ατόμων έδειξε ότι το ένα τέταρτο των ατόμων ηλικίας 18 έως 34 ετών δεν απαντούν ποτέ στο τηλέφωνο – οι ερωτηθέντες ισχυρίζονται ότι αγνοούν το κουδούνισμα. Αλλωστε το 70% προτιμά να επικοινωνεί με μηνύματα παρά με τηλεφωνικές κλήσεις.
Το κακό ξεκίνησε με την αναγκαστικά περιορισμένη χρήση κλήσεων από τα κινητά των σημερινών 30άρηδων στην παιδική τους ηλικία. Με τις τιμές της κλήσης στις αρχές του 2000 να είναι τσουχτερές και τους γονείς τους να τους ξεκαθαρίζουν ότι δεν σκοπεύουν να πληρώνουν τις υπέρογκες κλήσεις τους, οι πιτσιρικάδες εξοικειώθηκαν γρήγορα με την τέχνη της σαφώς πιο οικονομικής πληκτρολόγησης των 160 χαρακτήρων ανά μήνυμα.
Κάπως έτσι δημιουργήθηκε η γενιά των γραπτών μηνυμάτων. Παρότι σταδιακά έγιναν πιο φθηνές, οι κλήσεις εκτοπίσθηκαν για πολύ επείγουσες περιπτώσεις, ενώ το σταθερό τηλέφωνο μετατράπηκε στο σπάνιο, απαρχαιωμένο αντικείμενο που προοριζόταν σχεδόν αποκλειστικά για την επικοινωνία με τους παππούδες και τις γιαγιάδες.
Οι ψυχαναλυτές ισχυρίζονται ότι οι νέοι που δεν ανέπτυξαν τη συνήθεια να μιλούν στο τηλέφωνο από την προεφηβεία τους, σήμερα αισθάνονται περίεργα απέναντί του. Ειδικά με δεδομένο ότι έχουν αποφασίσει ότι οι κλήσεις στο κινητό συνήθως σημαίνουν μια επείγουσα κατάσταση (επί το πλείστον οικογενειακής φύσης), έχουν αναπτύξει μια μορφή φοβίας για τον ήχο του κινητού – τον οποίο, έτσι κι αλλιώς, παραδοσιακά έχουν απενεργοποιημένο.
Περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες της έρευνας παραδέχθηκαν ότι έχουν συνδυάσει τον ήχο μιας απροσδόκητης κλήσης με άσχημα νέα. Αν η κλήση προέρχεται από κάποιο συγγενικό τους πρόσωπο φοβούνται ότι κάτι άσχημο έχει συμβεί, ενώ αν ο καλών είναι άγνωστος, θεωρούν ότι είτε θέλει να τους πουλήσει κάτι είτε να τους εκμεταλλευθεί γενικότερα.
Υπάρχει, βέβαια, πάντα και η πιο πρακτική παράμετρος: η ζωή των σημερινών νέων είναι πολύ πιο πολυάσχολη από εκείνη των γονιών τους (οι οποίοι ξημεροβραδιάζονταν πάνω από το παλιό τηλέφωνο με το καντράν συζητώντας αερολογίες με τους φίλους τους) και δεν διαθέτουν τον χρόνο να ανταλλάσσουν τηλεφωνικά τα νέα τους. Με τους «κολλητούς» η επικοινωνία γίνεται μέσω μηνυμάτων, γραπτών ή ηχητικών.
Τα γραπτά μηνύματα, στα οποία αποδίδονται όλα τα «κακά» της νέας γενιάς –από την κατακρεούργηση της ορθογραφίας και την ιδιότυπη στενογραφία έως την έλλειψη πραγματικής επαφής και την αποκοινωνικοποίηση–, αντιμετωπίζουν τα τελευταία χρόνια τον ανταγωνισμό των ηχητικών μηνυμάτων που προσφέρουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από το Facebook και το Snapchat έως το Instagram.
Πατώντας ένα κουμπί, αντί να χάνουν τον χρόνο τους πληκτρολογώντας, ηχογραφούν ένα μήνυμα διάρκειας ενός έως πέντε λεπτών και όταν ξαναφέρουν στην οθόνη του κινητού τους την εφαρμογή έχουν ήδη λάβει την ηχογραφημένη απάντηση. Βέβαια, το ερώτημα που προκύπτει σε κάποιον πιο ώριμο ηλικιακά είναι πόσο διαφορετικός είναι αυτός ο τρόπος επικοινωνίας από μια κλασική κλήση.
Η απάντηση που δίνουν οι εκπρόσωποι της νέας γενιάς είναι ότι στις παράλληλες ηχογραφήσεις που ανταλλάσσουν, αποφεύγουν τόσο τους λεκτικούς πλατειασμούς όσο και την αμηχανία που μπορεί να προκαλέσει μια άμεση «δύσκολη» ερώτηση σε πραγματικό χρόνο. Και μετά αναρωτιόμαστε γιατί η νέα γενιά έχει τόσα πολλά φοβικά σύνδρομα…
Σε κάθε περίπτωση, τόσο τα κείμενα όσο και οι φωνητικές σημειώσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιτρέπουν στους νέους να συμμετέχουν στις συνομιλίες με τον δικό τους ρυθμό και να έχουν τον χρόνο που κρίνουν ότι χρειάζονται ώστε να δώσουν πιο στοχαστικές και μελετημένες απαντήσεις.
Ολο αυτό το σκηνικό της φοβίας της κλήσης (ας το αποκαλέσουμε «τηλεφοβία») έχει αρχίσει ήδη να επηρεάζει, πέρα από την προσωπική, και την επαγγελματική ζωή της νέας γενιάς. Στη Βρετανία, στη Γαλλία και στις ΗΠΑ παρατηρείται το φαινόμενο νέων εργαζομένων που δεν απαντούν στις κλήσεις των αφεντικών τους εν ώρα εργασίας. Στην αρχή αυτή η ιδιοτροπία προκαλούσε εκνευρισμό, αλλά πολλοί εργοδότες έχουν ήδη προσαρμοστεί, επιλέγοντας να στέλνουν email.
Οι ψυχαναλυτές παρατηρούν ότι οι τηλεφωνικές κλήσεις είναι πιο άμεσες και απαιτούν υψηλότερο επίπεδο οικειότητας, ενώ τα γραπτά και ηχητικά μηνύματα είναι πιο αποστασιοποιημένα – και επιτρέπουν μια μορφή σύνδεσης στην οποία το άτομο δεν αισθάνεται τόσο ευάλωτο ή εκτεθειμένο. Παράλληλα, δίνουν σε ένα πολυάσχολο άτομο τη δυνατότητα να επιλέξει πότε και για πόσο χρόνο θα επικοινωνήσει.
Βέβαια, με την αύξηση της μη λεκτικής επικοινωνίας και την αυξανόμενη τάση της δουλειάς από το σπίτι, η νέα γενιά κινδυνεύει να χάσει την όποια ικανότητά της για απρογραμμάτιστες και ανεπίσημες συνομιλίες – χάνοντας παράλληλα και την αίσθηση της εγγύτητας και της πραγματικής σύνδεσης. Η προφορική επικοινωνία παραμένει πιο ουσιαστική και ειλικρινής, ενώ προσφέρει και μεγαλύτερη αίσθηση ολοκλήρωσης – είτε επαγγελματικά είτε συναισθηματικά.
Ο αντίλογος των υπερασπιστών αυτής της –ας μην κρυβόμαστε– πιο απρόσωπης επικοινωνίας είναι η πιο χρηστή διαχείριση του προσωπικού χρόνου, αλλά και η τεχνολογική ανάπτυξη. Οπως τα φαξ αντικαταστάθηκαν από τα email, έτσι και η άμεση συνομιλία αντικαθίσταται σταδιακά από την αποστολή μηνυμάτων, λένε. Ισως, όμως, κάποιος θα έπρεπε να τους θυμίσει πόσες φορές το ύφος ενός κειμένου που έγραψαν ή διάβασαν, παρεξηγήθηκε – ακόμα και με τη χρήση emojis.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News