Oταν η δημοσιογράφος των Financial Times Μάντισον Μάριτζ εισήλθε μια μέρα στην αίθουσα συνεδριάσεων, τον περασμένο χειμώνα, επρόκειτο να μεταδώσει στους διευθυντές και στους αρχισυντάκτες της έγκριτης λονδρέζικης εφημερίδας μια συγκλονιστική είδηση: ο Νικ Κοέν, ένας διάσημος αριστερός αρθρογράφος του Guardian, είχε υποβάλει την παραίτησή του, όχι για «λόγους υγείας», όπως είχε υποστηρίξει ο ίδιος, αλλά για να γλιτώσει από ενοχλητικές, ντροπιαστικές κατηγορίες, καθώς επτά γυναίκες είχαν καταγγείλει πως τις παρενοχλούσε σεξουαλικά επί σειρά ετών.
Σημειώνεται πως η Μάριτζ δεν είναι μια απλή, συνηθισμένη δημοσιογράφος, αλλά μια βραβευμένη κυνηγός ειδήσεων, μεγάλο όνομα της βρετανικής δημοσιογραφίας, που έχει καλύψει (και αποκαλύψει) επανειλημμένα υποθέσεις ανάρμοστης σεξουαλικής συμπεριφοράς. Αυτή τη φορά, ωστόσο, η συνέχεια δεν ήταν η αναμενόμενη.
Η συγκλονιστική είδηση δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας εξαιτίας της παρέμβασης, όχι κάποιου άνδρα, αλλά μιας άλλης γυναίκας, της Ρούλα Καλάφ, της διευθύντριας των Financial Times, της πρώτης γυναίκας στο τιμόνι της ιστορικής εφημερίδας, η οποία μπλόκαρε τη δημοσίευση της αποκαλυπτικής έρευνας.
Το γεγονός αποκαλύπτουν τώρα, μέσω δικής τους έρευνας, οι New York Times, παραθέτοντας πλήθος λεπτομερειών, σε ένα άκρως καταδικαστικό δημοσίευμα. Η Ρούλα Καλάφ φέρεται να έθαψε την υπόθεση, υποστηρίζοντας πως ο Κοέν δεν είναι σημαίνον πρόσωπο, τουλάχιστον τόσο ώστε να δικαιολογείται ένα αποκλειστικό δημοσίευμα («F.Τ. Story») της εφημερίδας της.
Το ασυνήθιστο (και ανησυχητικό) στην προκειμένη περίπτωση είναι καταρχάς η λογοκρισία, στην οποία η βρετανική δημοσιογραφία έδειχνε να είχε ανοσία, αλλά και το γεγονός πως σχετίζεται με ένα εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα: της σεξουαλικής παρενόχλησης γυναικών στην εποχή του #MeToo, που στο παρελθόν συντάραξε κραταιά αμερικανικά ΜΜΕ, το Fox News, το NBC, το CNN, αλλά και τους ίδιους τους New York Times.
Δεν είναι, ωστόσο, η πρώτη φορά που στη Βρετανία ένα αποκαλυπτικό δημοσίευμα όσον αφορά τον βρετανικό Τύπο εξαφανίζεται πριν προλάβει να καταστεί δημόσιο ζήτημα. Τον Ιούλιο του 2016, υπενθυμίζουν ενδεικτικά οι New York Times, η Daily Mail είχε μεταδώσει την είδηση περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων εναντίον του Μπεν Χιούζ, ενός πρώην υψηλόβαθμου στελέχους των Financial Times που κατηγορείτο για ενδοοικογενειακή βία. Ωστόσο, κάποια στιγμή το σχετικό δημοσίευμα εξαφανίστηκε από το Διαδίκτυο χωρίς να δοθεί καμιά εξήγηση.
Οσον αφορά τον πρωταγωνιστή του άρθρου της Μάριτζ που δεν δημοσιεύθηκε ποτέ, ο Κοέν υπήρξε αρθρογράφος του Observer, του κυριακάτικου αδελφού εντύπου του Guardian, επί μία εικοσαετία, κατά την οποία κέρδισε πολλά βραβεία. Το βιβλίο του «What’s Left» ήταν υποψήφιο για το βραβείο Orwell, το πιο βαρύτιμο και ποθητό από τα δημοσιογραφικά βραβεία της Γηραιάς Αλβιώνας. Με λίγα λόγια, ήταν ένας σταρ της βρετανικής δημοσιογραφίας, ο οποίος όμως είχε και μια σκοτεινή πλευρά.
Τον περασμένο Ιανουάριο υπέβαλε ξαφνικά την παραίτησή του, επίσημα για «λόγους υγείας». Σύμφωνα με τους New York Times, όμως, η εφημερίδα του ουσιαστικά προέβη σε έναν οικονομικό διακανονισμό, ούτως ώστε να λυθεί η συνεργασία τους και να μην αποκαλυφθεί η υπόθεση. Σύμφωνα με όλα όσα είπαν επτά γυναίκες στους NYT, ο Κοέν φέρεται να τις παρενοχλούσε σεξουαλικά, σωματικά και λεκτικά, επί σειρά ετών. Τέσσερις τον κατήγγειλαν ανώνυμα φοβούμενες επαγγελματικά αντίποινα, με τους New York Times να επιβεβαιώνουν τα λεγόμενά τους.
Η Λούσι Σιγκλ ανέφερε πως το 2001 τη θώπευσε στους γλουτούς μέσα στην αίθουσα συσκέψεων. Αλλες πέντε γυναίκες εξιστόρησαν παρόμοια επεισόδια που έλαβαν χώρα μεταξύ 2008 και 2015. Μία υποστήριξε ότι ενόσω μιλούσαν για τη δουλειά ο Κοέν έτριβε τη γάμπα της με το πόδι του, ενώ αποπειράθηκε και να τη φιλήσει. Μια άλλη είπε ότι της πρότεινε να αρχίσει να της αποστέλλει άσεμνες φωτογραφίες του, ενόσω εργαζόταν ως εκπαιδευόμενη, το 2018.
Μιλώντας στους New York Times, ο ίδιος δήλωσε έκπληκτος από τον αριθμό των γυναικών που τον κατηγορούν, αλλά δεν αναφέρθηκε συγκεκριμένα σε κάποιον από τους ισχυρισμούς. Επικαλέστηκε, όμως, τον εθισμό του στο αλκοόλ κατά το παρελθόν ως αιτία για οποιαδήποτε απρεπή συμπεριφορά του. «Εχω γράψει εκτενώς για τον αλκοολισμό μου. Είμαι καθαρός εδώ και επτά χρόνια, από το 2016. Κοιτάζω τη ζωή μου τότε που ήμουν εθισμένος με βαθιά ντροπή» ανέφερε.
Οσον αφορά τη Μάντισον Μάριτζ, τον περασμένο Σεπτέμβριο ανέλαβε χρέη αρχισυντάκτριας ειδικών ερευνών, ενώ οι έρευνές της, κυρίως για κατάχρηση εξουσίας, επρόκειτο να είναι προτεραιότητα των Financial Times το 2023, όπως είχε επισημάνει η ίδια διευθύντρια της εφημερίδας στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς.
Στην περίπτωση, όμως, της έρευνας για τoν Κοέν και την ανάρμοστη συμπεριφορά του αποδείχτηκε πως η Ρούλα Καλάφ ήταν αποφασισμένη να αποτρέψει τη Μάριτζ από το να εστιάσει την προσοχή της στα βρετανικά μέσα ενημέρωσης, σύμφωνα, πάντα, με το δημοσίευμα των New York Times.
Της απαγόρευσε να μιλήσει σε άλλες πηγές για την έρευνά της, ενώ όταν εκείνη κατέθεσε, τελικά, το άρθρο της προς δημοσίευση, το περασμένο Φεβρουάριο, η Καλάφ την ενημέρωσε πως θα δημοσιευόταν μόνον ως άρθρο γνώμης. Η Μάριτζ συναίνεσε, ωστόσο το κείμενό της δεν δημοσιεύθηκε ποτέ.
Οι λόγοι που οδήγησαν την Καλάφ σε αυτή την απόφαση δεν είναι απόλυτα ξεκάθαροι, κυρίως επειδή οι Financial Times έδειχναν να είναι αποφασισμένοι να βάλουν κατά πανίσχυρων, όχι μόνο προσώπων, αλλά και εταιρειών και οργανισμών, μεταξύ των οποίων το TikTok και ο ΟΗΕ, ερευνώντας υποθέσεις για ανάρμοστη σεξουαλική συμπεριφορά.
Μιλώντας στους NYT, ορισμένοι εργαζόμενοι της λονδρέζικης εφημερίδας υπαινίχθηκαν ότι η διεύθυνση δεν θα ήθελε να στρέψει τους προβολείς στο εσωτερικό των βρετανικών ΜΜΕ. Σε δήλωσή της προς τη νεοϋορκέζικη εφημερίδα, εκπρόσωπος των Financial Times αρκέστηκε να σημειώσει ότι «κάποια ρεπορτάζ καταλήγουν σε ιστορίες που δημοσιεύονται και κάποια όχι».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News