1380
| REUTERS/ Shutterstock

Γιατί οι ενδιάμεσες εκλογές είναι οι πιο κρίσιμες στην αμερικανική Ιστορία

Protagon Team Protagon Team 7 Νοεμβρίου 2022, 20:24

Γιατί οι ενδιάμεσες εκλογές είναι οι πιο κρίσιμες στην αμερικανική Ιστορία

Protagon Team Protagon Team 7 Νοεμβρίου 2022, 20:24

Τουλάχιστον σαράντα εκατομμύρια Αμερικανοί έχουν ήδη ψηφίσει ενώ την Τρίτη 8 Νοεμβρίου ολοκληρώνονται οι αποκαλούμενες ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ. Ανέκαθεν ήταν ιδιαίτερα σημαντικές αυτές οι εκλογές για τη Βουλή των Αντιπροσώπων και μέρος της Γερουσίας, γιατί συχνά καταλήγουν να στερούν από τον εκάστοτε ένοικο του Λευκού Οίκου τη δυνατότητα να κυβερνά το δυνατόν πιο αποτελεσματικά.

Σε ανάλυσή του ο Τζιανλούκα Μερκούρι της Corriere della Sera υπενθυμίζει πως τις τελευταίες δεκαετίες μετά τις ενδιάμεσες εκλογές σχηματίστηκαν κινήματα που άλλαξαν την πολιτική (και την κυρίαρχη κουλτούρα) στις ΗΠΑ.

Συνέβη το 1994 με το ρεπουμπλικανικό Contract for America του Νιουτ Γκίνγκριτς. Μετά την επικράτηση των Ρεπουμπλικάνων στις ενδιάμεσες εκλογές εκείνης της χρονιάς, o Γκρίνγκριτς, μπορεί να μην κατάφερε να στερήσει από τον Μπιλ Κλίντον την επανεκλογή του τo 1996, αλλά σίγουρα δυσκόλεψε σημαντικά το έργο του, διεξάγοντας μια σφοδρή ιδεολογική και προσωπική μάχη κατά του Δημοκρατικού προέδρου ως πρόεδρος της αμερικανικής Βουλής.

Συνέβη επίσης το 2006 με το Δημοκρατικό Κύμα του οποίου ηγείτο η Νάνσι Πελόζι: η επικράτηση των Δημοκρατικών (και στη Βουλή και στη Γερουσία), σε συνδυασμό με τη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης για τον πόλεμο στο Ιράκ, σφράγισε το άδοξο τέλος της δεύτερης θητείας του Τζορτζ Μπους του νεότερου. Και συνέβη ξανά με τον Μπαράκ Ομπάμα το 2010, όταν το Tea Party συνέβαλε στο να σχηματιστεί ένα Ρεπουμπλικανικό κύμα αυτήν τη φορά, το οποίο δεν οδήγησε τον αφροαμερικανό Δημοκρατικό πρόεδρο εκτός του Λευκού Οίκου στις προεδρικές εκλογές του 2012, αλλά άνοιξε τον δρόμο για την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, έπειτα από μία τετραετία.  

Ωστόσο η τωρινή εκλογική αναμέτρηση για την ανανέωση ολόκληρης της Βουλής των Αντιπροσώπων και του 1/3 της Γερουσίας καθώς και για την εκλογή 36 κυβερνητών, ενδέχεται να είναι η πιο κρίσιμη από όλες τις προηγούμενες ενδιάμεσες εκλογές στην αμερικανική Ιστορία. Ο ισχυρισμός μπορεί να ακούγεται υπερβολικός, αλλά δυστυχώς δεν είναι, λαμβάνοντας υπόψη πως μόλις πέντε 24ωρα πριν από τις εκλογές ο ίδιος ο Τζο Μπάιντεν προειδοποίησε για τον «κίνδυνο χάους στην Αμερική».

Οπαδός του ρεπουμπλικανού υποψηφίου Μεχμέτ Οζ σε προεκλογική εκδήλωση στην Πενσιλβάνια (REUTERS/Mike Segar)

Κυρίως επειδή, όπως εξηγεί σε ανάλυσή του ο Εντουαρντ Λους των Financial Times, «περίπου οι μισοί Ρεπουμπλικάνοι που διεκδικούν ομοσπονδιακά ή πολιτειακά αξιώματα πιστεύουν ότι η προεδρία κλάπηκε από τον Ντόναλντ Τραμπ το 2020. Αυτό σημαίνει ότι το ίδιο το σύστημα της Αμερικής τίθεται υπό ψήφιση την Τρίτη». Για αυτό οι τωρινές εκλογές είναι τόσο σημαντικές.

Η ανάλυση του Λους παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί ανατρέπει τα δεδομένα: δεν τον ανησυχεί τόσο η πιθανή επικράτηση των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο αλλά οι κίνδυνοι που ενδέχεται να απειλήσουν την αμερικανική δημοκρατία σε πολιτειακό επίπεδο. Οντας νικητές της εκλογικής αναμέτρησης, οι Ρεπουμπλικάνοι στην Ουάσιγκτον θα μπορούσαν να αποπειραθούν ακόμη και να κινηθούν συνταγματικά κατά του Μπάιντεν με στόχο την καθαίρεσή του (impeachment) με τους Δημοκρατικούς να αντιδρούν, φυσικά, προασπιζόμενοι τον πρόεδρό τους. Αλλά ο αντίκτυπος μιας τέτοιας κίνησης στον πραγματικό κόσμο θα ήταν περιορισμένος, μάλιστα θα μπορούσε να ωφελήσει εν τέλει τον Τζο Μπάιντεν εάν αποφασίσει να διεκδικήσει την επανεκλογή του σε μία διετία. «Οσο πιο τρελό επιλέξει να είναι το Κογκρέσο, τόσο περισσότερο θα μπορούσε ο Μπάιντεν να μετατρέψει σε αρετή την προοδευτική ωρίμανσή του», εξηγεί ο Λους, σημειώνοντας πως οι Ρεπουμπλικάνοι θα μπορούσαν να προκαλέσουν σοβαρή ζημιά, μόνον εάν επιλέξουν, όπως απειλούν, να μην συναινέσουν στην αύξηση του ορίου για το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ.

Σύμφωνα με τον Λους, όμως, «αυτό που θα συμβεί στις πολιτείες θα μπορούσε, αντιθέτως, να αλλάξει τον ρου της αμερικανικής ιστορίας». Ο αρθρογράφος των Financial Times αναφέρεται ειδικά σε τέσσερις αμφίρροπες πολιτείες, στην Πενσιλβάνια, στην Αριζόνα, στο Ουισκόνσιν και στο Μίσιγκαν, στις οποίες οι υποψήφιοι κυβερνήτες των Ρεπουμπλικάνων υποστηρίζουν πως ο Τζο Μπάιντεν έκλεψε την προεδρία από τον Ντόναλντ Τραμπ.

Το 2020 τρεις από τις τέσσερις αυτές πολιτείες είχαν Δημοκρατικούς κυβερνήτες ενώ στην Αριζόνα κυβερνήτης ήταν ένας Ρεπουμπλικάνος, ο Νταγκ Ντούσι, ο οποίος, ωστόσο, κατέληξε να αντιμετωπίζεται ως προδότης από σημαντικό ποσοστό Ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων, επειδή αρνήθηκε να αμφισβητήσει τη νίκη του Τζο Μπάιντεν πριν από μία διετία. Αντιθέτως οι Ρεπουμπλικάνοι που διεκδικούν σήμερα τη θέση του κυβερνήτη σε αυτές τις τέσσερις πολιτείες, έχουν δεσμευτεί πως θα το κάνουν, εάν χρειαστεί, στο πλαίσιο των προεδρικών εκλογών του 2024.

Μπαράκ Ομπάμα και Τζο Μπάιντεν στην εκδήλωση των Δημοκρατικών στην Πενσιλβάνια (REUTERS/Kevin Lamarque)

Οι πιο φανατικοί από τους υποστηρικτές του Ντόναλντ Τραμπ και της θεωρίας περί κλοπής της προεδρίας από τον Μπάιντεν, είναι επίσης θιασώτες της «θεωρίας του ανεξάρτητου πολιτειακού νομοθετικού σώματος», σύμφωνα με την οποία το αμερικανικό Σύνταγμα παρέχει στα πολιτειακά κοινοβούλια την εξουσία να ρυθμίζουν τις ομοσπονδιακές εκλογές, περιλαμβανομένης και της εκλογικής αναμέτρησης για την αμερικανική προεδρία. Πρόκειται για μία θεωρία η οποία δεν έχει καμία συνταγματική βάση, αλλά τείνει να καταστεί κυρίαρχη στους συντηρητικούς κύκλους.

Σύμφωνα με τον Εντουαρντ Λους αυτός είναι ο πραγματικός κίνδυνος για την αμερικανική δημοκρατία, περισσότερο από την έξαρση της βίας με πολιτικά κίνητρα. Το ότι η επίθεση με θύμα τον 82χρονο σύζυγο της Νάνσι Πελόζι δεν καταδικάστηκε ούτε από τον Ντόναλντ Τραμπ ούτε από άλλες ηγετικές προσωπικότητες των Ρεπουμπλικάνων είναι αναμφίβολα ανησυχητικό «αλλά ο κίνδυνος για τη φιλελεύθερη δημοκρατία των ΗΠΑ προέρχεται περισσότερο από την κορυφή παρά από τη βάση. Προέρχεται από τα πολιτειακά κοινοβούλια και τα δικαστήρια, όχι από την ανάπτυξη πολιτοφυλακών», εξηγεί ο Λους.

Αυτό που καθιστά ακόμη πιο ανησυχητικό αυτόν τον κίνδυνο «εκ των άνω» είναι αδιαφορία που παρατηρείται στη βάση: μια υγιής δημοκρατία εξακολουθεί να είναι ελκυστική στις ΗΠΑ άλλα για την πλειονότητα του κόσμου έχει πάψει να έχει καθοριστική σημασία, παρατηρεί ο βρετανός δημοσιογράφος που ζει και εργάζεται χρόνια στις ΗΠΑ.  «Η προστασία της αμερικανικής δημοκρατίας από τον ίδιο της τον εαυτό είναι ένα μέλημα κυρίως των ελίτ. Οι τιμές της βενζίνης και η φυσική ασφάλεια κατατάσσονται πολύ υψηλότερα στις προτεραιότητες των ψηφοφόρων», καταλήγει. Ωστόσο εκατομμύρια συντηρητικοί ψηφοφόροι πιστεύουν όντως τις διάφορες θεωρίες συνωμοσίας περί εκτεταμένης εκλογικής νοθείας στις ΗΠΑ ενώ πολλοί υποψήφιοι τους ισχυρίζονται ότι υπερασπίζονται την «εκλογική ακεραιότητα», υποστηρίζοντας πως «εάν ηττηθούμε, σημαίνει πως εξαπατηθήκαμε».

Σε αντίθεση, όμως, με τον Εντουαρντ Λους, η συντακτική ομάδα των New York Times θεωρεί πως ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει η αμερικανική δημοκρατία είναι ακριβώς η έξαρση της πολιτικής βίας. «Η αποδοχή της συνωμοτικής και βίαιης ιδεολογίας και ρητορικής από πολλούς Ρεπουμπλικάνους πολιτικούς κατά τη διάρκεια και μετά την προεδρία Τραμπ, ο αντικυβερνητικός θυμός που σχετίζεται με την πανδημία, η παραπληροφόρηση, η πολιτιστική πόλωση, η πανταχού παρουσία των όπλων και η ριζοσπαστικοποιημένη κουλτούρα του Διαδικτύου οδήγησαν στην παρούσα φάση και καμία από αυτές τις τάσεις δεν υποχωρεί. Ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν ο πρώτος αμερικανός πρόεδρος που ξεσήκωσε ένοπλο όχλο που εισέβαλε στο Καπιτώλιο και απείλησε τους νομοθέτες. Oλοι μαζί, αυτοί οι παράγοντες σχηματίζουν μια κοινωνική δομή που επιτρέπει το είδος της ενδημικής πολιτικής βίας που μπορεί να καταστρέψει μια δημοκρατία. Η δική μας δεν θα ήταν η πρώτη», επισημαίνεται στο άρθρο της νεοϋορκέζικης εφημερίδας. Και το πρόβλημα είναι ότι «πολλοί – πάρα πολλοί – Αμερικανοί θεωρούν τώρα την πολιτική βία όχι μόνο αποδεκτή αλλά ίσως απαραίτητη», κυρίως μεταξύ των οπαδών του Ντόναλντ Τραμπ.

Ωστόσο «το έθνος δεν είναι ανίσχυρο να σταματήσει μια διολίσθηση προς το θανάσιμο χάος. Εάν οι θεσμοί και τα άτομα κάνουν περισσότερα για να την καταστήσουν απαράδεκτη στην αμερικανική δημόσια ζωή, η οργανωμένη βία στην υπηρεσία πολιτικών στόχων θα μπορούσε ακόμα να ωθηθεί στο περιθώριο. Οταν μια παράταξη ενός από τα δύο κύρια πολιτικά κόμματα της χώρας ασπάζεται τον εξτρεμισμό, αυτό καθιστά την αποτροπή του και πιο δύσκολη και πιο αναγκαία. Το απαιτεί μια δημοκρατία που λειτουργεί καλά», θεωρούν οι αρχισυντάκτες των New York Times, σημειώνοντας πως «τα νομικά εργαλεία για να γίνει αυτό είναι ήδη διαθέσιμα και σε πολλές περιπτώσεις είναι γραμμένα στα πολιτειακά συντάγματα, σε νόμους που απαγορεύουν την ιδιωτική παραστρατιωτική δραστηριότητα  […] Δεν υπάρχει ομοσπονδιακός νόμος κατά των παραστρατιωτικών οργανώσεων, αν και το Κογκρέσο θα πρέπει να εξετάσει τη θέσπιση ενός. Οι πολιτείες, ωστόσο, διαθέτουν νομικά εργαλεία για να αντιμετωπίσουν αυτές τις εξτρεμιστικές ομάδες, αν και σπάνια δείχνουν πρόθυμες να τα χρησιμοποιήσουν. Οταν το κάνουν, αυτοί οι νόμοι είναι αποτελεσματικοί», επισημαίνουν οι New York Times.

Το ζήτημα είναι να αναλάβουν δράση οι πολιτειακές κυβερνήσεις, το οποίο σε μεγάλο βαθμό θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών. Και για αυτόν τον λόγο οπότε, είναι εξαιρετικά σημαντικές – οι πιο κρίσιμες στην αμερικανική Ιστορία.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...