Ενα ακόμη βήμα στον αγώνα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα εκεί όπου ανήκουν. Χωρίς αμφιβολία σημαντικό. Για πρώτη φορά, ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου Τζορτζ Οσμπορν δήλωσε ότι «είναι δυνατή μια συμφωνία» με την Ελλάδα.
‘I think there’s a deal to be done.’
Chairman of the British Museum George Osborne suggests that the Elgin Marbles could be returned to Greece ‘at least for a while’.@AndrewMarr9 | @George_Osborne pic.twitter.com/ZLqMwyA8vM
— LBC (@LBC) June 14, 2022
Βλέποντας το βίντεο της συνέντευξης που έδωσε ο Οσμπορν την περασμένη Τρίτη, θα διαπιστώσει κανείς την άνεση με την οποία χειρίζεται αυτή τη δημόσια τοποθέτηση για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα. Και θα διαβάσει επίσης με σχετική ευκολία τη θέση της βρετανικής πλευράς στις διαπραγματεύσεις που θα γίνουν στην Unesco (η ημερομηνία είναι ακόμη άγνωστη) για το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα.
O Οσμπορν διαθέτει μεγάλη εμπειρία στην πολιτική. Διετέλεσε υπουργός Οικονομικών από το 2010 ως το 2016 στην κυβέρνηση του Ντέιβιντ Κάμερον, πολλοί περίμεναν το 2016 ότι θα ήταν ο επόμενος πρωθυπουργός της Βρετανίας, ενώ πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι δεν έχει εγκαταλείψει αυτή τη φιλοδοξία.
Η τοποθέτησή του είναι ξεκάθαρα πολιτική, αντανακλά την πίεση που έφερε η αλυσίδα των εξελίξεων που προκάλεσαν κινήσεις από την ελληνική πλευρά. Πριν δούμε προσεκτικά τις διαστάσεις όσων είπε, ας δούμε συνοπτικά πώς ενισχύθηκε τον τελευταίο χρόνο το επιχείρημα της Ελλάδας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα:
–Η Unesco υιοθέτησε με τον πλέον επίσημο τρόπο τον Σεπτέμβριο του 2021 τη θέση της Ελλάδας ότι το θέμα είναι διακυβερνητικό, ότι δηλαδή «η υποχρέωση επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα εναπόκειται αποκλειστικά στην κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου» και όχι στο Βρετανικό Μουσείο στο οποίο παρέπεμπαν παγίως οι βρετανικές κυβερνήσεις. Τον Νοέμβριο του 2021 ο Πρωθυπουργός, με ομιλία του κατά τον εορτασμό για την 75η επέτειο από την ίδρυση της Unesco στο Παρίσι, επανέλαβε επίσημα το αίτημα της Ελλάδας.
–Η πίεση από τον Τύπο. Το ίδιο έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και στη συνάντησή του με τον βρετανό Πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον στην Ντάουνινγκ Στριτ. Παράλληλα, με ομιλίες στο Λονδίνο και σειρά άρθρων και συνεντεύξεών του σε βρετανικά μέσα ενημέρωσης, απευθύνθηκε στη βρετανική κοινή γνώμη. Μετά την επίσκεψη στο Λονδίνο που έγινε τον Νοέμβριο του 2021, οι Times του Λονδίνου ανακοίνωσαν στο κύριο άρθρο τους ότι αλλάζουν τη γραμμή που τήρησαν επί 50 χρόνια και τόνισαν ότι «τα Γλυπτά ανήκουν στην Αθήνα και τώρα πρέπει να επιστραφούν». Παραλλήλως, εφημερίδες όπως ο Guardian -που πάντα στήριζε το αίτημα- αλλά και η Telegraph δημοσίευσαν σειρά φιλικών άρθρων για το ελληνικό αίτημα.
–Οι δημοσκοπήσεις. Με βάση τις δημοσκοπήσεις που διενεργεί για το θέμα το YouGov,το 2014 το ποσοστό των Βρετανών υπέρ της επιστροφής ήταν 37%. Το 2018, πάλι σε δημοσκόπηση του YouGov, στο ερώτημα σε ποιον ανήκουν τα Γλυπτά, το 56% απάντησε στην Ελλάδα και μόλις το 20% στη Βρετανία. Και τον Νοέμβριο 2022, μετά τη νέα ανακίνηση του θέματος, το εν λόγω ποσοστό στο ίδιο ερώτημα από το YouGov αυξήθηκε άλλες τρεις μονάδες φτάνοντας το 59%.
–Η απόδειξη ότι γίνεται. Μπαίνοντας στο 2022, μετά από διαπραγματεύσεις που ανέλαβε η Λίνα Μενδώνη επέστρεψε τον Ιανουάριο στην Ελλάδα, με τη μορφή δανεισμού από την Ιταλία, το επονομαζόμενο «θραύσμα Fagan» και τοποθετήθηκε στην ανατολική ζωφόρο του Παρθενώνα στο Μουσείο της Ακρόπολης. Λίγους μήνες μετά, τον Μάιο του 2022, η νομική υπηρεσία του ιταλικού κράτους και η κυβέρνηση της Περιφέρειας της Σικελίας έδωσαν τη συγκατάθεσή τους για την οριστική παραμονή του θραύσματος στην Αθήνα (όχι πια ως δάνειο).
–Η πρόσκληση σε διαπραγματεύσεις. Στις 18 Μαΐου, η Unesco ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα και η Βρετανία συμφώνησαν σε επίσημες συνομιλίες για την πιθανότητα επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, μεταξύ της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη και του ομολόγου της του Ηνωμένου Βασιλείου, Στίβεν Πάρκινσον. Η αρχική πρόταση ήλθε από την πλευρά των Βρετανών.
Τι είπε και τι εννοούσε ο Οσμπορν…
Στη συνέντευξη που παραχώρησε λοιπόν την Τετάρτη ο Πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου στο ραδιοσταθμό LBC και τον γνωστό δημοσιογράφο Άντριου Μαρ, ρωτήθηκε ποια είναι άποψή του για το «πολύ μεγάλο δίλημμα του Βρετανικού Μουσείου ως προς τα Ελγίνεια Μάρμαρα», όπως αποκαλούν οι Βρετανοί τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Απαντώντας ο Οσμπορν ανέφερε ότι τα Γλυπτά στο Βρετανικό Μουσείο «αφηγούνται μια ιστορία για τον πολιτισμό πλάι σε όλους τους άλλους πολιτισμούς, την Κίνα, την Ινδία και άλλα μέρη της Μεσογείου». Ενώ, όπως είπε, «στην Ελλάδα αφηγούνται μόνο την ιστορία του ελληνικού πολιτισμού».
Στο πλαίσιο αυτό, πρόσθεσε ότι πιστεύει «πως είναι δυνατή μια συμφωνία ώστε να αφηγηθούμε και τις δύο ιστορίες τόσο στην Αθήνα όσο και στο Λονδίνο, αν προσεγγίσουμε αυτή την κατάσταση χωρίς ένα βουνό από προϋποθέσεις, ούτε υπερβολικά πολλές κόκκινες γραμμές». Ανέφερε επίσης ότι «αν η μία από τις δύο πλευρές λέει ότι δεν κάνει καμία παραχώρηση τότε δεν θα υπάρξει συμφωνία».
Στο νέο ερώτημα του Μαρ, αν εννοεί ότι τα Γλυπτά θα μπορούσαν «να μεταφερθούν στην Ελλάδα έστω και για ένα διάστημα και μετά να επιστρέψουν πίσω στο Λονδίνο», ο Όσμπορν απάντησε καταφατικά: «Μια τέτοια διευθέτηση». Και υποστήριξε ότι μέσα από διάλογο «μεταξύ λογικών ανθρώπων μπορούμε να καταλήξουμε κάπου ώστε να μπορεί κανείς να τα βλέπει, σε όλο το μεγαλείο τους στην Αθήνα, και να τα βλέπει και ανάμεσα στο μεγαλείο άλλων πολιτισμών στο Λονδίνο».
Στη συνέχεια το Βρετανικό Μουσείο, επανέλαβε την πάγια θέση του, κοντολογίς ότι συζητάει μόνο το δανεισμό, στο ερώτημα που του απηύθυνε ο ανταποκριτής των ΝΕΩΝ στο Λονδίνο, Γιάννης Ανδριτσόπουλος.
Το κρίσιμο σημείο πριν την Unesco…
Ο Πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου είπε λοιπόν για πρώτη φορά ότι το συζητάει αλλά συνόδευσε τη διαλλακτικότητα με ένα αμφιλεγόμενο επιχείρημα και μια κρυμμένη -δύσκολη για εμάς- αξίωση.
Το επιχείρημα που δεν δέχονται ούτε η Αθήνα ούτε πολλοί αρχαιολόγοι και ιστορικοί (ακόμη και διευθυντές εφημερίδων στη Βρετανία), είναι ότι το Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο είναι ένα εξαιρετικά κατάλληλο σημείο για να εκτίθενται τα Γλυπτά, εξίσου κατάλληλο όπως υπονοεί ο Οσμπορν με το Μουσείο της Ακρόπολής, καθώς, όπως λέει, στο Βρετανικό Μουσείο υπάρχουν θησαυροί και από άλλους πολιτισμούς.
Πέραν του αποικιοκρατικού αέρα που εντοπίζει μοιραία κανείς σε αυτή τη διατύπωση, το ζήτημα αυτό έχει λήξει μετά από την οικοδόμηση του νέου Μουσείου της Ακρόπολης. Η Ελλάδα έχει κερδίσει αυτό το επιχείρημα όπως παραδέχεται η συντριπτική πλειοψηφία των ιστορικών, των αρχαιολόγων και των μουσειολόγων διεθνώς, με μοναδική ίσως εξαίρεση όσους εκπροσωπούν το Βρετανικό Μουσείο.
Η αξίωση που δεν διατυπώνει ανοιχτά, αλλά σαφώς υπονοεί, ο Πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, είναι ότι η Ελλάδα θα πρέπει να αναγνωρίσει την ιδιοκτησία των Γλυπτών που εκλάπησαν από τον Ελγιν και βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο ώστε να μπορεί να προχωρήσει ο δανεισμός. Το ζήτημα αυτό αποτελεί «κόκκινη γραμμή» για την ελληνική πλευρά, παρά το γεγονός ότι το στοίχημα του αρχικού δανεισμού που μετατράπηκε στη συνέχεια σε οριστική επιστροφή κερδήθηκε από τη Λίνα Μενδώνη για το θραύσμα Fagan, που θα μείνει για πάντα στην Αθήνα.
Οπως σημειώνουν την Πέμπτη οι Times του Λονδίνου, σε δημοσίευμα με τίτλο «Ο Όσμπορν αναζητεί συμφωνία για τα Ελγίνεια», το Βρετανικό Μουσείο δεν μπορεί να παραιτηθεί από την ιδιοκτησία των Γλυπτών καθώς οι διατάξεις ενός νόμου του 1963 του απαγορεύουν να παραχωρήσει κομμάτια από τη συλλογή του.
Η ελληνική πλευρά γνωρίζει το ζήτημα και γι’ αυτό το λόγο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σε άρθρο του στην ταμπλόιντ εφημερίδα Mail on Sunday, την κυριακάτικη έκδοση της Daily Mail, απευθύνθηκε στο ευρύτερο βρετανικό ακροατήριο και ζήτησε από τον Μπόρις Τζόνσον ευθέως να «επιδιώξει την τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας για να επιτρέψει την επιστροφή των Γλυπτών».
Ακριβώς στο σημείο αυτό αναμένεται ότι θα επικεντρωθεί και η σκληρή διαπραγμάτευση Ελλάδας-Βρετανίας στην Unesco. Και μένει να δούμε αν οι δύο πλευρές θα μπορέσουν να καταλήξουν σε μια συμβιβαστική φόρμουλα.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η τοποθέτηση του Οσμπορν δεν μπορεί να αποτελέσει την αφορμή για πανηγυρισμούς αλλά σίγουρα, με δεδομένη τη διαπίστωση ότι η πίεση αρχίζει να αποδίδει, αποτελεί το έναυσμα για την ένταση της προσπάθειας ενόψει των διαπραγματεύσεων στην Unesco.
Διότι η υπόθεση της επιστροφής των Γλυπτών είναι ένα σημαντικό διακυβερνητικό ζήτημα, αποτελεί τη μεγαλύτερη διαφορά που υπάρχει στις κατά τα άλλα άριστες σχέσεις της Ελλάδας με το Ηνωμένο Βασίλειο και, όπως σε κάθε τέτοιο ζήτημα, η πρόοδος χτίζεται βήμα-βήμα και όχι με μπαλωθιές και μεγάλα λόγια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News