Το ότι αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να ενώσει τις δυνάμεις της για την αντιμετώπιση του κορονοϊού και της πανδημίας, η ανθρωπότητα το έδειξε από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες αυτής της ανείπωτης παγκόσμιας κρίσης της δημόσιας υγείας.
Στα μέσα του περασμένου Μαρτίου ο Ντόναλντ Τραμπ έσπευσε να επιρρίψει την ευθύνη στη Χώρα του Δράκου, κάνοντας λόγο για «κινεζικό ιό». Σήμερα, έπειτα από σχεδόν έξι μήνες, αυτή η αδυναμία (ή απροθυμία) των πιο ισχυρών κρατών του κόσμου να συνεργαστούν στη μάχη κατά του ιού αναδεικνύεται με τρόπο άκρως ανησυχητικό στην κούρσα για την ανάπτυξη και τη διανομή ενός ή και περισσότερων εμβολίων κατά της Covid-19.
«Ο εθνικισμός του εμβολίου (vaccine nationalism) και οι κατακερματισμένες δυνάμεις του πέτυχαν ακόμη μια νίκη κατά τη διάρκεια της εβδομάδας», αναφέρει σε κείμενο του ο Ανταμ Τέιλορ της Washington Post, σχολιάζοντας την απόφαση του αμερικανού προέδρου για μη συμμετοχή των ΗΠΑ στο πρόγραμμα COVAX (Covid-19 Vaccines Global Access Facility), μια διεθνή πρωτοβουλία που διεξάγεται με τη στήριξη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και στόχο την ταχύτερη παρασκευή εμβολίων κατά του κορονοϊού και την ισότιμη διανομή τους ανά τον κόσμο.
Περισσότερα από 170 κράτη διαπραγματεύονται τη συμμετοχή τους στο COVAX, υπέρ του οποίου έχουν ήδη ταχθεί η Ιαπωνία, η Γερμανία και η ΕΕ στο σύνολό της διά στόματος της προέδρου της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Αντιθέτως, η κυβέρνηση Τραμπ εστιάζει όλη την προσοχή της στην επιχείρηση «Warp Speed»: δαπανώντας πολλά δισεκατομμύρια δολάρια και συνενώνοντας τις δυνάμεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, του ιδιωτικού τομέα, του στρατού και της επιστημονικής κοινότητας, ο αμερικανός πρόεδρος ευελπιστεί ότι μέσα στο φθινόπωρο θα έχει παρασκευαστεί το πρώτο αμερικανικό εμβόλιο κατά του κορονοïού.
Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου δεν άφησε καμία αμφιβολία όσον αφορά τις προθέσεις της αμερικανικής κυβέρνησης, δηλώνοντας πως οι ΗΠΑ «δεν πρόκειται να περιοριστούν από πολυμερείς οργανισμούς που ποδηγετούνται από τον διεφθαρμένο Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και την Κίνα».
Αλλά οι Αμερικανοί δεν είναι οι μοναδικοί που απορρίπτουν τη διεθνή συνεργασία. Στο COVAX δεν πρόκειται να συμμετάσχουν ούτε οι Ρώσοι. Κρατώντας στα χέρια τους το «Sputnik V», «το πρώτο εγκεκριμένο εμβόλιο κατά της Covid-19» σύμφωνα με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, ακολουθούν επίσης μοναχική πορεία, ενώ προετοιμάζονται για τον εμβολιασμό, στο πλαίσιο των κλινικών δοκιμών ευρείας κλίμακας, των γιατρών και των νοσηλευτών και των δασκάλων της Ρωσίας.
Οσον αφορά τη στάση της Κίνας, η εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών δήλωσε ότι το Πεκίνο στηρίζει καταρχάς τους στόχους της COVAX και προτίθεται να συνεργαστεί. Η κινεζική ηγεσία, ωστόσο, αποφεύγει προς το παρόν να προβεί σε συγκεκριμένες δεσμεύσεις.
Γιατί, όμως, επικρατεί ο εθνικισμός του εμβολίου; Πώς εξηγείται η απροκάλυπτη ιδιοτέλεια μερικών εκ των πιο ισχυρών κρατών στον πλανήτη ενώπιον μιας κρίσης που αφορά ολόκληρη την ανθρωπότητα στο σύνολό της;
Κατ’ αρχάς πρέπει να σημειωθεί ότι οι συλλογικές, διεθνείς προσπάθειες για την αντιμετώπιση των όποιων κρίσεων είναι συνήθως χρονοβόρες. Πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι το γεγονός πως ενώπιον ενός φονικού ιού που έχει σκοτώσει ήδη περισσότερους από 863.000 ανθρώπους ανά την υφήλιο και έχει προσβάλει περισσότερους από 26 εκατομμύρια, η κάθε κυβέρνηση θα ήθελε να αποκτήσει πρώτη και το ταχύτερο δυνατόν ένα εμβόλιο –είτε παρασκευάζοντάς το είτε αγοράζοντάς το σε τεράστιες ποσότητες– ούτως ώστε να θωρακίσει τους πολίτες της άμεσα και απρόσκοπτα.
Οπότε, όσες κυβερνήσεις έχουν τη δυνατότητα κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση. «Για κάποια εύπορα κράτη, τα οφέλη υπερτερούν των κινδύνων και των όποιων ηθικών διλημμάτων», αναφέρει χαρακτηριστικά ο αμερικανός δημοσιογράφος.
Επίσης, όποια χώρα παρασκευάσει πρώτη ένα εμβόλιο κατά του κορονοϊού, μετά τον εμβολιασμό των πολιτών της, θα σπεύσει να το μοιράσει ανά την υφήλιο, με σκοπό να επιστρέψει με τον πλέον δυναμικό τρόπο στη διεθνή σκηνή ως ο σωτήρας της ανθρωπότητας. Αυτό ισχύει σίγουρα για την Κίνα, κοιτίδα της πανδημίας, αλλά και για τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, χώρες οι ηγέτες των οποίων δεν είναι ιδιαίτερα αρεστοί μεταξύ των υπόλοιπων παγκόσμιων ηγετών.
Υπάρχουν φυσικά και κάποιοι που υποστηρίζουν ότι η αντιπαλότητα στο πλαίσιο των προσπαθειών για την παρασκευή εμβολίων κατά του κορονοϊού είναι όχι μόνον υγιής, αλλά και επιθυμητή. «Ο ανταγωνισμός μεταξύ των εθνών έχει ευνοήσει πολλές φορές την καινοτομία. Αυτό αληθεύει σίγουρα για την κούρσα του Διαστήματος κατά τον Ψυχρό Πόλεμο», υποστήριξε σε κείμενο του στο Spectator ο βρετανός αρθρογράφος Μάθιου Λιν προασπιζόμενος τον εθνικισμό του εμβολίου.
Υποστηρίζοντας μια διαμετρικά αντίθετη άποψη, ο Ανταμ Τέιλορ της Washington Post αναφέρει χαρακτηριστικά στο κείμενό του πως «μπορεί η κούρσα για την κατάκτηση του Διαστήματος να οδήγησε σε “ένα μεγάλο άλμα για την ανθρωπότητα” στη Σελήνη, αλλά ελάχιστοι ξεχνούν πως ο αστροναύτης που το πραγματοποίησε ήταν Αμερικάνος. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι οι φτωχότερες χώρες θα μείνουν πίσω και στην κούρσα των εμβολίων».
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Wall Street Journal μόνον οι ΗΠΑ, η ΕΕ, η Βρετανία και η Ιαπωνία έχουν ήδη καταλήξει σε συμφωνίες με μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες της Δύσης για την εξαγορά σχεδόν τεσσάρων δισεκατομμυρίων δόσεων διάφορων εμβολίων κατά του κορονοϊού που βρίσκονται στο στάδιο των κλινικών δοκιμών. Αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια δράσης στα φτωχότερα κράτη, παρά την ταχύτατη εξάπλωση του ιού στις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News