Εάν η Ευρωπαϊκή Ενωση επιθυμεί να είναι σε θέση να υπερασπίζεται τον εαυτό της, θα πρέπει να σχεδιάσει μια αμυντική πολιτική που θα είναι δημοκρατική και υπεύθυνη, δημιουργώντας επίσης ελκυστικούς στρατούς στους οποίους οι ευρωπαίοι πολίτες θα θέλουν να υπηρετούν. Αυτό υποστηρίζει σε άρθρο του στον Guardian o Κας Μάντι, καθηγητής Διεθνών Υποθέσεων στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια και συγγραφέας του βιβλίου «Η Ακροδεξιά Σήμερα».
Βάση της επιχειρηματολογίας του αποτελεί, φυσικά, ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει σχεδόν εξασφαλίσει (και επίσημα) το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικανών και εντείνει τις επιθέσεις του κατά του ΝΑΤΟ. Σε αυτό το πλαίσιο, «οι ευρωπαίοι πολιτικοί αρχίζουν επιτέλους να μοιράζονται ανοιχτά την ανησυχία τους για το μέλλον της ευρωπαϊκής ασφάλειας γενικά – και του ΝΑΤΟ ειδικότερα» γράφει ο αμερικανός διεθνολόγος.
Επικαλούμενος τον Ιβο Ντάαλντερ, πρώην πρεσβευτή των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, σημειώνει πως μια δεύτερη θητεία Τραμπ δεν θα επέφερε απαραίτητα το τέλος της συμμαχίας, αλλά θα την άλλαζε θεμελιωδώς, με τους Ευρωπαίους να καλούνται ξαφνικά να προασπίζονται μόνοι τους, με τις όποιες δικές τους δυνάμεις, τα κράτη τους.
Κατά την πρώτη του θητεία, ο νυν (και πιθανώς μελλοντικός) πρόεδρος των ΗΠΑ κατέστησε σαφές ότι οι επιθέσεις του κατά του ΝΑΤΟ δεν ήταν απλώς στάχτη στα μάτια της ολοένα πιο απομονωτικής βάσης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Ως πρόεδρος συγκλόνισε ακόμη και τους πιο φιλοαμερικανούς ηγέτες στην Ευρώπη, αρνούμενος να επιβεβαιώσει το άρθρο 5 του ΝΑΤΟ, δηλώνοντας δηλαδή εμμέσως ότι οι ΗΠΑ δεν θα συνέδραμαν άλλη χώρα-μέλος της συμμαχίας εάν δεχόταν επίθεση.
Αυτό είχε αναγκάσει τότε την Ανγκελα Μέρκελ, μια ένθερμη οπαδό του ατλαντισμού, να δηλώσει ανοιχτά ότι η ΕΕ θα έπρεπε να καταστεί ικανή να προασπίζεται μόνη της τα κράτη της και κατ’ επέκταση την ίδια την υπόστασή της. Ωστόσο, έπειτα από μια επταετία και μια (δεύτερη) ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, απέχει πολύ από αυτόν τον στόχο.
Μπορεί οι αμυντικοί προϋπολογισμοί ορισμένων κρατών-μελών της ΕΕ να αυξήθηκαν σημαντικά και οι στρατιωτικές ανησυχίες να απασχολούν τους πολιτικούς, αλλά ορισμένα από τα κύρια ερωτήματα σχετικά με την ευρωπαϊκή ασφάλεια παραμένουν αναπάντητα.
«Πρέπει να δημιουργηθεί μια ευρωπαϊκή στρατιωτική συμμαχία; Και, εάν ναι, θα πρέπει να είναι μέρος του ΝΑΤΟ; Εάν ναι, ποιος θα πρέπει να είναι ο ρόλος των ΗΠΑ και ποιες οι νέες ευθύνες της Αμερικής προς την Ευρώπη; Εάν όχι, ποια θα ήταν η σχέση της με τη Βρετανία, μια από τις λίγες ευρωπαϊκές χώρες με σημαντικό μόνιμο στρατό και πυρηνικές δυνατότητες;» συνοψίζει ο Κας Μάντι.
Ανεξάρτητα από την όποια συγκεκριμένη μορφή της και τη σχέση της με το ΝΑΤΟ (καθώς και με τη Βρετανία και τις ΗΠΑ), ο αμερικανός ειδικός χαρακτηρίζει ως «απολύτως κρίσιμο» η ανάπτυξη μιας νέας ευρωπαϊκής στρατιωτικής υποδομής να μην είναι έργο των ελίτ.
«Οι πολιτικοί και οι στρατιωτικοί ειδικοί αναμφίβολα συζητούν πολλά από αυτά τα βασικά ζητήματα τώρα, αλλά αυτό συμβαίνει σε πολύ μικρό βαθμό δημοσίως. Και ενώ οι ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια δικαιολογούν τη μυστικότητα σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες, είναι ζωτικής σημασίας τόσο για την ευρωπαϊκή δημοκρατία όσο και για την Αμυνα αυτές οι συζητήσεις να καταστούν μέρος του ευρύτερου πολιτικού διαλόγου» επισημαίνει στην ανάλυσή του. «Υπάρχουν τουλάχιστον δύο λόγοι για μια ευρύτερη δημόσια συμμετοχή στη διαμόρφωση ενός νέου “ευρωπαϊκού στρατού”: η λαϊκή αποδοχή και ο δημοκρατικός έλεγχος» εξηγεί.
Η οικοδόμηση ενός νέου ευρωπαϊκού στρατού απαιτεί καταρχάς τεράστια χρηματικά ποσά και «εάν υπήρχε κάτι έγκυρο στην κριτική του Τραμπ, αυτό ήταν ότι τα περισσότερα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ επαναπαύονταν σε μεγάλο βαθμό στο διεστραμμένο επίπεδο των αμερικανικών στρατιωτικών δαπανών» σημειώνει ο Κας Μάντι.
Η σύσταση μιας ευρωπαϊκής αμυντικής δύναμης που θα είναι λιγότερο εξαρτημένη από τις ΗΠΑ θα απαιτήσει σημαντικές αυξήσεις στις στρατιωτικές δαπάνες σε εθνικό, πιθανόν ακόμη και σε υπερεθνικό, επίπεδο. Και ενώ οι συνολικές αμυντικές δαπάνες είναι αυξημένες σε ολόκληρη την ΕΕ, τα περισσότερα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ παραμένουν κάτω από το «ήδη χαμηλό», σύμφωνα με τον αμερικανό επιστήμονα, όριο του 2% που συμφωνήθηκε στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ το 2014.
Δεδομένων των απειλών που αντιμετωπίζει η ΕΕ και της πιθανότητας επανεκλογής του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, αυτά τα χρήματα δεν γίνεται, εκ των πραγμάτων, να μην ξοδευτούν για την ασφάλεια, «οπότε η προτεραιότητα των αμυντικών δαπανών θα πρέπει να εξηγείται και να δικαιολογείται στους πολίτες στο πλαίσιο του πολιτικού διαλόγου».
Πέρα, όμως, από πάρα πολλά χρήματα, για να πάψει η Ευρώπη από στρατιωτική άποψη να εξαρτάται τόσο πολύ από τις ΗΠΑ, θα χρειαστεί επίσης να αυξηθεί σημαντικά το στρατιωτικό της προσωπικό, καθώς από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έχει μειωθεί σχεδόν κατά τα δύο τρίτα. Επί του παρόντος, ο μεγαλύτερος στρατός ενός κράτους-μέλους της ΕΕ (της Γαλλίας) αντιστοιχεί μόλις στο ένα έκτο του μεγέθους του στρατού των ΗΠΑ.
Στην πραγματικότητα, το στρατιωτικό προσωπικό των ΗΠΑ είναι περίπου ισοδύναμο με το στρατιωτικό προσωπικό όλων των χωρών της ΕΕ. Για να αντισταθμίσει την απουσία των ΗΠΑ, ή τουλάχιστον την περιορισμένη διαθεσιμότητά τους, η ΕΕ θα πρέπει να διπλασιάσει, αν όχι να τριπλασιάσει, τα στρατεύματά της, ακόμη και με τους Βρετανούς, με περίπου 140.000 άτομα στρατιωτικό προσωπικό, στις τάξεις μιας μελλοντικής ευρωπαϊκής αμυντικής συμμαχίας.
Για να επιτευχθεί, ωστόσο, αυτό, καταρχάς απαιτούνται επιπλέον (πολλά) χρήματα. Συγχρόνως, δε, πρέπει να καταστεί πολύ πιο ελκυστική η στρατιωτική καριέρα. «Ενώ ο στρατός είναι ένας από τους πιο αξιόπιστους δημόσιους οργανισμούς σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αυτό δεν σημαίνει ότι η στρατιωτική σταδιοδρομία θεωρείται ιδιαίτερα ελκυστική ή με κύρος. Και μέχρι στιγμής ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας έχει οδηγήσει σε πτώση, παρά σε άνοδο, των κατατάξεων στους στρατούς της ΕΕ» αναφέρει ο αμερικανός καθηγητής Διεθνών Υποθέσεων.
Σε πολλές χώρες συζητείται ήδη το ενδεχόμενο επαναφοράς της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, η οποία είχε είτε καταργηθεί είτε ανασταλεί μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. «Υπάρχουν πολλά να ειπωθούν για αυτό, τόσο από ρεαλιστική όσο και από δημοκρατική σκοπιά. Ενας μικρότερος, μόνιμος επαγγελματικός στρατός, που υποστηρίζεται από μια μεγαλύτερη, προσωρινή εφεδρική δύναμη, είναι πιο οικονομικός, επιχειρησιακά ευέλικτος και ευρέως θεμελιωμένος. Αλλά απαιτεί πολύ ευρύτερη λαϊκή υποστήριξη, ιδιαίτερα από τους νέους, που θα πρέπει να κάνουν τη στρατιωτική θητεία. Αυτό δεν θα διευκολυνθεί από το γεγονός ότι οι περισσότεροι πολιτικοί που θα καλούσαν τους νέους να προβούν σε αυτή την επένδυση δεν υπηρέτησαν οι ίδιοι στον στρατό» σημειώνει ο Κας Μάντι.
Επικαλούμενος τον Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, πρόεδρο των ΗΠΑ και θρυλικό στρατηγό με πέντε αστέρια στη στολή του, προσθέτει ότι στην περίπτωση που οι Ευρωπαίοι αποφασίσουν τελικά να δημιουργήσουν μια κοινή στρατιωτική δομή, θα πρέπει να προσέξουν να μην επαναλάβουν το λάθος των Αμερικανών, «δημιουργώντας ένα στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα που κρατάει από τον λαιμό την οικονομία και την πολιτική».
«Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω δημοκρατικού ελέγχου, ο οποίος είναι εφικτός μόνο με υψηλό επίπεδο λογοδοσίας και διαφάνειας. Δυστυχώς, οι περισσότερες χώρες κινήθηκαν ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, αυξάνοντας τον αυταρχισμό, τη μυστικότητα και την επιτήρηση» γράφει.
«Ενόψει των ευρωεκλογών του Ιουνίου, το δεξιό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα έχει στρέψει το ενδιαφέρον του στην Αμυνα, προτείνοντας τη δημιουργία μιας θέσης “επιτρόπου Αμυνας” σε επίπεδο ΕΕ και μιας ευρωπαϊκής “πυρηνικής ομπρέλας”. Αυτή είναι μια καλή αρχή, αλλά η Αριστερά δεν πρέπει να αφήσει αυτό το κρίσιμο ζήτημα στη Δεξιά. Τόσο η ανελεύθερη όσο και η νεοφιλελεύθερη Δεξιά θα ευνοήσουν ένα σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτο στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα. Εναπόκειται στην (κεντρο)Αριστερά να αναπτύξει και να υπερασπιστεί ένα σχέδιο για έναν δημοκρατικό ευρωπαϊκό στρατό, μεταξύ ειρηνισμού και μιλιταρισμού» καταλήγει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News