Η αμερικανική οικονομία και οι επιδόσεις της είναι το αντικείμενο εκτενούς αφιερώματος του Economist. Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι η αμερικανική οικονομία παίρνει κεφάλι και ανοίγει την ψαλίδα έναντι των άλλων οικονομιών του πλανήτη, καθώς και –το κυριότερο, ίσως– ότι η τάση αυτή πρόκειται να συνεχιστεί.
Γιατί όμως οι ΗΠΑ έχουν «ξεπεράσει» τις άλλες πλούσιες οικονομίες μετά την πανδημία;
—Μια πρώτη απάντηση είναι ότι η ανάπτυξη των ΗΠΑ ήταν εντυπωσιακή μετά την πανδημία λόγω της ευέλικτης αγοράς εργασίας, των τεχνολογικών επενδύσεων και της γρήγορης ανάκαμψης των μισθών. Παράλληλα, από το 2021 και μετά ο πληθωρισμός μειώθηκε ενώ οι μισθοί αυξήθηκαν σημαντικά, ιδίως για τα κατώτερα στρώματα της αμερικανικής κοινωνίας. Συγκριτικά, χώρες όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία έχουν καταγράψει πτώση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων τους, κάτι που παρατηρήθηκε και στη χώρα μας.
—Επίσης, η τάση της αμερικανικής οικονομίας που δείχνει να φεύγει μπροστά φαίνεται ότι θα συνεχιστεί καθώς, σύμφωνα με τους αναλυτές, διατηρεί πλεονεκτήματα όπως η υψηλή παραγωγικότητα, η ικανότητα προσέλκυσης ταλέντου και η τεχνολογική καινοτομία. Την ίδια στιγμή οι Ευρωπαίοι και άλλες χώρες επιβάλλουν πιο αυστηρούς κανονισμούς και θεσμικούς περιορισμούς, ενώ προχωρούν πιο αργά σε μεταρρυθμίσεις.
Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά.
«Με τις παρούσες πολιτικές και επιδόσεις, οι ΗΠΑ είναι καταδικασμένες σε βραδύτερη ανάπτυξη από άλλες μεγάλες βιομηχανικές χώρες στο άμεσο μέλλον» προειδοποιούσε το 1992 το Συμβούλιο Πολιτικής Ανταγωνιστικότητας, το οποίο συμβούλευε την αμερικανική κυβέρνηση.
Εκείνη την περίοδο υπήρχαν έντονες ανησυχίες για τη φθίνουσα ανταγωνιστικότητα της αμερικανικής οικονομίας, κυρίως σε σχέση με την Ιαπωνία και την Ευρώπη. Οπως, όμως, επισημαίνει ο Economist, η Ιστορία είχε άλλα σχέδια. Η Ιαπωνία μπήκε σε μια μεγάλη περίοδο στασιμότητας, η ευρωπαϊκή ανάπτυξη περιορίστηκε, ενώ οι ΗΠΑ γνώρισαν ανάπτυξη χάρη στην τεχνολογική έκρηξη του διαδικτύου.
Σήμερα οι ανησυχίες περί των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ στο πλαίσιο του παγκόσμιου ανταγωνισμού στρέφονται κυρίως προς την Κίνα. Ο Ντόναλντ Τραμπ περιγράφει την αμερικανική οικονομία ως «αποτυχημένη», ενώ οι αμερικανοί πολίτες εκφράζουν όλο και περισσότερο τη δυσαρέσκειά τους για την πορεία της χώρας, σύμφωνα με έρευνες της Gallup.
Υπάρχουν ασφαλώς και οι αναλύσεις για το 2024 που τροφοδοτούν την απαισιόδοξη οπτική. Η οικονομία των ΗΠΑ αναμένεται να διέλθει από μια περίοδο επιβράδυνσης της ανάπτυξης. Τα υψηλά επιτόκια τα οποία μόλις πρόσφατα μείωσε ελαφρά η Fed και η μείωση των αποταμιεύσεων επηρεάζουν την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Παράλληλα, το δημοσιονομικό έλλειμμα παραμένει υψηλό, κάτι που δυσκολεύει τη χρηματοδότηση νέων προγραμμάτων ή την παροχή περαιτέρω δημοσιονομικών κινήτρων.
Η επιβράδυνση οφείλεται κυρίως στη μείωση της ζήτησης, στις γεωπολιτικές εντάσεις και στις επιπτώσεις της πανδημίας στην αγορά εργασίας. Παράλληλα, αν και οι πολιτικές για την καταπολέμηση του πληθωρισμού φαίνεται να αποδίδουν, τα υψηλά επιτόκια επηρεάζουν αρνητικά τον δανεισμό και την καταναλωτική εμπιστοσύνη.
Αυτή είναι η βασική εικόνα από πλευράς των αναλυτών. Ωστόσο, παρά τις απαισιόδοξες προβλέψεις, ο Economist τονίζει ότι η αμερικανική οικονομία έχει ξεπεράσει πολλές κρίσεις από τη δεκαετία του 1990, από τη φούσκα των dot-com μέχρι την πανδημία. Αν και το μερίδιο των Ηνωμένων Πολιτειών στο παγκόσμιο ΑΕΠ έχει μειωθεί από 21% το 1990 σε 16% σήμερα, εξακολουθεί να υπερτερεί σταθερά σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη, σε σχέση με άλλες πλούσιες χώρες.
Σύμφωνα με το βρετανικό περιοδικό, οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν περίπου το μισό του συνολικού ΑΕΠ της ομάδας G7, με την παραγωγικότητα ανά κάτοικο να είναι περίπου κατά 40% υψηλότερη από αυτή της Δυτικής Ευρώπης και του Καναδά και 60% από αυτή της Ιαπωνίας. Οι μέσοι μισθοί, ακόμα και στις φτωχότερες Πολιτείες, όπως του Μισισιπή, είναι υψηλότεροι από τους μέσους όρους στη Βρετανία, στον Καναδά και στη Γερμανία. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, ας μην κάνουμε καν απόπειρα σύγκρισης.
Η οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια είναι τριπλάσια από τον μέσο όρο των χωρών της G7 και σε συνδυασμό με την ισχύ του δολαρίου οδηγεί σε αύξηση των επιπέδων ευημερίας για τους πολίτες. Αυτό αντανακλάται και στις αυξανόμενες δαπάνες των αμερικανών ταξιδιωτών στο εξωτερικό – κάτι που είδαμε και με την έλευση αμερικανών τουριστών σε ελληνικούς προορισμούς, η οποία είναι σαφώς αυξημένη τα τελευταία χρόνια.
Η αμερικανική επιτυχία, όπως εξηγεί ο Economist, βασίζεται σε πολλούς παράγοντες. Η γεωγραφία της χώρας παρέχει μια τεράστια εσωτερική αγορά, επιτρέποντας την ταχεία εξάπλωση καινοτομιών. Επίσης, οι ΗΠΑ διαθέτουν τις πιο ισχυρές χρηματοπιστωτικές αγορές και τα καλύτερα πανεπιστήμια στον κόσμο, προσφέροντας σταθερή δυναμική και καινοτομία.
Παρά τα προβλήματα, όπως οι κοινωνικές ανισότητες και το χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής συγκριτικά με την Ευρώπη, η αμερικανική οικονομία συνεχίζει να πρωτοπορεί. Τεχνολογικές εταιρείες όπως η Apple και η Amazon έχουν συνεισφέρει σημαντικά στη σώρευση πλούτου στη χώρα. Με λίγα λόγια, το αμερικανικό παραμένει ένα εξαιρετικά δυναμικό και προσαρμοστικό οικονομικό σύστημα. Αυτός είναι και ο λόγος που η χώρα διατηρεί ηγετική θέση στην παγκόσμια οικονομία.
Παραγωγικότητα
Παράλληλα, η παραγωγικότητα στις ΗΠΑ εξακολουθεί να βρίσκεται παγκοσμίως στην πρώτη θέση. Σύμφωνα με τον Economist, αυτό οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, όπως η καινοτομία στις τεχνολογίες, οι οποίες επιτρέπουν τη γρήγορη προσαρμογή των επιχειρήσεων, αλλά και η ευελιξία της αγοράς εργασίας, που βοηθά στην αξιοποίηση των καλύτερων ταλέντων.
Η επένδυση στην έρευνα και στην ανάπτυξη, μαζί με τη ρευστότητα που προσφέρουν τα χρηματοπιστωτικά συστήματα των ΗΠΑ, παρέχουν τις προϋποθέσεις για να αναπτυχθούν οι επιχειρήσεις με εξαιρετικά γρήγορο ρυθμό και να αφήσουν πίσω τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές.
Ωστόσο, όπως σημειώνει η βρετανική επιθεώρηση, υπάρχουν πεδία όπου οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν προβλήματα. Οι διαρθρωτικές ανισότητες στην Εκπαίδευση και στην Υγεία είναι δύο από αυτά, ενώ ορισμένοι κλάδοι, όπως η κατασκευή, δεν έχουν δει την ίδια βελτίωση παραγωγικότητας σε σύγκριση με τον τομέα της τεχνολογίας.
Παρά ταύτα, η βρετανική επιθεώρηση επιμένει ότι η αμερικανική παραγωγικότητα παραμένει το κλειδί για την οικονομική υπεροχή των ΗΠΑ σε διεθνές επίπεδο και τονίζει ότι το μέλλον εξαρτάται από τη διατήρηση της καινοτομίας και τη βελτίωση των κοινωνικών υποδομών. Μια ακόμη πτυχή είναι ότι το αμερικανικό χρηματιστήριο παραμένει κυρίαρχο παγκοσμίως, λόγω του ισχυρού οικονομικού μοντέλου της χώρας.
«Πολλοί επικριτές του αμερικανικού οικονομικού μοντέλου υποστηρίζουν ότι είναι εγγενώς ελαττωματικό, καθώς διακατέχεται από ακραίες ανισότητες , με κάποιες ολοένα ισχυρότερες εταιρείες να συνθλίβουν τον ανταγωνισμό. Αλλά αυτά είναι υπερβολές» υπογραμμίζει το βρετανικό περιοδικό και συνοψίζει την οπτική του ως εξής:
♦ «Μπορεί να υπάρχουν περιθώρια για μια πιο δίκαιη κατανομή του πλούτου της χώρας χωρίς να υπονομεύεται η ανάπτυξη των ΗΠΑ, αλλά η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι το κορυφαίο 1% τα παίρνει όλα είναι υπερβολική. Σε ό,τι αφορά τα τεχνολογικά μεγαθήρια όπως η Apple και η Amazon, η δυναμική που αναπτύσσουν και μπορεί να τις καταστήσει κυρίαρχες πρέπει να παρακολουθείται και, αν χρειαστεί, να περιορίζεται, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι έχουν δημιουργήσει απίστευτη αξία στην καθημερινή ζωή και έχουν ταρακουνήσει τις δυσκίνητες βιομηχανίες. Ενώ αντιμετωπίζουν σκληρό ανταγωνισμό για να παραμείνουν στην κορυφή. Αποδεικνύουν έτσι περισσότερο την οικονομική επιτυχία της Αμερικής παρά τα προβλήματά της».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News