Ο Κέντσο Τακάντα έφθασε στο Παρίσι την 1η Ιανουαρίου του 1965 μετά από ένα ταξίδι με καράβι από την πατρίδα του την Ιαπωνία που κράτησε έναν ολόκληρο μήνα. Ηταν τότε 25 ετών και στο Παρίσι, την πόλη των ονείρων του, θα ίδρυε πέντε χρόνια αργότερα τον οίκο μόδας Kenzo. Και παρόλο ότι είναι πλέον διάσημος σε όλο τον κόσμο εξακολουθεί να έχει την έδρα του στη γαλλική πρωτεύουσα.
Ο 80χρονος, σήμερα, κορυφαίος ιάπωνας μόδιστρος παραδέχεται ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1960, το Λονδίνο ήταν ένα «πολύ δυναμικό και ενδιαφέρον μέρος» για να ζει κανείς αλλά η πρωτεύουσα της μόδας ήταν το Παρίσι. Ενιωθε, λοιπόν, μεγάλη έλξη γι’ αυτή την πόλη λαχταρώντας να αναδειχθεί και ο ίδιος. Και δεν ήταν ο μόνος.
View this post on Instagram
Στιγμιότυπο από την επίδειξη μόδας του οίκου Kenzo για την άνοιξη/καλοκαίρι 2020
Παρά το γεγονός ότι το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη είχαν αρχίσει να ανταγωνίζονται το Παρίσι, και η «χρυσή εποχή» της γαλλικής μόδας είχε τελειώσει την προηγούμενη δεκαετία, περί τα τέλη του 1950, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστευαν ότι το Παρίσι δεν έπαψε ποτέ να είναι η πρωτεύουσα της μόδας. Πράγμα που όπως φαίνεται ισχύει ακόμα.
Η παριζιάνικη μόδα, μάλιστα, βρίσκεται στο επίκεντρο της έκθεσης «Paris, Capital of Fashion» στο FIT της Νέας Υόρκης (Fashion Institute of Technology), η οποία εγκαινιάστηκε τον Σεπτέμβριο και θα διαρκέσει μέχρι τις 4 Ιανουαρίου 2020.
Γιατί όμως η γαλλική μόδα θεωρείται η επιτομή της κομψότητας;
Η ιστορία της γαλλικής μόδας άρχισε στην πραγματικότητα λίγο έξω από το Παρίσι, στις Βερσαλίες. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ’ (1643-1715), η αυλή ασχολήθηκε πολύ με τις τέχνες και τη μόδα εντυπωσιάζοντας τους επισκέπτες, οι οποίοι έμεναν έκπληκτοι όχι μόνο από τα ενδύματα του «Βασιλιά Ήλιου» αλλά και των πολλών αυλικών και των ερωμένων. Μάλιστα οι εμφανίσεις τους καθόριζαν τις τάσεις της μόδας τόσο στη Γαλλία όσο και στο εξωτερικό.
Σύμφωνα με τη Βάλερι Στιλ, επιμελήτρια της έκθεσης «Παρίσι, πρωτεύουσα της μόδας», αυτή η έμφαση στη μόδα δεν οφειλόταν απλά σε λόγους αισθητικούς: «Το θέατρο της εξουσίας ήταν πολύ σημαντικό», λέει στο BBC Designed, «Ο Λουδοβίκος ΙΔ’ ήθελε να είναι σίγουρος ότι η εμφάνισή του και η εμφάνιση των αυλικών του έδειχναν με κάθε τρόπο ότι ήταν ένας σύγχρονος, ισχυρός, πολιτισμένος μονάρχης. Οχι απλά ένας πολεμοχαρής βασιλιάς του Μεσαίωνα, αλλά ένας πραγματικός “Βασιλιάς Ηλιος”. Και προφανώς η μόδα και τα επίσημα ενδύματα έπαιζαν μεγάλο ρόλο σε όλο αυτό».
Και το πέτυχε: «Ολοι ήθελαν να φαίνονται και να ενεργούν όπως εκείνος», λέει η Στιλ. Αλλά δεν ήταν μόνο η ήπια ισχύς και το πολιτιστικό branding που απασχολούσε τον βασιλιά. Τόσο αυτός όσο κι ο υπουργός Οικονομικών του, Ζαν-Μπαπτίστ Κολμπέρ, έβλεπαν επιπλέον στη μόδα τεράστιες οικονομικές δυνατότητες. Συνεργάστηκαν, λοιπόν, για να εξοβελίσουν τον ξένο ανταγωνισμό και να προστατεύσουν την τοπική κλωστοϋφαντουργία, την οποία στήριξαν με σημαντική χρηματοδότηση.
Ο Κολμπέρ είχε πει ότι «η μόδα θα είναι για τη Γαλλία ό,τι είναι τα χρυσωρυχεία του Περού για την Ισπανία», λέει η Στιλ, «και αυτή η θέση θα γινόταν κεντρικό στοιχείο της οικονομικής τους ατζέντας, πράγμα αξιοσημείωτο αφού 350 χρόνια αργότερα, εξακολουθεί να ισχύει: η μόδα αποτελεί βασικό πυλώνα της γαλλικής οικονομίας».
Μετά το θάνατο του Λουδοβίκου ΙΔ’, οι αυλικοί των Βερσαλλιών άρχισαν να περνούν περισσότερο χρόνο στο Παρίσι, πράγμα που σε συνδυασμό με την εμφάνιση fashion icons όπως η Μαρία Αντουανέτα, οδήγησε πολλούς να συνδέσουν το Παρίσι με «τη μόδα και την αισθησιακή ευχαρίστηση», όπως γράφει η Στιλ στο βιβλίο της έκθεσης.
Η Γαλλική Επανάσταση ίσως προκάλεσε αναστάτωση από αυτή την άποψη, αλλά, χάρη στους Ιncroyables και τις Μerveilleuses τους (μέλη μιας μοντέρνας αριστοκρατικής υποκουλτούρας στην μετα-επαναστατική περίοδο, την εποχή του Διευθυντηρίου), η μόδα δεν ξεχάστηκε. Και ήταν απλά θέμα χρόνου πριν ξαναδούν το Ancien Régime (το παλιό μοναρχικό και αριστοκρατικό καθεστώς), τουλάχιστον όσον αφορά στο στυλ, με θαυμασμό και νοσταλγία.
Ανα και έχασε τον τίτλο της από τη Βρετανία, η υπεροχή της Γαλλίας στη μόδα συνεχίστηκε και μετά την πτώση της Πρώτης Γαλλικής Αυτοκρατορίας. Σε αντίθεση με το Λονδίνο, το οποίο διακρίνεται για τα ανδρικά ρούχα του, στο επίκεντρο του παρισινού ενδιαφέροντος είναι πλέον το γυναικείο ένδυμα και η γαλλική μόδα περιστρέφεται γύρω από την ιδέα της «Παριζιάνας»: η ιδανική γυναίκα στο Παρίσι είναι κομψή, καλλιεργημένη και απαιτητική.
Παρόλο το γόητρο και τη φήμη της, όμως, η γαλλική μόδα ήταν μικρής κλίμακας. Αυτό, βέβαια, μέχρι το 1858 που ο βρετανός σχεδιαστής Τσαρλς Φρέντερικ Γουόρθ εγκαταστάθηκε στη γαλλική πρωτεύουσα και προκάλεσε επανάσταση εισάγοντας την έννοια της haute couture –υποστηρίζοντας ότι, ήταν μια «μορφή τέχνης»- και την υψηλή ραπτική σε μεγάλη κλίμακα. Ο Γουόρθ ίδρυσε επίσης το Επιμελητήριο (Chambre Syndicale) το οποίο παρείχε το πλαίσιο για τη δημιουργία της γαλλικής βιομηχανίας μόδας.
Στο πνεύμα του Λουδοβίκου ΙΔ’, οι Γάλλοι χρησιμοποίησαν και πάλι την haute couture ως μέσο ήπιας εξουσίας μετά την ήττα τους στον Γαλλοπρωσικό πόλεμο (1870-1871) και την Παρισινή Κομμούνα (1871). Αν και η Γαλλία δεν ήταν πλέον σημαντική οικονομική ή πολιτική δύναμη, είχε τουλάχιστον τον πολιτισμό της και τα ρούχα της.
«Δεν είναι τυχαίο», γράφει ο δρ Ντέιβιντ Τζίλμπερτ από το Πανεπιστήμιο Ρόγιαλ Χόλογουεϊ (τμήμα του Πανεπιστημίου του Λονδίνου) σε ένα δοκίμιο με τίτλο “Paris, New York, London, Milan: Paris and a World Order of Fashion Capitals”, «ότι μετά την στρατιωτική ταπείνωση που υπέστησαν οι Γάλλοι κατά τον Γαλλοπρωσικό πόλεμο και τα επακόλουθα τραύματα της Κομμούνας 1871, ακολούθησε η επιθετική προώθηση της υψηλής ραπτικής».
Ο βρετανός πανεπιστημιακός υποστηρίζει ακόμη ότι «η μόδα του Παρισιού … κατά την Τρίτη Δημοκρατία … ήταν μέρος μιας ευρύτερης εκ νέου επιβεβαίωσης της γαλλικής εξουσίας και της επιρροής της στο εξωτερικό».
Σύμφωνα με τη Στιλ, εξάλλου, προσπαθώντας να διεκδικήσουν και πάλι την ηγεμονία στην παγκόσμια σκηνή, «οι Γάλλοι, ταύτισαν τη Γαλλία με τον πολιτισμό και τη Γερμανία με τη βαρβαρότητα, πράγμα που αποτελεί μέρος των θέσεών τους εδώ και χρόνια».
Σίγουρα ο Βασιλιάς Ηλιος θα ήταν υπερήφανος για τους απογόνους του που προώθησαν την «ιδέα του ασύγκριτου γούστου που έχουν οι Παριζιάνες», η οποία υιοθετήθηκε (συχνά χωρίς κριτική) από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και σε άλλα μεγάλα κέντρα της μόδας με κορυφαία τη Νέα Υόρκη.
Ηταν μια εποχή που η υπεροχή του Παρισιού στην γυναικεία μόδα ήταν αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο τα πράγματα έγιναν λίγο πιο περίπλοκα στα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν στο Λονδίνο εμφανίστηκε η Μέρι Κουάντ, πρωτοπόρος δημιουργός της μίνι φούστας, ενώ τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 το Μιλάνο και το Τόκιο αναδείχτηκαν επίσης σε σημαντικά κέντρα της μόδας.
Και σήμερα, που η μόδα είναι πια παγκοσμιοποιημένη, -«λίγο πολύ υπάρχει σε όλο τον κόσμο», όπως το θέτει ο Κέντσο Τακάντα-, ενώ είναι αναμφισβήτητη η δύναμη πόλεων όπως το Λονδίνο, το Μιλάνο και τη Νέα Υόρκη, μπορεί κανείς άραγε να ισχυρίζεται ότι το Παρίσι εξακολουθεί να είναι η μητρόπολη της μόδας;
Ναι, λέει η Στιλ, για διάφορους λόγους. Κατ’ αρχάς, «η μόδα δεν είναι πλέον αντικείμενο μικρών ανεξάρτητων επιχειρήσεων αλλά τεράστιων ομίλων. Σχεδόν όλοι οι όμιλοι ειδών πολυτελείας – LVMH, Kering κ.λπ.- έχουν την έδρα τους στο Παρίσι, παρά το γεγονός ότι έχουν αγοράσει ιταλικές εταιρείες και έχουν επενδύσει σε αγγλικές και αμερικανικές», τονίζει η επιμελήτρια της έκθεσης του FIT. Η Στιλ πιστεύει εξάλλου ότι οι παριζιάνικες επιδείξεις μόδας είναι πολύ καλύτερες από αυτές άλλων πόλεων, όπως το Μιλάνο και η Νέα Υόρκη, αφού όσο κι αν προσπάθησαν δεν κατάφεραν να αποκτήσουν την παρισινή λάμψη.
Ωστόσο το πιο σημαντικό στοιχείο, τελικά, είναι η ιστορία. Μπορεί να φαίνεται παράξενο το γεγονός ότι, ανεξάρτητα από το πόσο εκθαμβωτική μπορεί να είναι η παριζιάνικη ραπτική, δίνεται τόση έμφαση στο παρελθόν της.
Όπως όμως γράφει ο Τζίλμπερτ, «Το status της μόδας του 21ου αιώνα έχει σχέση τόσο με τη φήμη, τις προσδοκίες, την κληρονομιά και την παράδοση όσο και με το design και την παραγωγή πραγματικών ενδυμάτων … Οι βαθιές και μακροχρόνιες συμβολικές συνδέσεις έχουν επίσης πραγματικές οικονομικές και πολιτιστικές συνέπειες». Η Στιλ το θέτει κάπως πιο ανέμελα. «Το δίκαιο των προηγουμένων είναι πολύ σημαντικό», λέει. Με άλλα λόγια, αν κάποιος έχει κατακτήσει τεράστια φήμη, μπορεί άνετα να τη διατηρήσει και όλοι να λένε: «Ω ναι, είναι ακόμα ο καλύτερος»
Τι θα συμβεί όμως στο μέλλον; Μέχρι πότε θα είναι το Παρίσι η παγκόσμια πρωτεύουσα της μόδας; «Τα πάντα μπορούν να αλλάξουν», λέει η Στιλ. Αναφέρει μάλιστα τη Σαγκάη ως πιθανή υποψήφια, λόγω της αυξανόμενης οικονομικής επιρροής της Κίνας!
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News