Στην Αγγλία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου πρώτες ύλες και τρόφιμα –περιλαμβανομένης της ζάχαρης– δίνονταν με το δελτίο. Οταν αυτό καταργήθηκε, τον Σεπτέμβριο του 1953, η κατανάλωση ζάχαρης αμέσως διπλασιάστηκε (κάτι που δεν συνέβη με άλλες κατηγορίες τροφίμων, όπως π.χ. τα δημητριακά).
Μια διεθνής ομάδα επιστημόνων μελέτησε την επίδραση της διατροφής στην υγεία στη διάρκεια και μετά το δελτίο για να διαπιστώσει ότι ο περιορισμός στην κατανάλωση ζάχαρης τις πρώτες 1.000 ημέρες της ζωής μειώνει κατά 35% τον κίνδυνο διαβήτη και κατά 20% τον κίνδυνο υπέρτασης, στην ενήλικη ζωή. Σε αυτές τις 1.000 ημέρες περιλαμβάνεται και η ζωή στη μήτρα: η περιορισμένη κατανάλωση ζάχαρης από τη μητέρα αντιπροσώπευε περίπου το ένα τρίτο της μείωσης του κινδύνου για το παιδί. Επιπλέον, η μειωμένη πρόσληψη ζάχαρης μπορεί να καθυστερήσει έως και τέσσερα χρόνια την εμφάνιση αυτών των δύο παθήσεων, οι οποίες συνδέονται με πολλαπλά καρδιαγγειακά προβλήματα και με σταδιακή έκπτωση διαφόρων συστημάτων του οργανισμού.
Για τη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science, οι επιστήμονες από τα πανεπιστήμια της Νότιας Καλιφόρνιας, του Μπέρκλεϊ και του ΜακΓκιλ χρησιμοποίησαν δεδομένα της περίφημης UK Biobank (τράπεζα βιολογικών δειγμάτων και δεδομένων υγείας, που χρησιμοποιούνται σε πολλές συγκριτικές μελέτες) για να συγκρίνουν τον κίνδυνο διαβήτη και υπέρτασης σε άτομα που είχαν συλληφθεί κατά τη διάρκεια και μετά την κατάργηση του δελτίου τροφίμων.
Ηταν, με άλλα λόγια, ένα φυσικό πείραμα που επέτρεψε στους ερευνητές να μελετήσουν δεδομένα σε μεγάλη κλίμακα πληθυσμού – περιέλαβαν πάνω από 60.000 άτομα, που είχαν γεννηθεί από τον Οκτώβριο του 1951 έως τον Μάρτιο του 1956 και ήταν ηλικίας 51 έως 60 ετών όταν συμμετείχαν στην έρευνα.
Οπως γράφουν οι New York Times, η μελέτη διαπιστώνει ότι περισσότερη προστασία απέναντι στον διαβήτη και την υπέρταση είχαν όσοι είχαν συλληφθεί και φτάσει σε νηπιακή ηλικία όσο ήταν σε ισχύ το δελτίο, ενώ πιο ευάλωτοι ήταν εκείνοι που «έζησαν» το δελτίο μόνον στην κοιλιά της μαμάς τους ενώ ως μωρά δεν είχαν περιορισμούς.
Οι επιστήμονες σημειώνουν ότι ενόσω ίσχυε το δελτίο, οι άνθρωποι στο Ηνωμένο Βασίλειο κατανάλωναν 40 γραμμάρια ζάχαρη ημερησίως. Η ποσότητα διπλασιάστηκε στα 80 γραμμάρια μόλις καταργήθηκε το δελτίο. Είναι μόλις 155 έξτρα θερμίδες. Κι όμως, αυτή η επιπλέον ζάχαρη στα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του ανθρώπου μπορεί να αλλάξει δραματικά την υγεία του στην ενήλικη ζωή.
Η επικεφαλής της μελέτης, Δρ Ταντέγια Γκράκνερ από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας εξήγησε στους New York Times ότι η δεκαετία του 1950 δεν ήταν περίοδος πείνας για το Ηνωμένο Βασίλειο. Επομένως, τα ευρήματα της μελέτης δεν σχετίζονται με κάποιο γενικότερο φαινόμενο υποσιτισμού, γι’ αυτό θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Εξάλλου, σύμφωνα με τη νεοϋορκέζικη εφημερίδα, μια σειρά από τρίτους επιστήμονες (που δεν συμμετείχαν στη μελέτη) –μεταξύ άλλων και από την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ– κρίνουν τα συμπεράσματα των ερευνητών ως αξιόπιστα.
Αν και η συγκεκριμένη μελέτη σχεδιάστηκε για να απαντήσει στο «τι συμβαίνει;» και όχι στο «γιατί συμβαίνει;», η Γκράκνερ κάνει κάποιες υποθέσεις σχετικά με το γιατί η ζάχαρη στη βρεφική ηλικία μπορεί να επηρεάσει τόσο πολύ την υγεία στην ενήλικη ζωή. «Μια ιδέα είναι ότι η πρώιμη εισαγωγή ζάχαρης στη διατροφή οδηγεί σε μια διά βίου επιθυμία για αυτήν. Οσοι συνελήφθησαν και γεννήθηκαν κατά την περίοδο ισχύος του δελτίου τροφίμων έτρωγαν λιγότερη ζάχαρη αργότερα στη ζωή τους, σύμφωνα με την Εθνική Ερευνα Διατροφής και Διατροφής της βρετανικής κυβέρνησης», αναφέρει στους NYT. Και προσθέτει επιπλέον ότι η ζάχαρη πιθανώς να έχει σωρευτική επίδραση στην υγεία, με δεδομένο ότι παθήσεις όπως ο διαβήτης και η υπέρταση δεν εκδηλώνονται ως οξέα προβλήματα αλλά σε βάθος χρόνου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News