Ο Guardian την «συνάντησε» διαδικτυακά, με τα κελαηδίσματα των πουλιών να ακούγονται τόσο δυνατά έξω από το «σπίτι» της -ένα εγκαταλελειμμένο οίκημα κάπου στην περιοχή του Ντονμπάς στην Ουκρανία- που σχεδόν διέκοπταν την συνέντευξη.
Η 29χρονη Γιούλια Μικιτένκο είναι υπολοχαγός στον ουκρανικό στρατό. Ηγείται μιας διμοιρίας ανδρών σε μια μονάδα αναγνώρισης και επίθεσης και έχει ήδη χάσει τον σύζυγό της, τον πατέρα της και πολλούς φίλους στον πόλεμο. Όταν δεν επιχειρεί, μαζί με τη δική της γάτα ταΐζει και τις γάτες που εγκατέλειψαν οι κάτοικοι όταν τράπηκαν σε φυγή.
Στα απομνημονεύματά της, «How Good It Is I Have No Fear of Dying» (Πόσο Καλό Είναι να μην Φοβάσαι να Πεθάνεις), τίτλος που προέρχεται από τον πρώτο στίχο ποιήματος του ουκρανού ποιητή Βάσιλ Στους, γράφει ότι σε κάθε ένα από τα σπίτια στα οποία διαμένει η 15μελής διμοιρία της υπάρχει μια γάτα, για να πιάνει τα ποντίκια και τους αρουραίους που μασάνε τα πάντα, συμπεριλαμβανομένων των καλωδίων στις γεννήτριες και τις δορυφορικές επικοινωνίες. Οι αρουραίοι ανθούν στην περιοχή, γράφει, καθώς «τρέφονται με τα σώματα των νεκρών στρατιωτών»...
Η Μικιτένκο πέρασε στην περιοχή δύο χρόνια, μεταξύ 2016 και 2018, όταν η Ρωσία είχε και πάλι εισβάλει και επέστρεψε μετά την πλήρη εισβολή το 2022. Είναι μία από τις πρώτες γυναίκες διοικητές πρώτης γραμμής. Οι άνδρες της χρησιμοποιούν drones για να παρακολουθούν τον ρωσικό στρατό και να εντοπίζουν τα πτώματα των πεσόντων συναδέλφων τους, προκειμένου αυτά να ανακτηθούν. Ακόμη και όταν γίνεται βομβαρδισμός, σπάνια σηκώνεται από τον ύπνο, εκτός αν πρέπει. «Το έχω συνηθίσει», λέει στη συνέντευξή της στον Guardian. Το τωρινό της σπίτι είναι «αρκετά άνετο», έχει τρεχούμενο νερό (στο προηγούμενο έπρεπε να φέρνουν νερό από πηγάδι), αλλά είναι κρύο και χρειάζεται μια ώρα για να ζεσταθεί.
Είναι «κουρασμένη, πολύ κουρασμένη». Πριν από ένα χρόνο ήταν αλλιώς: «Ημουν έτοιμη να παραμείνω στο μέτωπο για τουλάχιστον τρία χρόνια ακόμα, αλλά τώρα, μερικές φορές θέλω πραγματικά να πάω σπίτι μου, στο Κίεβο. Ξέρω όμως ότι κανείς δεν θα με αντικαταστήσει και ξέρω ότι η εμπειρία μου μπορεί να κρατήσει ζωντανούς τους ανθρώπους μου και τους συντρόφους μου, γι’ αυτό είμαι έτοιμη να συνεχίσω». Τις σπάνιες πολύ κακές ημέρες, η Γιούλια ζητά από τους λοχίες της να αναλάβουν και περνά την ημέρα παρακολουθώντας ταινίες του Χάρι Πότερ.
Η επόμενη χρονιά, πιστεύει, «θα είναι η πιο κρίσιμη. Νομίζω ότι ίσως θα δούμε ειρηνευτικές συμφωνίες, γιατί η πλευρά μας είναι εντελώς εξαντλημένη και ο εχθρός είναι επίσης εντελώς εξαντλημένος».
Παρά τις ανησυχίες για το τι θα μπορούσε να σημαίνει για την Ουκρανία μια νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές, η ίδια δεν αφιερώνει πολύ χρόνο σε σκέψεις για την παγκόσμια πολιτική. «Πιστεύω στη δημοκρατία των ΗΠΑ και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να υποστηρίξω τον αμερικανικό λαό και την επιλογή του. Ελπίζω απλώς ότι ο δυτικός κόσμος μπορεί να δει ότι αυτός δεν είναι μόνο ένας πόλεμος μεταξύ της Ουκρανίας και της Ρωσίας, είναι ένας πόλεμος δημοκρατικών αξιών. Προς το παρόν, είναι μια κρίσιμη στιγμή για τον δημοκρατικό κόσμο», αναφέρει.
Ξέρει ότι η Δύση «έχει κουραστεί από τον πόλεμο», και ότι η Ουκρανία τραβάει την προσοχή μόνο «αν συμβεί κάτι εξαιρετικά κακό, όπως ο βομβαρδισμός ενός νοσοκομείου παίδων στο Κίεβο». «Μπορώ να το καταλάβω. Και οι δικοί μας πολίτες μας είναι εξουθενωμένοι και προσπαθούν να ζήσουν χωρίς να βλέπουν τον πόλεμο. Μπορώ να το δω στις δωρεές· λαμβάνουμε πολύ λίγα χρήματα τώρα σε σύγκριση με αυτό που ήταν πριν από ένα ή δύο χρόνια», λέει στον Guardian. Οπως και άλλες διμοιρίες, η δική της συγκεντρώνει χρήματα στο Διαδίκτυο για να πληρώσει για νέα drones και επισκευές οχημάτων.
Στο βιβλίο της, που συνέγραψε με τη δημοσιογράφο Λάρα Μάρλοου, γράφει ότι δεν περιμένει να δει ειρήνη στην Ουκρανία στη διάρκεια της δικής της ζωής. «Νομίζω ότι η γενιά μου δεν θα το δει», λέει. Απλώς ελπίζει ότι θα το ζήσουν οι μελλοντικές γενιές.
Η Μικιτένκο μεγάλωσε στα περίχωρα του Κιέβου. Λίγο μετά τη γέννηση του μικρότερου αδερφού της, ο πατέρας τους έφυγε από το σπίτι. Η ίδια και ο αδερφός της ανατράφηκαν από τη μητέρα τους, η οποία για να τους ζήσει έπιασε δουλειά σε ένα τηλεφωνικό κέντρο, ενώ αργότερα επέστρεψε στο πανεπιστήμιο και έγινε ψυχοθεραπεύτρια, δουλεύοντας στον ουκρανικό στρατό.
Μέχρι τα 17 της, γράφει ο Guardian, η Μικιτένκο μιλούσε ρωσικά και θεωρούσε τη Ρωσία «φίλη». Ο πατέρας της, ειδικά, ήταν πολύ φιλορώσος. Η ίδια δεν είχε ενδιαφερθεί ιδιαίτερα για την ανεξαρτησία της Ουκρανίας που επιτεύχθηκε το 1991, λίγα χρόνια πριν γεννηθεί. Στο πανεπιστήμιο, ωστόσο, όλα άλλαξαν. «Τα γεγονότα της ιστορίας που μάθαμε στο σχολείο είχαν μια ρωσική ματιά. Στο πανεπιστήμιο, όμως, όλοι μιλούσαν ουκρανικά». Αρχισε, λέει, «να σκέφτεται στα ουκρανικά. Η γλώσσα σού δίνει τη σωστή οπτική για την ιστορία σου και τον πολιτισμό σου». Αρχισε να αφαιρεί όσες πτυχές της ρωσικής γλώσσας και κουλτούρας μπορούσε από τη ζωή της.
Συμμετείχε στις διαδηλώσεις του 2013 στην Πλατεία Ανεξαρτησίας, στο Κίεβο, οι οποίες έληξαν το επόμενο έτος με την εκδίωξη του φιλορώσου προέδρου της Ουκρανίας, Βίκτορ Γιανουκόβιτς. Λέει ότι ένιωθε σαν να ήταν στη σωστή στιγμή και στο σωστό σημείο στην ιστορία και «έκανε το σωστό» παρόλο που τότε ήταν «καλό κορίτσι» και δυσκολευόταν να μην υπακούσει το νόμο.
Τότε της φαινόταν τρομακτικό να βλέπει διαδηλωτές με ποδηλατικά κράνη και ασπίδες από κόντρα πλακέ που πυροβολούνταν από ελεύθερους σκοπευτές, όσο γύρω έπεφταν βόμβες καπνού και δακρυγόνα. Εκ των υστέρων, αποδείχθηκε ότι αυτό δεν ήταν τίποτε σε σύγκριση με όσα θα περνούσε αργότερα. «Είδα πτώματα διαδηλωτών, ήταν το τίμημα που πληρώσαμε, αλλά σίγουρα άξιζε», λέει στον Guardian.
Την ίδια περίοδο, η Ρωσία κατέλαβε την Κριμαία. H Μικιτένκο ήθελε να συμμετάσχει στον πόλεμο, αλλά περίμενε να τελειώσει το πανεπιστήμιο. Το 2015, γνώρισε τον σύζυγό της, Ιλια Σερμπίν, έναν νεαρό στρατιώτη. Οταν εκείνος ήταν σε άδεια από τη μονάδα του στη Μαριούπολη, έμενε με την Γιούλια και τη μητέρα της στο διαμέρισμά τους στο Κίεβο. Ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν μέσα σε λίγο διάστημα. Κατατάχθηκαν μαζί σε μια μονάδα τον επόμενο χρόνο, μια μέρα πριν τα 21α γενέθλιά της. «Στήριξε την απόφασή μου και μαζί του δεν φοβήθηκα τόσο», λέει.
Ο Σερμπίν μεταφέρθηκε σε μια μονάδα πεζικού, αλλά στην Μικιτένκο ανατέθηκαν διοικητικές εργασίες, κάτι που την απογοήτευσε πολύ. «Ηθελα να ενταχθώ σε μια μονάδα μάχης, αλλά μου είπαν ότι είμαι γυναίκα χωρίς εμπειρία και δεν γινόταν…». Φοβόταν όταν εκείνος ήταν στις μάχες; «Ναι, φοβόμουν πραγματικά για αυτόν, γιατί ήξερα ότι είναι μαχητής. Ηθελε να είναι σε δράση, να πάει σε μια γκρίζα ζώνη (μεταξύ των ουκρανικών και ρωσικών γραμμών), ή να πάει να κλέψει όπλα από τον εχθρό».
Τελικά, η Μικιτένκο κατάφερε να πείσει έναν από τους ανωτέρους της να την εντάξει στις βάρδιες της φρουράς. Δεν ήταν ένα τεράστιο άλμα, φύλαγε το κτίριο όπου δούλευε, αλλά ήταν κάτι. «Ηταν σημαντικό να επιμείνω ότι μπορώ να είμαι το ίδιο με έναν άντρα. Μπορώ να κάνω την ίδια δουλειά», λέει στον Guardian.
Μετά, ανακάλυψε ότι, ως πτυχιούχος, ήταν επιλέξιμη για εκπαίδευση αξιωματικών. Δεν υπήρχαν πολλές γυναίκες αξιωματικοί και αυτές που υπήρχαν ήταν κυρίως γιατροί, ψυχολόγοι και οικονομικοί υπάλληλοι. Εκείνη, όμως, ήταν αποφασισμένη να πολεμήσει. Μόλις τέθηκε επικεφαλής μιας διμοιρίας αναγνώρισης 20 ανδρών, 16 από αυτούς παραιτήθηκαν. «Ηταν μια από τις πιο δύσκολες στιγμές στη θητεία μου», λέει. Τους είπε ότι ήταν δική τους επιλογή αν θα μείνουν ή όχι, αλλά δεν επρόκειτο να την σταματήσουν.
«Στην αρχή, ίσως υποκρινόμουν», λέει, αλλά η εμπιστοσύνη της στον εαυτό της και στις αποφάσεις της σταδιακά αυξήθηκε. «Ενιωθα ότι δούλευα με τον σωστό τρόπο, οπότε ένιωθα δυνατή». Χρειάστηκαν μερικοί μήνες για να κερδίσει το σεβασμό των αντρών και σταδιακά έφτιαξε ξανά τη μονάδα. «Εκανα τα πάντα μαζί τους, δεν αρνήθηκα τη σκληρή δουλειά. Ζούσα και εγώ μαζί τους, οπότε ένιωσαν ότι μοιραζόμασταν τα πάντα».
Την πρώτη φορά που η μονάδα της δέχτηκε αληθινά πυρά «για να είμαι ειλικρινής, ήμουν κυρίως ενθουσιασμένη και με πολλή αδρεναλίνη, στην πραγματικότητα δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να πεθάνω». Εως τότε δεν είχε δει κανέναν να σκοτώνεται. «Ο πόλεμος δεν ήταν τόσο σκληρός όσο είναι τώρα».
Ωστόσο, οι μάχες επιδεινώθηκαν. Ως διοικητής μονάδας drones, παρακολουθεί μάχες στην οθόνη της σε πραγματικό χρόνο. Είναι το πιο δύσκολο πράγμα να βλέπεις συναδέλφους να σκοτώνονται «και να ξέρεις ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα», λέει και προσθέτει ότι τουλάχιστον μπορούν να δουν πού έπεσε αυτό το άτομο, για να ανασύρουν αργότερα το νεκρό σώμα του. «Δεν αφήνω τα συναισθήματα να με κατακλύσουν, δεν σκέφτομαι ότι ήταν άνθρωπος, φίλος μου· απλώς κάνω τη δουλειά μου και μετά από αυτό, όταν το άτομο απομακρυνθεί από το πεδίο της μάχης, μπορώ να επιτρέψω στον εαυτό μου λίγες ώρες πένθους».
Τον Φεβρουάριο του 2018, ο Σερμπίν σκοτώθηκε. Υπήρχαν στιγμές, λέει, «που ήθελα να πεθάνω κι εγώ». Περιγράφει ότι βγήκε έξω κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών, «ελπίζοντας ότι κάτι θα με σκότωνε». Οταν πέρασε το πρώτο βαρύ πένθος, ζήτησε να επιστρέψει στο Κίεβο. Μερικοί άνθρωποι μπορεί να το θεωρήσουν αδυναμία, εξηγεί, αλλά «καταλάβαινα απόλυτα ότι δεν μπορούσα να πάρω τις σωστές αποφάσεις εκείνη την εποχή και ποτέ δεν ήθελα να θέσω τη μονάδα μου σε κίνδυνο».
Για να πετύχουν στον ουκρανικό στρατό, πιστεύει, οι γυναίκες «πρέπει να είναι έτοιμες να δουλέψουν σκληρά και επίσης να είναι σκληρόπετσες». Εχει ακούσει ιστορίες σεξουαλικής παρενόχλησης, αλλά λέει ότι δεν το έχει βιώσει, πέρα από κάποια σόκιν «αστεία». Εχει ακούσει για πολλές σεξιστικές συμπεριφορές από άντρες σε ανώτερα κλιμάκια, αλλά λέει ότι έχει σταματήσει να ασχολείται. «Τα πρώτα χρόνια πονούσε, αλλά τώρα δεν με ενοχλεί. Δεν αξίζει την ενέργειά μου».
Το 2020, ο πατέρας της, Μίκολα, αυτοκτόνησε στην Πλατεία Ανεξαρτησίας, μετά από ανάρτησή του στο Facebook για την ανεξαρτησία της Ουκρανίας. Είχε αλλάξει τη φιλορωσική του στάση και είχε αγωνιστεί ενάντια σε αυτό που θεωρούσε ως συνθηκολόγηση εκ μέρους του Ζελένσκι. «Προσπαθώ να μην το σκέφτομαι, μόνο και μόνο επειδή δεν είναι η κατάλληλη στιγμή», λέει η ίδια για το συμβάν στον Guardian. «Μερικές φορές νομίζω ότι χρειάζομαι κάποια ψυχολογική υποστήριξη». Συντηρεί τον εαυτό της με «βιβλία και ταινίες, για να προσπαθήσει να βρει έναν τρόπο να ξεκουραστεί».
Δουλεύει πολύ λιγότερο τώρα από ό,τι όταν ξεκίνησε η εισβολή. Τότε, ένιωθε σαν σπρίντερ «ενώ έπρεπε να είχα προετοιμαστεί για έναν μαραθώνιο». Προσέχει την υγεία και την ενέργειά της, «επειδή δεν εξαρτάται μόνο η παραγωγικότητά μου από την κατάστασή μου, αλλά και η υγεία και η ζωή των συναδέλφων μου».
Στο βιβλίο της γράφει ότι δεν φοβάται τον θάνατο. «Ελπίζω απλώς να είναι γρήγορος», λέει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News