Ο Πάολο Βαλεντίνο, αρθρογράφος της Corriere della Sera, το είχε επισημαίνει ήδη πριν έναν χρόνο: «Ο νέος παράγοντας αναξιοπιστίας στην Ευρώπη είναι η Γερμανία και αυτό είναι πρόβλημα για όλους. Σύμφωνα με τα λόγια ενός διπλωμάτη, “το Βερολίνο προβάλλει την αστάθεια της ετερογενούς κυβέρνησής του στις Βρυξέλλες, ιδίως όσον αφορά την αδυναμία συμφωνίας των Πρασίνων και των Φιλελευθέρων για το κλίμα και την οικονομία”».
Επιπλέον, η Γερμανία «υπονομεύει τη συναίνεση» στους κόλπους της ΕΕ, είχε προσθέσει ο ιταλός αρθρογράφος, αναφερθείς ενδεικτικά σε οπισθοδρομήσεις της τελευταίας στιγμής σχετικά με τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας, τη συμφωνία για την απαγόρευση των κινητήρων εσωτερικής καύσης από το 2035 και τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας.
Επειτα από λίγες ημέρες, ο γνωστός (και στην Ελλάδα) γερμανός αρθρογράφος Βόλφγκανγκ Μινχάου, ιδρυτής και διευθυντής του EuroIntelligence, χαρακτήρισε τη Γερμανία ως «το αναξιόπιστο μέλος της ΕΕ», γράφοντας μεταξύ άλλων πως με αυτά τα εμπρός-πίσω ο γερμανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς «δημιούργησε ένα επικίνδυνο προηγούμενο, δηλαδή ότι είναι αποδεκτό για ένα μεγάλο κράτος-μέλος να ζητάει την επανεξέταση συμφωνιών που έχουν ήδη συναφθεί. Αξίζει να θυμηθούμε ότι αυτό είναι ακριβώς ό,τι έκανε η Θάτσερ όταν ζήτησε την αναθεώρηση του προϋπολογισμού της ΕΕ, ένα ζήτημα που άλλοι θεωρούσαν πως είχε διευθετηθεί […]
»Ο Βίκτορ Ορμπαν, ο ούγγρος πρωθυπουργός, δεν άνοιξε το στόμα του κατά τη διάρκεια της συνόδου, αλλά σίγουρα πρέπει να πείστηκε ότι είναι θεμιτό να ενεργεί με αυτόν τον τρόπο. Η επανεξέταση αποφάσεων που έχουν ήδη ληφθεί αποτελεί την ουσία του λαϊκισμού. Η Τζόρτζια Μελόνι, η πρωθυπουργός της Ιταλίας, δεν θα τολμούσε ποτέ να κάνει κάτι τέτοιο, αλλά αν το κάνει η Γερμανία, σημαίνει ότι όλοι μπορούν να το κάνουν».
Από τότε η κατάσταση δεν έχει βελτιωθεί. Αντιθέτως. Το προηγούμενο διάστημα η Γερμανία άλλαξε ξανά γνώμη την τελευταία στιγμή σχετικά με τις συμφωνίες της ΕΕ περί της νομοθεσίας για την αποκατάσταση της φύσης, με το Politico να αναφέρει πως «η συμβιβαστική μηχανή της ΕΕ καταρρέει. Και όλοι κατηγορούν τη Γερμανία».
«Επί χρόνια, σε αυτό το Κοινοβούλιο είχαμε έναν τρόπο να δουλεύουμε μαζί. Αν δίναμε τα χέρια στο πλαίσιο μιας πολιτικής συμφωνίας, τότε τα υπόλοιπα ήταν τυπικά» ανέφερε σχετικά η ολλανδή ευρωβουλευτής (της ομάδας των Σοσιαλιστών και των Δημοκρατών) Λάρα Βόλτερς. «Σαφώς, τους τελευταίους μήνες αυτό δεν ισχύει πλέον» πρόσθεσε. «Και τα κράτη και τα συστήματα στα οποία βασιζόμασταν, που θεωρούσαμε πρότυπα, δεν είναι πλέον τόσο σταθερά όσο θα έπρεπε».
Ο Ιμον Ράιαν, υπουργός Περιβάλλοντος της Ιρλανδίας, διερωτήθηκε, ευλόγως, «αν αρχίσουμε να λέμε στο Συμβούλιο ότι αλλάξαμε γνώμη –συμφωνήσαμε με την Επιτροπή και το Κοινοβούλιο, αλλά τώρα σκεφτόμαστε διαφορετικά– πώς μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη στις μελλοντικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των τριών μερών;».
Εν ολίγοις, το σύστημα λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι ήδη αρκετά περίπλοκο. Εάν στη συνέχεια καταστεί κοινή πρακτική να αλλάζει κανείς γνώμη την τελευταία στιγμή, ο κίνδυνος παράλυσης καθίσταται περισσότερο από πραγματικός. Αρκεί να αναφερθεί ότι για πολλές αποφάσεις απαιτείται ειδική πλειοψηφία χωρών που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 65% του πληθυσμού της ΕΕ, ενώ μόνο η Γερμανία αντιπροσωπεύει το 19%.
Τίποτε αυτή τη στιγμή δεν υποδηλώνει ότι η κατάσταση στη χώρα θα βελτιωθεί μετά τις εκλογές του Ιουνίου για την ανανέωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ειδικά αν οι Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές (CDU-CSU) αποτελούν πλειοψηφία στην Ευρώπη (μέσω του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος) και μειοψηφία στο εσωτερικό.
«Η λατρεία της ομοφωνίας και η υπόκλιση στο τοτέμ του δικαιώματος αρνησικυρίας έχουν ρίξει τους σπόρους της πολιτικής διπροσωπίας και έχουν στερήσει οξυγόνο από το σχέδιο της πολιτικής ένωσης, που κινδυνεύει να καταστεί το κύριο ιστορικό θύμα μιας σιωπηρής διαδικασίας αυτανάφλεξης που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη, όπως καταδεικνύεται από την απόλυτη σιωπή για αυτά τα ζωτικής σημασίας ζητήματα στην τρέχουσα προεκλογική εκστρατεία για την ανανέωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου» έγραψε ο Μάσιμο Ρίβα, επίσης αρθρογράφος της Corriere della Sera.
Οσο για τον συνασπισμό-«φανάρι» που κυβερνά στο Βερολίνο, τα βέλη πέφτουν βροχή, κυρίως προς τους κίτρινους, δηλαδή τους φιλελεύθερους του FDP του Κρίστιαν Λίντνερ, υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας. Επιπλέον, όπως εξηγεί το Politico, το κόμμα του κινείται στο όριο του 5%, που απαιτείται για να έχει παρουσία στην Μπούντεσταγκ. Ως εκ τούτου, κάνει ό,τι μπορεί για να αναδειχθεί ως προστάτης της γερμανικής βιομηχανίας και θιασώτης της δημοσιονομικής αυστηρότητας, όπου και όποτε μπορεί.
Ο ίδιος ο Λίντνερ υποστηρίζει ότι είναι θύμα μιας ενορχηστρωμένης συνωμοσίας των μέσων ενημέρωσης, επειδή δεν αποδέχτηκε πειθήνια τις προτάσεις των Σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων και επαναλαμβάνει, μαζί με τους οπαδούς του, ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει διαταράξει ολόκληρο το πλαίσιο των προηγούμενων συμφωνιών, οι οποίες, επομένως, πρέπει να επανεξεταστούν.
«Η Γερμανία δεν θεωρείται πλέον αξιόπιστος εταίρος στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων, γιατί την τελευταία στιγμή πρόκειται να αλλάξει την ψήφο της» δήλωσε η Θου Νγκιουένλ, αναπληρώτρια διευθύντρια του Κέντρου Jacques Delors στο Βερολίνο.
Περισσότερο επικριτικός, ένας ευρωπαίος διπλωμάτης που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του, υποστήριξε ότι «μέσα σε διάστημα λίγων εβδομάδων η γερμανική κυβέρνηση κατάφερε να καταστρέψει τη φήμη περί αξιοπιστίας και προβλεψιμότητας που δημιούργησε κατά τη διάρκεια δεκαετιών».
«Στην Ευρώπη, μια κυβέρνηση πρέπει να ξέρει γρήγορα τι θέλει. Εάν δεν καταφέρνουμε να το κάνουμε επειδή αλλάζουμε γνώμη λίγο πριν το κλείσιμο μιας υπόθεσης ή στέλνουμε αντιφατικά μηνύματα, τότε γινόμαστε αποδέκτες κουνημάτων του κεφαλιού και υπονομεύουμε τη φήμη μας, βλάπτοντας τη θέση μας πολύ ευρύτερα σε σχέση με το όποιο μεμονωμένο θέμα» έγραψε, όχι φέτος αλλά πέρυσι, ο Μίχαελ Κλάους, μόνιμος αντιπρόσωπος της Γερμανίας στην ΕΕ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News