Είναι οι ΗΠΑ μια γερασμένη υπερδύναμη, όπως ισχυρίζονται κάποιοι αναλυτές; Ερωτήματα σαν κι αυτό απασχολούν όλο και περισσότερο τις γεωστρατηγικές και γεωπολιτικές προσεγγίσεις με αφορμή την εμπλοκή των ΗΠΑ σε μια ακόμη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή.
Το Πεντάγωνο έστειλε πριν από λίγες μέρες ένα δεύτερο αεροπλανοφόρο και επιπλέον μαχητικά αεροσκάφη στην περιοχή, καθώς το Ισραήλ ετοιμάζεται να επεκτείνει τις επιχειρήσεις του στη Γάζα. «Τα αμερικανικά πολεμικά πλοία δεν έχουν σκοπό να εμπλακούν στις μάχες στη Γάζα ή να λάβουν μέρος στις επιχειρήσεις του Ισραήλ. Ωστόσο, η παρουσία δύο εκ των ισχυρότερων αεροπλανοφόρων του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ έχει στόχο να στείλει ένα μήνυμα αποτροπής στο Ιράν και τους συμμάχους του στην περιοχή, όπως η Χεζμπολάχ στον Λίβανο» αναφέρει το CNN.
Η πρώτη ομάδα κρούσης με επικεφαλής το αεροπλανοφόρο USS Gerald R. Ford έφθασε στις ακτές του Ισραήλ στις αρχές Οκτωβρίου και ακολούθησε το USS Dwight D. Eisenhower, το οποίο με εντολή Μπάιντεν ξεκίνησε το ταξίδι του από το Νόρφολκ της Βιρτζίνια προς την ανατολική Μεσόγειο.
«Καμία άλλη χώρα δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Τα αεροπλανοφόρα είναι μια δήλωση αμερικανικής ισχύος 200.000 τόνων σε μια εποχή που μεγάλο μέρος του κόσμου πιστεύει ότι η αμερικανική ισχύς βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία» σημειώνει ο Economist, τονίζοντας πως ο τρόπος με τον οποίο ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα διαχειριστεί τον πόλεμο μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς «θα καθορίσει τον παγκόσμιο ρόλο της Αμερικής».
«Παρ’ όλες τις αλλαγές στη Μέση Ανατολή, το βασικό πρόβλημα των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή δεν έχει αλλάξει εδώ και 60 χρόνια: Πώς μπορούν να προστατεύσουν το Ισραήλ, τον στενότερο σύμμαχό τους εκεί, ενισχύοντας παράλληλα τη σταθερότητα και διατηρώντας συνεργασίες με τους άραβες γείτονές του» σχολιάζει ο διακεκριμένος δημοσιογράφος Ντέιβιντ Ιγκνάτιους στην Washington Post.
Για την ευαίσθητη αυτή ισορροπία οι επόμενοι μήνες θα δείξουν πολλά. Στις 20 Οκτωβρίου ο Μπάιντεν μίλησε για «σημείο καμπής», τονίζοντας την ανάγκη καταστολής της τρομοκρατίας της Χαμάς, καθώς και της επιθετικότητας της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας. Ωστόσο, σύμφωνα με τη βρετανική επιθεώρηση, η εξωτερική απειλή για τις ΗΠΑ και τη Δύση έχει τρία σκέλη:
Το πρώτο είναι η αναταραχή που εξαπλώνεται από το Ιράν στη Μέση Ανατολή και από τη Ρωσία στην Ουκρανία. Η επιθετικότητα και η αστάθεια απορροφούν τους αμερικανικούς πολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς πόρους. Στην Ευρώπη, η σύγκρουση θα μπορούσε να εξαπλωθεί αν η Ρωσία μπορούσε να πετύχει τον στόχο της στην Ουκρανία. Στη Μέση Ανατολή, η αιματοχυσία στη Γάζα θα μπορούσε να ριζοσπαστικοποιήσει τους πληθυσμούς της περιοχής, στρέφοντάς τους εναντίον των κυβερνήσεών τους, πολλές από τις οποίες είναι φιλικές προς τη Δύση. Οι πόλεμοι αυτοί οδηγούν στην εμπλοκή των ΗΠΑ, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η οποία γίνεται παράλληλα εύκολος στόχος.
Η δεύτερη απειλή είναι η πολυπλοκότητα. Μια ομάδα χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας και της Σαουδικής Αραβίας, κοιτάζουν όλο και πιο στενά τα δικά τους συμφέροντα. Σε αντίθεση με το Ιράν και τη Ρωσία, οι χώρες αυτές δεν επιθυμούν το χάος, αλλά ούτε και θα λάβουν εντολές από την Ουάσινγκτον. «Και γιατί να το κάνουν;» ρωτά η βρετανική επιθεώρηση, σημειώνοντας ότι «αυτό κάνει τη δουλειά της υπερδύναμης πιο δύσκολη. Κοιτάξτε, για παράδειγμα, τα παιχνίδια της Τουρκίας για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, που φαινομενικά επιλύθηκαν αυτή την εβδομάδα μετά από 17 μήνες κουραστικών διαφωνιών».
Η τρίτη και μεγαλύτερη απειλή είναι, ασφαλώς, η Κίνα. Το Πεκίνο δεν κινείται, προφανώς, με βάση στις αξίες που κατοχυρώνονται στους παγκόσμιους θεσμούς, όπως η δημοκρατία, η ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Προωθεί την προτεραιότητα που θεωρεί ότι έχει η ανάπτυξη έναντι της ατομικής ελευθερίας και την εθνική κυριαρχία έναντι των οικουμενικών αξιών. Η Κίνα, η Ρωσία και το Ιράν συγκροτούν μια χαλαρά συντονισμένη ομάδα. Το Ιράν προμηθεύει μη επανδρωμένα αεροσκάφη στη Ρωσία και πετρέλαιο στην Κίνα. Στο πλαίσιο του ΟΗΕ, η Ρωσία και η Κίνα προσφέρουν διπλωματική κάλυψη στη Χαμάς, που σχετίζεται με το Ιράν.
Η Αμερική αντιμετωπίζει, επομένως, έναν πολύπλοκο και εχθρικό κόσμο. Για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1970, όταν η Σοβιετική Ενωση έμεινε πίσω στον ανταγωνισμό του Ψυχρού Πολέμου, οι ΗΠΑ έχουν απέναντί τους ένα σοβαρό και οργανωμένο αντίπαλο δέος, με επικεφαλής την Κίνα. Στο εσωτερικό, η πιθανότητα επιστροφής του Τραμπ και ο απομονωτισμός που υποστηρίζει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι μια ακόμη διάσταση. Οι τραμπικοί Ρεπουμπλικανοί θέλουν να σταματήσουν να ενισχύουν άλλες χώρες με όπλα και χρήματα.
«Αυτό δεν βγάζει κανένα νόημα, ακόμη και από τη σκοπιά του πιο στενού, ιδιοτελούς συμφέροντος. Ο πόλεμος δίνει στην Αμερική τη δυνατότητα να αποδυναμώσει τον Πούτιν και να αποτρέψει την Κίνα από το να εισβάλει στην Ταϊβάν, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τα δικά της στρατεύματα. Η εγκατάλειψη της Ουκρανίας, αντίθετα, θα είναι σαν να προσκαλεί μια ρωσική επίθεση στο ΝΑΤΟ η οποία θα κοστίσει πολύ περισσότερες ζωές Αμερικανών και θα σηματοδοτήσει σε φίλους και εχθρούς ότι η Αμερική δεν είναι πλέον αξιόπιστος σύμμαχος» επισημαίνει ο Economist. «Δεν μπορούμε να ξέρουμε πού μπορεί να καταλήξει η Αμερική εάν ο Τραμπ επιστρέψει στον Λευκό Οίκο» προσθέτει το βρετανικό περιοδικό.
Στη Μέση Ανατολή, οι ΗΠΑ παρέχουν όπλα, πληροφορίες και τεχνογνωσία στο Ισραήλ –όπως ακριβώς έχει κάνει και στην Ουκρανία– με στόχο να σταματήσει έναν ευρύτερο πόλεμο. Κάποιοι αναλυτές σχολιάζουν ότι μια γερασμένη υπερδύναμη εμπλέκεται σε μια σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, από την οποία προσπαθούσε επί σχεδόν 15 χρόνια να απεμπλακεί.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν απόψεις όπως αυτές του Ιγκνάτιους στην Washington Post, o οποίος επιμένει ότι «όποτε η ισχύς των ΗΠΑ ήταν καθοριστική και επικοινωνήθηκε με σαφήνεια, οι πόλεμοι στη Μέση Ανατολή οδήγησαν σε ειρηνευτικές συμφωνίες που συνήθως είχαν διάρκεια». Κατά τον ίδιο, οι ΗΠΑ πρέπει να εμπλακούν δυναμικά «και να το ακούσουν φίλοι και εχθροί».
Η νέα κρίση στην περιοχή θα δοκιμάσει κατά πόσον η Αμερική μπορεί να προσαρμοστεί σε έναν πιο σύνθετο και απειλητικό κόσμο. «Εχει ακόμη πολλά να προσφέρει, ειδικά αν συνεργαστεί με τους συμμάχους της για να ενισχύσει την ασφάλεια και να διατηρήσει το εμπόριο ανοιχτό» συμπεραίνει ο Economist και προσθέτει: «Οι αξίες της, όσο ατελώς και αν γίνονται πράξη, εξακολουθούν να προσελκύουν ανθρώπους από όλον τον πλανήτη με τρόπο που δεν το κάνει ο κινεζικός κομμουνισμός. Αν ο Μπάιντεν καταφέρει να διαχειριστεί την κρίση γύρω από τη Γάζα, αυτό θα είναι καλό για τις ΗΠΑ, καλό για τη Μέση Ανατολή, καλό για ολόκληρο τον Κόσμο».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News