Ενιαία αντέδρασαν τα κράτη της Ευρώπης στον πόλεμο που κήρυξε ο Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ουκρανία και έπειτα από περισσότερους από εννέα μήνες πολέμου, παρά τις όποιες προστριβές, το ευρωπαϊκό μέτωπο παραμένει αρραγές.
Σε αυτό το πλαίσιο και έχοντας στραμμένο το βλέμμα τους στο μέλλον, η Γαλλία και η Γερμανία έχουν καταστεί φορείς δύο σχεδίων διεύρυνσης της Ευρώπης, που προσφέρουν διαφορετικούς ορίζοντες αλλά θέτουν σε κίνηση δυνάμεις που ενδέχεται να επισπεύσουν την πιο καίρια από τις μεταρρυθμίσεις, όσον αφορά το ευρωπαϊκό μέλλον: την αντικατάσταση της ομοφωνίας από την πλειοψηφία.
Σε κύριο άρθρο της La Repubblica, ο διευθυντής της ιταλικής εφημερίδας Μαουρίτσιο Μολινάρι εξηγεί ότι το σχέδιο του Παρισιού είναι η «Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα». Ο Εμανουέλ Μακρόν το παρουσίασε τον Μάιο και τον περασμένο Οκτώβριο πραγματοποιήθηκε μια πρώτη συνάντηση στην Πράγα στην οποία παρέστησαν 44 ευρωπαϊκά κράτη – τα μέλη της ΕΕ και οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, τα κράτη του Καυκάσου (Γεωργία, Αζερμπαϊτζάν, Αρμενία), η Βρετανία, η Τουρκία, η Ισλανδία, η Ουκρανία και η Μολδαβία.
«Η βασική ιδέα είναι να δημιουργηθεί ένα φόρουμ στο οποίο οι ευρωπαίοι εταίροι, εντός και εκτός ΕΕ, θα μπορούν να διαμορφώνουν κοινές θέσεις για την αντιμετώπιση ζητημάτων στρατηγικής επείγουσας ανάγκης ή μακροπρόθεσμης ανάπτυξης», γράφει ο ιταλός δημοσιογράφος. Εξηγεί ότι ο γάλλος πρόεδρος ακολουθεί τα ίχνη του μακρινού προκατόχου του, του Φρανσουά Μιτεράν, ο οποίος, αμέσως μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, οραματίστηκε μια «Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία». Ο Εμανουέλ Μακρόν επιδιώκει να θέσει τις βάσεις μιας Ευρώπης «παράλληλων κύκλων», στην οποία θα ανήκουν όλα τα ευρωπαϊκά κράτη (εξαιρουμένων της Ρωσίας και της Λευκορωσίας) επιτρέποντας, έτσι, στο μέλλον, σε έναν πιο συνεκτικό πυρήνα εταίρων της ΕΕ να επιταχύνει την πολιτικοοικονομική ολοκλήρωση μέσω ενισχυμένων συνεργασιών όσον αφορά επιμέρους ζητήματα.
Το γερμανικό σχέδιο το παρουσίασε τον περασμένο Αύγουστο ο ίδιος ο καγκελάριος της Γερμανίας. Μιλώντας στο Πανεπιστήμιο της Πράγας, έκανε λόγο για μια Ευρωπαϊκή Ενωση «30 ή 36 μελών» (σήμερα είναι 27) στην οποία θα ενταχθούν τα Δυτικά Βαλκάνια (Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Βόρεια Μακεδονία, Σερβία, Κόσοβο) καθώς και η Ουκρανία, η Μολδαβία, και η Γεωργία, δηλαδή τα τρία κράτη που έχουν δεχτεί επίθεση ή απειλούνται στρατιωτικά από τον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Στόχος του γερμανού ηγέτη είναι η δημιουργία μιας «ενιαίας αγοράς περισσότερων από 500 εκατομμύρια κατοίκων – της μεγαλύτερης και της πλουσιότερης του πλανήτη – ικανής να έχει μια κοινή πολιτική ασφάλειας καθώς και κοινές γραμμές δράσης σε ζητήματα όπως το άσυλο για τους πρόσφυγες, προκειμένου να εκτονωθεί το μεταναστευτικό ζήτημα ως μόνιμο στοιχείο κρίσεων και διαφωνιών», συνοψίζει ο Μολινάρι.
Ο γερμανός καγκελάριος μιλάει ανοιχτά για «ευρωπαϊκή κυριαρχία», έχοντας κατά νου πως μια Ευρωπαϊκή Ενωση τέτοιων διαστάσεων δεν θα μπορεί να μην προβαίνει στον καθορισμό και την εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών οι οποίες θα αποφασίζονται «πλειοψηφικά», το οποίο σημαίνει ότι θα έχει καταργηθεί το δικαίωμα βέτο, που επιτρέπει σε κάθε κράτος-μέλος να μπλοκάρει οποιαδήποτε συλλογική απόφαση.
Παρότι διαφέρουν σημαντικά – «ως προς την προσέγγιση, τη δομή και τους ορίζοντες» – αμφότερα τα πλάνα θέτουν την Ευρώπη ενώπιον της ανάγκης να αρχίσει να εξετάζει τρόπους για την αντιμετώπιση δύο θεμελιωδών, εγγενώς αλληλένδετων, ζητημάτων: «της τρίτης διεύρυνσης προς τα ανατολικά (μετά από εκείνες των δεκαετιών του 1990 και του 2000) και του καθορισμού της έννοιας της “ευρωπαϊκής κυριαρχίας”».
Σε αυτό το πλαίσιο, δεδομένου ότι η αναπτυξιακή πορεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης επιτυγχάνεται (ανέκαθεν) μέσω αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων μεταξύ των εταίρων, τα ευρωπαϊκά κράτη καλούνται να καθορίσουν και να παρουσιάσουν τις θέσεις τους, όσον αφορά την αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε αυτόν τον νέο αιώνα η δεύτερη δεκαετία του οποίου σημαδεύτηκε από σοβαρές κρίσεις: «από την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ έως τη ρωσική επιθετικότητα κατά της Ουκρανίας και την ανάδειξη της Τουρκίας ως στρατιωτικής δύναμης στην περιοχή της Μεσογείου», σημειώνει ο Μολινάρι.
Εστιάζοντας την προσοχή του στην πατρίδα του, κάνει λόγο για «στρατηγική πρόκληση» η οποία δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποτιμηθεί. Γιατί η κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι κληρονόμησε από την κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι «τον ρόλο μιας Ιταλίας που πρωταγωνιστεί στις διαδικασίες ολοκλήρωσης της ΕΕ στην Υγεία, την Αμυνα και την Ενέργεια, υποστηρίζοντας, συγχρόνως, σταθερά την ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων, προκειμένου να σταθεροποιηθεί μια περιοχή που εξακολουθεί να είναι σήμερα φορέας σοβαρών κινδύνων».
Η ιταλίδα πρωθυπουργός καλείται, οπότε, να αποφασίσει πώς θα αντιδράσει ενώπιον των πρωτοβουλιών του Παρισιού και του Βερολίνου και κυρίως, πώς θα προσεγγίσει το ζήτημα της ευρωπαϊκής κυριαρχίας, την οποία η ίδια επέκρινε ανοιχτά κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.
Οι πρόσφατες προστριβές με το Παρίσι και το Βερολίνο, όσον αφορά τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, «σίγουρα δεν συμβάλλουν στον καθορισμό μιας ευρείας ιταλικής θέσης για τον απλούστατο λόγο ότι μας κάνουν να φαινόμαστε στις Βρυξέλλες ως ένα έθνος που φέρει ιδεολογικές συγκρούσεις, οι οποίες, εξ ορισμού, παρεμποδίζουν την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», παραδέχεται ο ιταλός δημοσιογράφος.
Θεωρητικά η Ιταλία μπορεί να ευθυγραμμιστεί με το Παρίσι και το Βερολίνο, επιδιώκοντας να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο, λόγω της στρατηγικής σχέσης της με τα Δυτικά Βαλκάνια, στη διεύρυνση της ΕΕ προς τα ανατολικά. Πρώτα, ωστόσο, η ιταλική κυβέρνηση πρέπει άμεσα να ξεκαθαρίσει εάν υποστηρίζει ή εναντιώνεται σε μια πιο μεγάλη και ενωμένη Ευρώπη, η οποία θα κυβερνάται πλειοψηφικά, όντας «κυρίαρχη» σε σχέση με τα κράτη που τη συναποτελούν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News