Τον λόρδο Βύρωνα επικαλείται η Κλόε Πίκολι της La Repubblica, γράφοντας για τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Ο άγγλος ποιητής και πρωτοπόρος του ρομαντισμού, ένας από τους πρώτους που κατήγγειλε την ανείπωτη λεηλασία στην οποία επιδόθηκε ο άρπαγας λόρδος Ελγιν, δεν είχε καμία αμφιβολία πως έπρεπε να επιστραφούν στην Ελλάδα. Ηταν αρχές του 19ου αιώνα, μεταξύ 1801 και 1812, και ο διάλογος που άρχισε τότε ακόμη να ολοκληρωθεί, «αντιθέτως, από τη σκοπιά ενός μετά-αποικιακού ιστορικού και πολιτικού οράματος, η επιστροφή έργων τέχνης και αρχαιολογικών ευρημάτων, αποκτά σήμερα ακόμη πιο σημαντική συμβολική αξία που δεν αφορά μόνο τη Βρετανία και την Ελλάδα, αλλά πολλά άλλα κράτη και μερικά από τα πιο διάσημα μουσεία και συλλογές στον κόσμο», γράφει η ιταλίδα δημοσιογράφος.
Πλέον στη συζήτηση για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης μετέχουν πολλοί και διάφοροι φορείς, περιλαμβανομένων, φυσικά, πολιτικών και διευθυντών μουσείων, σε μια λεπτή ισορροπία που σχετίζεται όχι μόνο με τα Γλυπτά αυτά καθαυτά αλλά και με τις διεθνείς σχέσεις. Ενα πρώτο βήμα έγινε από το Αρχαιολογικό Μουσείο Antonio Salinas του Παλέρμο το οποίο επέστρεψε το 2021, με τη μορφή δανείου, ένα σημαντικό κομμάτι τμήματος του Παρθενώνα και ακολούθησαν τα Μουσεία του Βατικανού που απέδωσαν, τον περασμένο Μάρτιο, στην Αθήνα, τρία θραύσματα από τις μετόπες, τη ζωφόρο και τα αετώματα του Παρθενώνα.
«Φυσικά και δεν υπάρχει άλλη απάντηση: τα αυθεντικά Γλυπτά πρέπει να επιστρέψουν στο Μουσείο της Ακρόπολης στην Αθήνα», υποστηρίζει και ο Μπερνάρ Τσουμί, ο γαλλοελβετός αρχιτέκτονας που σχεδίασε το εξαιρετικό κτίριο που στεγάζει τους θησαυρούς της Ακρόπολης. «Αυτό που ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ήταν ότι θέλαμε να παρουσιάσουμε τη ζωφόρο στο σύνολό της, με την ίδια σειρά του πρωτότυπου, με εκείνη την οπτική και αφηγηματική ισχύ που μπορούσαν να διακρίνουν οι Αθηναίοι καθώς περπατούσαν στον Παρθενώνα. Αυτό ήταν το ζητούμενο: είτε είχαμε όλα τα αυθεντικά Γλυπτά είτε όχι», εξήγησε, συνομιλώντας με την ιταλίδα δημοσιογράφο.
Η Κλόε Πίκολι σημειώνει πως το Μουσείο της Ακρόπολης βρίσκεται στον πυρήνα του διαλόγου για την επιστροφή των Γλυπτών, «επίσης επειδή μεταξύ των θεμάτων που χαρακτηρίζουν αυτό το συναρπαστικό κτίριο, χτισμένο μπροστά στην Ακρόπολη με εκπληκτική θέα στον βράχο όπου οι Αθηναίοι είχαν ανεγείρει ναούς, θέατρα και δημόσια κτίρια, σύμβολα της δημοκρατικής πόλης, υπάρχει και το θέμα της αποκατάστασης», με τον Μπερνάρ Τσουμί να αναδεικνύει τα Γλυπτά που λείπουν, μερικές φορές αφήνοντας πολύ εμφανείς κενούς χώρους, άλλες φορές τονίζοντας τα αντίγραφα.
«Ο χώρος σχεδιάστηκε έτσι ώστε το περιπατητικό κοινό να μπορεί να παρακολουθεί τη αφήγηση της ζωφόρου όπως ακριβώς όταν κατασκευάστηκε. Ακόμα και σήμερα, ένα μέρος της ζωφόρου βρίσκεται στο Λονδίνο, στο Βρετανικό Μουσείο και το υπόλοιπο στην Αθήνα. Αυτό στο Λονδίνο είναι πρωτότυπο όπως και αυτό της Αθήνας. Αλλά το πάχος των Γλυπτών του Λονδίνου περιορίστηκε, ούτως ώστε να μειωθεί το βάρος για τη μεταφορά τους. Οταν λοιπόν ξεκινήσαμε να σχεδιάζουμε τη ζωφόρο αφήσαμε μια αισθητή διαφορά στο πάχος. Τα μαρμάρινα τετράγωνα της Αθήνας είναι διπλάσια από τα αντίγραφα των Γλυπτών του Λονδίνου», πρόσθεσε ο επιφανής αρχιτέκτονας.
Η «βαθιά πολιτική σημασία της αποκατάστασης» της ζωφόρου του Παρθενώνα που αντικατοπτρίζεται στον σχεδιασμό του μουσείου καθίσταται ξεκάθαρη «στο υπέροχο τρίτο επίπεδο του μουσείου, ένα απέραντο γυάλινο κουτί από το οποίο μπορείτε να δείτε τον βράχο της Ακρόπολης, όπου ο αρχιτέκτονας έχει ανακατασκευάσει τη ζωφόρο του Παρθενώνα σε φυσικό μέγεθος, εισάγοντας τους αρχικούς μαρμάρινους ογκόλιθους που κατέχει η Ελλάδα δίπλα σε αντίγραφα των Γλυπτών που εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο αναγνωρίσιμα από το πάχος και το υλικό κατασκευής τους», όπως συνοψίζει, εντυπωσιασμένη, η δημοσιογράφος της La Repubblica.
Γεννημένος στη Λωζάννη της Ελβετίας το 1944, ο Μπερνάρ Τσουμί, πέρα από αρχιτέκτονας είναι επίσης συγγραφέας, θεωρητικός και ακαδημαϊκός, εκπρόσωπος του μεταμοντέρνου κινήματος. Ζει και εργάζεται άλλοτε στη Νέα Υόρκη και άλλοτε στο Παρίσι, στις δύο έδρες του αρχιτεκτονικού γραφείου Bernard Tschumi Architects. Εχει διδάξει, μεταξύ άλλων, στο Πανεπιστήμιο Columbia, στην Cooper Union στη Νέα Υόρκη και στην Architectural Association στο Λονδίνο. Σημαντικά έργα του θεωρούνται το πάρκο La Villette στο Παρίσι, το Εθνικό Κέντρο Σύγχρονων Τεχνών Le Fres, η επέκταση του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη, η Γυάλινη Βιβλιοθήκη του Μουσείου του Γκρόνινγκεν και, φυσικά, το Νέο Μουσείο Ακρόπολης.
«Το κοινό εισέρχεται στο πρώτο επίπεδο του μουσείου που χτίστηκε πάνω από τον αρχαιολογικό χώρο που φαίνεται κάτω από το διαφανές δάπεδο. Τα ερείπια είναι τόσο κοντά που νιώθεις ότι μπορείς να τα αγγίξεις, περπατάς από πάνω τους και τα βλέπεις μέσα από το τζάμι. Εκεί ξεκινά ένα ανοδικό ταξίδι σε εποχές της ελληνικής ιστορίας μέχρι το τρίτο επίπεδο και, στο τέλος, την απίστευτη ζωφόρο του Παρθενώνα με τα γλυπτά του Φειδία, την αποθέωση της κλασικής περιόδου της ελληνικής τέχνης. Εδώ η κίνηση των ανθρώπων που περπατούν γύρω από τη ζωφόρο είναι θεμελιώδης, γιατί είναι βυθισμένοι στην αρχαία αφήγηση, είναι σαν η εικόνα να κινείται. Και μετά, κινώντας το βλέμμα τους, έχουν την απίστευτη θέα του πραγματικού Παρθενώνα στην Ακρόπολη και της σύγχρονης πόλης. Ενα βραχυκύκλωμα μεταξύ εποχών και τόπων», ανέφερε σχετικά ο Μπερνάρ Τσουμί.
Η Κλόε Πίκολι αναφέρει στο κείμενό της πως η σχέση ανάμεσα στην αρχιτεκτονική, την κίνηση και τον κινηματογράφο ήταν ανέκαθεν ένα από τα σημεία αναφοράς του αρχιτέκτονα, τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν στο πλαίσιο μιας μελέτης του ονόματι The Manhattan Transcript (1978) παρατηρούσε την κίνηση των ανθρώπων ενώπιον σχεδίων του με διαστάσεις αρκετών μέτρων. «Ως νέος αρχιτέκτονας στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα με ενδιέφερε η ιδέα σύμφωνα με την οποία η αρχιτεκτονική δεν μπορεί να διαχωριστεί από την κίνηση. Η αλληλεπίδραση με την αρχιτεκτονική συνεπάγεται την κίνηση του σώματος στον χώρο», είπε.
Σημειώνοντας η ιταλίδα δημοσιογράφος πως αυτή η κίνηση του σώματος, παράγει, «όπως στις αρχαίες πομπές, διαφορετικές αντιλήψεις του χώρου και της εικόνας», αναφέρει πως μέσα από μια σειρά από ενδιαφέρουσες συμπτώσεις, ο Μπερνάρ Τσουμί ανακάλυψε ότι ο ιδιοφυής πρωτοπόρος του σοβιετικού και παγκόσμιου κινηματογράφου Σεργκέι Αϊζενστάιν θεωρούσε τη ζωφόρο του Παρθενώνα ως την πρώτη εμπειρία κινούμενης εικόνας.
«Είναι απαραίτητο η ζωφόρος να ανασυντεθεί εξ ολοκλήρου, με τα Γλυπτά του Λονδίνου και εκείνα της Βιέννης και άλλων, προκειμένου να αποκατασταθεί η αφήγηση και η εμπειρία της κινούμενης εικόνας που είχαν ήδη φανταστεί οι έλληνες καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες», πρόσθεσε ο Τσουμί. Αναγνώρισε, ωστόσο, πως «το θέμα είναι πολύ λεπτό, γιατί εάν το Βρετανικό Μουσείο επέστρεφε τα Γλυπτά του Ελγιν, άλλα κράτη θα ζητούσαν, για παράδειγμα από το Λούβρο στο Παρίσι ή το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης στη Νέα Υόρκη, να επιστρέψουν άλλα έργα, και έτσι θα προέκυπτε ένα πραγματικά μεγάλο διεθνές ζήτημα».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News