Ο 61ος γύρος των διερευνητικών επαφών Ελλάδας και Τουρκίας που αναμένεται να ξεκινήσουν τις επόμενες ημέρες είναι ίσως ο πιο υποθηκευμένος από όλους. Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 60 γύρων (2002-2016), ουδέποτε η πολιτική ατμόσφαιρα ήταν τόσο φορτισμένη, ο Ταγίπ Ερντογάν και οι συνεργάτες του ήταν πολύ πιο κόσμιοι και δεν είχε προηγηθεί η μεταπολεμικά μεγαλύτερη συγκέντρωση ναυτικών δυνάμεων στο Αιγαίο και την περιοχή του Καστελόριζου. Επιπλέον, εκείνη την περίοδο το «αυτοκρατορικό» πολιτικό αφήγημα του Ερντογάν δεν είχε ακόμα ξεδιπλωθεί στον βαθμό που αυτό συνέβη μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016.
Αν δούμε τι έχει συμβεί έκτοτε στις δύο χώρες, μπορούμε να υπολογίσουμε με σχετική ασφάλεια τι μπορεί να περιμένει κάποιος από τις διερευνητικές Ελλάδας – Τουρκίας.
Το 2016 η Ελλάδα βρισκόταν ακόμα στον αστερισμό της προσπάθειας για έξοδο από την κρίση. Παρά τις ελληνοτουρκικές προκλήσεις που έκτοτε πλήθαιναν ολοένα και πιο έντονα (εμβολισμός Περιπολικού «Γαύδος» τον Φεβρουάριο του 2018, έρευνες «Μπαρμπαρός» στα ανατολικά της ελληνικής υφαλοκρηπίδας τον Νοέμβριο του 2018, απόπειρα εισβολής στον Εβρο τον Μάρτιο του 2020, δραστηριότητες «Oruc Reis» τον Αύγουστο που πέρασε), στην Ελλάδα η κοινή γνώμη και το πολιτικό σύστημα παρέμεναν προσηλωμένοι στο στοίχημα της ανάγκης για οικονομική ανάκαμψη και αναζωογόνηση μετά την πολυκύμαντη μνημονιακή περιπέτεια. Τα κατά καιρούς προβλήματα, παρότι ορατά στην Ελλάδα, δεν ήταν αρκετά για να στρέψουν καθοριστικά τις προτεραιότητες της Αθήνας προς την Τουρκία, αν και στους διπλωματικούς κύκλους η Αγκυρα ουδέποτε έπαψε να είναι ο πρωταρχικός κίνδυνος για την επιστροφή στην όποια «κανονικότητα». Μόλις πριν από λίγες ημέρες ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραδέχθηκε ότι στην αρχή της θητείας του είχε πιστέψει πως μπορεί να συνομιλήσει ειλικρινά με τον Ερντογάν, ώστε να συνεννοηθούν. Οι προσδοκίες του κ. Μητσοτάκη μπορεί να διαψεύστηκαν, ωστόσο αυτό που ακολούθησε ήταν πραγματικά ανεπανάληπτο για την ελληνική διπλωματία (συμφωνίες ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο, πλαίσιο κυρώσεων από την ΕΕ) και την άμυνα (αποφάσεις για ουσιαστική ενίσχυση του οπλοστασίου με δεκαετή ορίζοντα).
Στον αντίποδα της ελληνικής προσπάθειας, μετά το 2016 η Τουρκία του Ερντογάν φανέρωνε τις ειλικρινές προθέσεις της ηγετικής ομάδας. Λίγο μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος, η Τουρκία εισέβαλε στη Βόρεια Συρία και ενέτεινε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις (κυρίως από αέρος) στο Βόρειο Ιράκ. Στη συνέχεια παρουσιάστηκε στη Λιβύη, τον Νοέμβριο του 2019 ολοκλήρωσε τη συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας με τη διοίκηση της Τρίπολης, μαζί με το γνωστό πια σε όλους στην Ελλάδα τουρκολιβυκό μνημόνιο, που σχεδιάστηκε παραβλέποντας την ύπαρξη νησιών όπως η Ρόδος.
Η ελληνική πλευρά ορθώς βάζει στο τραπέζι τα μοναδικά ζητήματα που θεωρεί ότι μπορεί να τεθούν, όπως η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ. Απαντες, βέβαια, γνωρίζουν ότι το βασικό αντικείμενο των συζητήσεων στους προηγούμενους γύρους ήταν τα χωρικά ύδατα (δηλαδή η αιγιαλίτιδα ζώνη) στο Αιγαίο. Εφόσον η επί της αρχής συμφωνία σε αυτό οδηγούσε σε συνθήκη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τότε θα προσαρμοζόταν αναλόγως και ο Εθνικός Εναέριος Χώρος, ώστε να αντιστοιχεί και στα χωρικά ύδατα.
Παρά τις κραυγές διαφόρων, αυτή ήταν η ατζέντα και, βεβαίως, παραμένει. Από εκεί και πέρα ξεκινούν τα δύσκολα. Είτε μέσω του υπουργού Μεβλούτ Τσαβούσογλου είτε μέσω του εκπροσώπου του προέδρου Ερντογάν, του Ιμπραήμ Καλίν, οι Τούρκοι έχουν ευθέως αναφερθεί στην ανάγκη στήριξης των δικαιωμάτων της «τουρκικής μειονότητας» στη «Δυτική Θράκη», αλλά και σε νησιά του Αιγαίου δίχως καθορισμένη κυριαρχία («γκρίζες ζώνες»). Είναι ξεκάθαρο: αν οι Τούρκοι επιθυμούν οι διερευνητικές επαφές να έχουν ελπίδα επιτυχίας, τότε δεν μπορεί να θέσουν στο τραπέζι ζητήματα που αφορούν τον πυρήνα της Συνθήκης της Λωζάνης, όπως είναι η μουσουλμανική μειονότητα και η κυριαρχία των νησιών που βρίσκονται δυτικά των τριών ναυτικών μιλίων από τις τουρκικές ακτές και το 1923 παραχωρήθηκαν τελεσίδικα στην Ελλάδα.
Θεωρητικά, η έναρξη των διερευνητικών μεταφέρει το ζήτημα στη διμερή διαπραγμάτευση. Ο Γιαν Χέκερ, διπλωματικός σύμβουλος της καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ, συνομίλησε διά τηλεδιασκέψεως με τον Ιμπραήμ Καλίν και την επί των διπλωματικών του Κυριάκου Μητσοτάκη, Ελένη Σουρανή, ωστόσο δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι Γερμανοί απλώς θα παρακολουθούν εξ αποστάσεως όλα όσα εξελίσσονται. Οπως προκύπτει, το Βερολίνο θα λειτουργεί στο εξής ως μεσολαβητής «εσχάτης προσφυγής» σε περίπτωση που Αθήνα και Αγκυρα δεν μπορούν να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους στο διπλωματικό πεδίο.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ιδιαίτερα κρίσιμη είναι και η στάση της Γαλλίας που, όπως προκύπτει από τις τελευταίες δηλώσεις του Εμανουέλ Μακρόν (ότι η Τουρκία «πήρε το μήνυμα»), αλλά και μια συνέντευξη του υφυπουργού Εξωτερικών Κλεμάν Μπον στην «Καθημερινή» («Καλούμε λοιπόν την Αγκυρα να δημιουργήσει τις συνθήκες αυτού του διαλόγου, απέχοντας από απειλές ή μονομερείς πράξεις»), στηρίζει τον διάλογο, κρατώντας πάντα ανοιχτό το «παράθυρο» των κυρώσεων («Πρέπει πάντως να προετοιμαστούμε για κάθε ενδεχόμενο, αν η Τουρκία δεν ανταποκριθεί στην πρόσκληση για διάλογο»).
Η έλευση και οι φιλοδοξίες του Πομπέο
Σπάνια σε μια ελληνοτουρκική διένεξη οι ΗΠΑ δεν είχαν λόγο. Και ίσως η κρίση των τελευταίων μηνών να είναι η πρώτη φορά που πραγματικά η Ουάσινγκτον κινήθηκε πολύ νωχελικά. Ωστόσο, τις τελευταίες εβδομάδες παρατηρείται μια ποιοτική διαφορά, η οποία φαίνεται ότι οφείλεται στην ενεργοποίηση των αντανακλαστικών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αλλά και του ενστίκτου επιβίωσης του Μάικ Πομπέο, που τις επόμενες ημέρες αναμένεται να επισκεφθεί την Αθήνα και τη στρατιωτική βάση της Σούδας.
Η αμερικανική ενεργοποίηση, έστω τόσο αργά, στην κρίση της Ανατολικής Μεσογείου, οφείλεται, σύμφωνα με τους ειδικούς, σε τρία στοιχεία:
Πρώτον, στην αναγνώριση της πιθανότητας σύγκρουσης ανάμεσα σε δύο κράτη-συμμάχους στο ΝΑΤΟ.
Δεύτερον, σε λόγους που αφορούν τον Μάικ Πομπέο: ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ δεν έχει ακόμα κλείσει τα 57 χρόνια του, έχει διατελέσει επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας επί δυόμισι ενεργητικά έτη και σίγουρα έχει βλέψεις να εκπροσωπήσει κάποια στιγμή τους Ρεπουμπλικανούς για το ανώτατο αξίωμα.
Τρίτον, η Ουάσινγκτον διέβλεψε τον κίνδυνο μιας σύγκρουσης πριν από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου, κάτι που θα δημιουργούσε όχι μόνο στον Ντόναλντ Τραμπ, αλλά συνολικά στους Ρεπουμπλικανούς, μια ακόμα «πληγή» λίγο πριν από την κάλπη.
Σε όλο αυτό το περίπλοκα παράδοξο περιφερειακό περιβάλλον και με το τζίνι του τουρκικού επεκτατισμού να περιφέρεται ελεύθερο έξω από το λυχνάρι του, Αθήνα και Αγκυρα κατευθύνονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Δίχως ορατό χρονικό ορίζοντα ολοκλήρωσής τους και δίχως οποιαδήποτε διασφάλιση ότι η Τουρκία δεν θα πιέζει ταυτόχρονα και στρατιωτικά προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς της στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News