«Το 1968 υπήρξε πιθανότατα η πιο σημαντική, η πιο τρελή, η πιο μπερδεμένη χρονιά της ζωής μου. Γεννήθηκα το 1947 που σημαίνει ότι το 1968 είχα κλείσει τα 21. Εκείνη την εποχή ήμουν νέος αλλά όχι και τόσο νέος», θυμάται, σήμερα, 50 χρόνια μετά, ο Πολ Oστερ. To 1968 o ιδιαίτερα δημοφιλής και στην Ελλάδα Αμερικανός συγγραφέας δεν ήταν «και τόσο νέος» γιατί κατά τη διάρκεια της εφηβείας του ενδιαφερόταν έντονα για τα τεκταινόμενα τόσο στις ΗΠΑ όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, είτε επρόκειτο για τους αγώνες του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα είτε για τον πόλεμο στο Βιετνάμ είτε για τoν πυρηνικό αφοπλισμό και τη δράση της αριστεράς στις ΗΠΑ. Ο Οστερ ήταν ενημερωμένος και παρακολουθούσε από κοντά τα γεγονότα, ωστόσο δεν ήταν ακτιβιστής. Σκεφτόταν ήδη να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη συγγραφή και είχε ξεκινήσει ήδη να γράφει τα πρώτα ποιήματά του και διηγήματα. Το 1965, στην ηλικία των 18 ετών, εγγράφηκε τελικά στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, όντας αποφασισμένος να γίνει συγγραφέας.
Αλλά δύο χρόνια μετά, έζησε από κοντά τις βίαιες φυλετικές συγκρούσεις των 26 νεκρών και των εκατοντάδων τραυματιών και συλληφθέντων που ξέσπασαν τον Ιούλιο του 1967 στο Νιούαρκ με αφορμή τον ξυλοδαρμό ενός Αφροαμερικανού από την Αστυνομία. Ο δεύτερος σύζυγος της μητέρας του και πάτριός του εργαζόταν ως νομικός σύμβουλος στο δήμο του Νιούαρκ. Την ημέρα, μάλιστα, που αποφασίστηκε η επέμβαση της Εθνοφρουράς και της αστυνομίας του Νιου Τζέρσεϊ, ο 20χρονος Οστερ βρισκόταν στο γραφείο του δημάρχου μαζί με τον πατριό του.
«Ημουν εκεί όταν μπήκε ο αρχηγός της αστυνομίας. Εμοιαζε με πεζοναύτη (και) είπε στον δήμαρχο: “θα τους πιάσουμε όλους, από τον πρώτο έως τον τελευταίο, αυτούς τους μαύρους τους πουτάνας γιους. Θα τους κυνηγήσουμε όλους”», αφηγείται ο ίδιος. Το βράδυ, ο Οστερ μαζί με τον πατριό του επισκέφτηκαν και τα κελιά όπου κρατούνταν οι εκατοντάδες συλληφθέντες, «κελιά γεμάτα μαύρους (που) ήταν όλοι δαρμένοι και αιμορραγούσαν. Οπότε η εθνοφρουρά και η αστυνομία είχαν εξαπολύσει την επίθεσή τους και επρόκειτο για κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Ήταν σαν να βρισκόμουν στη μέση ενός πολέμου. Ημουν εκεί και είδα τα πάντα με τα μάτια μου», πρόσθεσε ο συγγραφέας της περίφημης «Τριλογίας Της Νέας Υόρκης». Αλλά η χρονιά που πραγματικά συγκλόνισε τον Οστερ ήταν το 1968, όπως αποκαλύπτει ο ίδιος στις σελίδες του τελευταίου τεύχους της ιταλικής φιλοσοφικής επιθεώρησης MicroMega που είναι αφιερωμένο στη συμπλήρωση 50 χρόνων από το συνταρακτικό εκείνο έτος που σημάδεψε μια ολόκληρη γενιά.
Τριτοετής φοιτητής ο Οστερ, περνούσε το χρόνο του «διαβάζοντας, κυρίως, φιλοσοφία και λογοτεχνία και γράφοντας τα ποιήματα και τις πρόζες» του. Αλλά στο Κολούμπια το κλίμα ήταν εκρηκτικό. Τα μέλη της αριστερής φοιτητικής οργάνωσης Students for a Democratic Society – (SDS) διαμαρτύρονταν για τη συμμετοχή του πανεπιστημίου τους σε ερευνητικά προγράμματα του αμερικανικού υπουργείου Αμυνας. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ μαινόταν ενώ στην αμερικανική κοινωνία ήταν διάχυτος ο ρατσισμός. Αριστεροί, λευκοί και μαύροι, αγωνίζονταν μαζί έως τον Απρίλιο του 1968, όταν οι φοιτητές προέβησαν στην κατάληψη πέντε κτιρίων του πανεπιστημίου με αποτέλεσμα να σταματήσει η λειτουργία του.
Αλλά το κοινό μέτωπο διασπάστηκε γιατί οι Αφροαμερικανοί της Student African American Society –μας πληροφορεί ο Οστερ– ήταν αποφασισμένοι να φέρουν όπλα εντός του πανεπιστημίου, «ακόμα και να πεθάνουν» ώστε να συνεχίσουν τον αγώνα της. Επειτα, από πέντε-έξι ημέρες, ωστόσο, 700 φοιτητές, μεταξύ των οποίων και ο Οστερ, κατέληξαν στο κρατητήριο. «Το μόνο που θυμάμαι με ακρίβεια από εκείνη τη νύχτα είναι ένας αστυνομικός που μας χλεύαζε και έτριβε τα χέρια του (όντας) ικανοποιημένος που όλοι εκείνοι οι μαλλιάδες φοιτητές κατέληξαν στη φυλακή. Αστειευόταν που ήταν η νύχτα της 30ης Απριλίου και μας έλεγε πως “αύριο είναι Πρωτομαγιά, αλλά νομίζω πως δεν θα μπορέσετε να συμμετάσχετε στην ωραία σας πορεία της Αριστεράς, γιατί, χαχα, είστε στη φυλακή”».
Στην εκτενή μαρτυρία του ο 71χρονος, σήμερα, Οστερ γράφει και για «πρόβλημα της ριζοσπαστικής αριστεράς στην Αμερική». Σχολιάζοντας τις ενέργειες της ένοπλης ακροαριστερής οργάνωσης Weather Underground που έδρασε στις ΗΠΑ την περίοδο 1969 – 1977 ο πραγματιστής, αν όχι αποστασιοποιημένος, Οστερ δηλώνει πως αυτοί οι άνθρωποι «είχαν την ψευδαίσθηση ότι στις ΗΠΑ υπήρχαν οι συνθήκες για την επανάσταση. Ηταν μόλις διακόσιοι, τριακόσιοι (άνθρωποι), και αφέθηκαν να παρασυρθούν από τις ιδεολογίες πάνω στις οποίες βάσιζαν την ύπαρξή τους, σε τέτοιο βαθμό που πείστηκαν πως αυτοί, διακόσιοι πρώην φοιτητές, θα μπορούσαν να ρίξουν την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Ήταν μια παράλογη ιδέα, απόλυτα εξωπραγματική. Τελικά όλες οι ενέργειές τους ήταν αποτυχημένες και η οργάνωση διαλύθηκε. Τι σπατάλη. Αλλά έτσι ήταν τότε, υπήρχαν άνθρωποι που ήταν πεπεισμένοι πως αυτές οι δράσεις θα άλλαζαν πραγματικά την κατάσταση».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News