Φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τότε που οι Doors κατέληξαν, το 1968, να γίνουν μία από τις διασημότερες μπάντες στον κόσμο, κερδίζοντας εκείνη τη χρονιά την κορυφή των charts με το «Hello, I Love You», ένα κομμάτι που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το κλίμα έντασης που επικρατούσε στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. «Στην πραγματικότητα εκείνο το τραγούδι ήταν ένα είδος αντίδοτου. Ο κόσμος καιγόταν. Ο Τζιμ είχε γράψει αυτό το ποίημα, αυτό το τραγούδι, πολύ νωρίτερα και μας φάνηκε ο σωστός τρόπος για να υπενθυμίσουμε ότι η αγάπη παρέμενε στον πυρήνα όλων», εξηγεί σήμερα ο Ρόμπι Κρίγκερ, κιθαρίστας του θρυλικού συγκροτήματος από την Καλιφόρνια, στην ηλικία των 72 ετών.
Αλλά για τους Doors το 1968 ξεκίνησε την προηγούμενη χρονιά, το 1967, όταν ο Μόρισον και οι σύντροφοί του έδωσαν φωνή σε εκατομμύρια νέους και νέες σε όλον τον κόσμο ερμηνεύοντας το εξαιρετικό «When the music is over», ένα κομμάτι στο απόγειο του οποίου ο Τζιμ ούρλιαζε μια φράση που έμοιαζε περισσότερο με κήρυξη πολέμου, με μια επιθυμία που άρχιζε ξαφνικά να μεταλλάσσεται σε πραγματικότητα: «We want the world and we want it now» – «Θέλουμε τον κόσμο και τον θέλουμε τώρα». Επρόκειτο για την ιδανική εισαγωγή σε μια άκρως ταραγμένη χρονιά κατά τη διάρκεια της οποίας οι Doors κατέκτησαν το παγκόσμιο νεανικό μουσικό κοινό και ο Μόρισον ξεκίνησε να εισέρχεται στη δίνη του αλκοολισμού και των ναρκωτικών η οποία τρία, μόλις, χρόνια μετά θα τον οδηγούσε στο θάνατο.
Ο Μόρισον, μαζί με τον Χέντριξ, ενσάρκωνε καλύτερα, ενδεχομένως, από οποιονδήποτε άλλο ροκ σταρ όλα όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν την επόμενη χρονιά, χάρη σε εκείνο το εξαιρετικό μείγμα ποίησης, επαναστατικότητας, τέχνης και ερωτισμού που του επέτρεπε να εκφράζει δίχως τον παραμικρό ενδοιασμό τον πυρετό που είχε προσβάλει μια ολόκληρη γενιά η οποία επιθυμούσε διακαώς να απελευθερωθεί από το παρελθόν και τις όποιες επιταγές του και να αντιμετωπίσει το μέλλον, κατακτώντας το και αλλάζοντας ριζικά τους κανόνες του παιχνιδιού. «Δεν ήταν εύκολο να τον ακολουθούμε. Αντιθέτως, συχνά ήταν αδύνατο. Ο Τζιμ ήταν αλλοπρόσαλλος, απρόβλεπτος, όπως ήταν δημιουργικός και εκρηκτικός», επιβεβαιώνει ο Κρίγκερ, αναφέροντας πως το 1968 «ήταν μια χρονιά με απίστευτα συναισθήματα, επιτυχίες, καταστροφές, ανοίγματα και πτώσεις που μας έφερε από τη χαρά στην απόγνωση».
Η επιτυχία της μπάντας, ωστόσο, ήταν, πλέον, αδιαμφισβήτητη. Στην αρχή του έτους ηχογράφησαν, ξεπερνώντας σημαντικά εμπόδια λόγω της ακανόνιστης συμπεριφοράς του Μόρισον, το «Waiting for the sun», έναν δίσκο που σημείωσε ρεκόρ πωλήσεων, εκτινάσσοντας, πραγματικά, τους Doors στην κορυφή. «Η ατμόσφαιρα ήταν παντού τεταμένη και σε πολλές συναυλίες ο κόσμος, με αφορμή τη στάση του Τζιμ πάνω στη σκηνή, ξέφευγε, ανέβαινε στη σκηνή, προκαλούσε επεισόδια. Η Τζιμ ήταν ανεξέλεγκτος και στην αρχή του έτους συνελήφθη. Για εμάς ήταν ξεκάθαρο πως τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρώπη όλα επρόκειτο να εκραγούν. Και για από πολλές απόψεις ο Τζιμ το παρουσίαζε αυτό πάνω στη σκηνή. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ μαινόταν και εμείς, το 1968, ηχογραφήσαμε το «Unknown Soldier”, ένα άμεσο και δυνατό τραγούδι κατά του πολέμου, που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις με πολλούς ραδιοφωνικούς σταθμούς να αρνούνται να το παίξουν. Για τις συναυλίες είχαμε σκηνοθετήσει μια σκηνή: κάθε φορά που το παίζαμε εγώ σημάδευα με την κιθάρα μου τον Τζιμ, σαν να ήταν ένα όπλο, και ο Τζον Ντένσμορ (κρουστά) χτυπούσε ακαριαία τα ντραμς του και ο Τζιμ έπεφτε στη σκηνή. Ο κόσμος τρελαινόταν», αναπολεί μισό αιώνα μετά ο Κρίγκερ.
«Ο Βασιλιάς των Σαυρών»
Κατά την περιοδεία του 1968 οι Doors βρέθηκαν για πρώτη φορά στην Ευρώπη όπου «σχεδόν παντού υπήρχαν οργισμένα παιδιά, ήταν διαφορετικά από τις ΗΠΑ όπου υπήρχαν οι χίπηδες. Και έβλεπαν τον Τζιμ ως τον νέο Μεσσία, που ήταν ικανός να μιλάει για ποίηση και επανάσταση, και τους Doors ως μια μπάντα που εργαζόταν για να αλλάξει τον κόσμο».
Μεταξύ των κομματιών που ηχογραφήθηκαν το 1968 για τον δίσκο «Waiting for the sun», πέρα από το «Hello I Love You», ξεχωρίζει κυρίως το «Celebration of the Lizard», ένα κομμάτι που εκφράζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την επαναστατική ποιητικότητα που διακατείχε εκείνη την περίοδο τον Τζιμ Μόρισον. Επρόκειτο για ένα εξαιρετικά σύνθετο, τόσο στιχουργικά όσο και μουσικά, τραγούδι που θα καταλάμβανε μια ολόκληρη πλευρά του δίσκου.
«Προσπαθήσαμε να το ηχογραφήσουμε πολλές φορές, αλλά το γεγονός ότι αποτελούταν από επτά διαφορετικά μέρη και το ότι διέφερε από όλα όσα είχαν γίνει έως τότε στη ροκ, μας δυσκόλευε πολύ, και κάθε φορά κάποιος από εμάς ήταν δυσαρεστημένος, ειδικά ο Τζιμ. Και τελικά δεν το συμπεριλάβαμε στο άλμπουμ». Τελικά δεν το συμπεριέλαβαν σε κανέναν δίσκο τους. Το έπαιζαν, όμως, ζωντανά και σύντομα το τραγούδι μετατράπηκε σε πυρήνα όχι μόνον των συναυλιών τους αλλά και της σκέψης του Μόρισον ο οποίος μέρα με τη μέρα πίστευε ολοένα και περισσότερο πως είναι αυτός «ο Βασιλιάς των Σαυρών», δηλώνοντας πως «μπορώ να κάνω οτιδήποτε» – «I am the Lizard King I can Do Anything». Πρώτη φορά κυκλοφόρησε το 1970 με το Absolutely live, τον πρώτο ζωντανά ηχογραφημένο δίσκο του εμβληματικού αμερικανικού συγκροτήματος, ενώ μία από τις ηχογραφήσεις του 1968, βγήκε στην αγορά δεκαετίες μετά, το 2003, σε μια ανθολογία.
Από εκείνη την περίοδο, από το 1968 και την αποτυχημένη ηχογράφηση του «Celebration of the Lizard», θα ξεκινήσει και η παραληρηματική πορεία του Τζιμ Μόρισον προς την κόλασή του, μια κόλαση γεμάτη ναρκωτικά, αλκοόλ και πάσης φύσεως καταχρήσεις. Την προηγούμενη εβδομάδα κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το βίντεο της συμμετοχής των Doors στο φεστιβάλ του Γουάιτ, τον Αύγουστο του 1970, που αποτέλεσε την τελευταία συναυλία των Doors η οποία κινηματογραφήθηκε. Για πολλοστή φορά την παράσταση έκλεψε ο Μόρισον και το «τέλος της μουσικής» για το οποίο τραγούδησε, προσφέροντάς μάς μια μοναδική εκτέλεση του «When the music is over». Μόνο που εκείνη τη φορά η κραυγή «θέλουμε τον κόσμο και τον θέλουμε τώρα» μετατράπηκε σε ψίθυρο. Λιγότερο από έναν χρόνο μετά, την 3η ιουλίου του 1971, ο Τζέημς «Τζιμ» Ντάγκλας Μόρισον θα αφήσει στο Παρίσι την τελευταία του πνοή στην ηλικία των 27 ετών.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News