H νύχτα της 9ης Αυγούστου 1969 ήταν συνηθισμένη στο σπιτικό των Πολάνσκι, στο νούμερο 10050 της οδού Σιέλο Ντράιβ στο Λος Αντζελες.
Ο Ρομάν είχε γύρισμα στην Ευρώπη και θα επέστρεφε σε λίγες ημέρες, πάνω στην ώρα για τη γέννηση του γιου του, ενώ η οικονόμος είχε βγει επειδή ήταν το βράδυ που είχε ρεπό.
Ετσι, η οκτώμισι μηνών έγκυος Σάρον είχε καλέσει τέσσερις κοντινούς φίλους της στο σπίτι για να της κρατήσουν παρέα —άλλωστε, μπορεί να γεννούσε από στιγμή σε στιγμή: ήταν ο πρώην σύντροφός της και διάσημος κομμωτής, Τζέι Σίμπρινγκ, η κληρονόμος Αμπιγκέιλ Φόλγκερ με τον φίλο της, ηθοποιό και συγγραφέα, Βόιτεκ Φρικόφσκι και ο 18χρονος Στίβεν Πάρεντ.
Γύρω στα μεσάνυχτα μια Ford παρκάρει έξω από το σπίτι.
Μεταφέρει την «Οικογένεια» του παράφρονος Τσαρλς Μάνσον: τους εκτελεστές Τεξ Γουότσον, Πατρίσια Κρενγουίνκλ, Σούζαν Ατκινς και Λίντα Κασέιμπιαν.
Η συμμορία του Μάνσον εισβάλλει στο σπίτι και σκοτώνει την Τέιτ και τους φίλους της.
Όπως περιέγραψε κατόπιν η ίδια η Ατκινς, η 26χρονη Τέιτ, λίγα δευτερόλεπτα προτού πεθάνει, την ικέτευσε να «μην την σκοτώσει, να την αφήσει να ζήσει έστω για δυο εβδομάδες ακόμη μέχρι να γεννήσει».
«Άκου να σου πω, δεν έχω κανένα ίχνος οίκτου για σένα» της αντέτεινε η Ατκινς, η οποία ωστόσο δεν κατάφερε ποτέ της να τη σκοτώσει, καθώς έτρεμε από τον φόβο της.
Αντ’ αυτού, την κρατούσε, ενώ ο Τεξ τη μαχαίρωσε 16 φορές στην καρδιά, μέχρι να ξεψυχήσει μπροστά τους.
Οταν το επόμενο πρωινό της 10ης Αυγούστου η Γουίνιφρεντ Τσάπμαν, οικονόμος του σπιτιού των Πολάνσκι, μπήκε στο σπίτι, αντίκρισε μια εικόνα αίματος, θανάτου και καταστροφής.
Υπήρχαν πτώματα παντού και μηνύματα γραμμένα με αίμα στους τοίχους.
Ενας άνδρας βρισκόταν νεκρός στο αυτοκίνητό του, στην αυλή κείτονταν τα πτώματα της Φόλγκερ και του Φρικόφσκι, ενώ στο καθιστικό ήταν η Τέιτ και ο Σέμπρινγκ μέσα σε μια λίμνη αίματος.
Ολοι, εκτός από τον άνδρα στο αυτοκίνητο, τον 18χρονο Πάρεντ, είχαν μαχαιρωθεί πολλές φορές.
Στην πόρτα της εισόδου έγραφε με κεφαλαία γράμματα «Γουρούνι», με το αίμα της Τέιτ.
Το μακελειό είχε υπογραφή, αυτή του ψευδοπροφήτη Μάνσον, ο οποίος μπορεί να μη συμμετείχε στο φονικό, ούτε να σκότωσε ο ίδιος, αλλά έδωσε τη ρητή εντολή: «Σκοτώστε όλους όσοι είναι στο σπίτι».
Ενός 35χρονου ημιπαράφρονος που είχε ήδη εκτίσει αρκετά χρόνια στη φυλακή και που μετά την απελευθέρωσή του είχε δημιουργήσει ένα νομαδικό κοινόβιο, την «Οικογένεια», με βάση το τρίπτυχο «σεξουαλική απελευθέρωση, ναρκωτικά και θρησκευτικές εσχατολογικές θεωρίες για τη συντέλεια του κόσμου».
Ο Μάνσον θεωρούσε τον εαυτό του τον «πέμπτο άγγελο» της σωτηρίας των πιστών του, ένα πνευματικά ανώτερο ον που είχε συλλάβει το δήθεν μεγαλεπήβολο σχέδιο ονόματι «Helter Skelter», το οποίο υπαγόρευε «τη θανάτωση όλων όσων μετέχουν στο σύστημα του Χόλιγουντ».
Και όλα αυτά προκειμένου να ζει μια ζωή (παρασιτικά) χαρισάμενη.
Τρεις μήνες ερευνών
Η δολοφονία πήρε τεράστια δημοσιότητα και ο Πολάνσκι (επάνω με τη Σάρον), με την επιστροφή του στις ΗΠΑ δημοσίευσε επίτηδες τις ειδεχθείς φωτογραφίες της σκηνής του εγκλήματος.
Ηλπιζε ότι οι φωτογραφίες θα ήταν τόσο σοκαριστικές που θα έκαναν όποιον ήξερε κάτι για τους ενόχους να μιλήσει.
Ωστόσο, τρεις μήνες μετά, μέχρι τον Νοέμβριο του 1969, η αστυνομία δεν είχε βρει την ταυτότητα των δραστών, γεγονός που ανάγκασε τον Πολάνσκι, από κοινού με τους Πίτερ Σέλερς, Γιουλ Μπρίνερ και Γουόρεν Μπίτι, να προσφέρουν αμοιβή 25.000 δολαρίων για οποιαδήποτε έγκυρη πληροφορία θα οδηγούσε «στη σύλληψη του δολοφόνου της Σάρον Τέιτ, του αγέννητου παιδιού της και των υπόλοιπων θυμάτων».
Τελικά, στις αρχές Δεκεμβρίου του 1969, ήταν ένα ξεχασμένο αποτύπωμα στο κούφωμα μιας πόρτας, που οδήγησε την αστυνομία ύστερα από τρεις μήνες να ανακαλύψει κάποιο ίχνος που θα την οδηγούσε εν τέλει στην «Οικογένεια» του Μάνσον.
Τα μέλη της «Οικογένειας» πήγαν σε δίκη που κράτησε δέκα μήνες, με τα πρακτικά της να φτάνουν τις 31.716 σελίδες.
Αρχικά, όλοι καταδικάστηκαν σε θάνατο, αλλά το 1972, από μια αλλαγή στη νομοθεσία της Καλιφόρνιας, οι ποινές μειώθηκαν σε ισόβια κάθειρξη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News