Τον Ιούλιο του 1974 βρέθηκα στη Κύπρο για δεύτερη φορά στη ζωή μου. Εφτασα μια μέρα πριν από το πραξικόπημα, και έφυγα μία μέρα πριν εισβάλουν οι Τούρκοι, με μια από τις τελευταίες πτήσεις από το Διεθνές Αεροδρόμιο της Λευκωσίας.
Ήταν ένα ταξίδι που ήθελα να ξεχάσω. Μέχρι και σήμερα δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα από το αεροδρόμιο εκείνο, το οποίο έκτοτε είναι «φάντασμα». Συγκρατώ μόνο έναν αναστεναγμό ανακούφισης που έφευγα από έναν τόπο όπου, έναν χρόνο πριν, έχασα τον πατέρα μου. Αναπάντεχα. Ξαφνικά. Απότομα.
Όσο ανέβαινε σιγά-σιγά το αεροπλάνο, τόσο μίκραινε από κάτω το νησί. Πού να ‘ξερα ότι λίγες μέρες μετά θα μίκραινε και επί εδάφους…
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Τεσσαράκοντα και τρία. Το Κυπριακό παραμένει άλυτο. Η «Πράσινη Γραμμή» τέμνει στη μέση την Κύπρο. Η Αμμόχωστος ερειπωμένη, με την άσφαλτο να έχει σκιστεί, κι από τα ανοίγματα να ‘χουν φυτρώσει πελώρια, πια, δέντρα. Και το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, ένα ακόμα μνημείο εγκατάλειψης.
Το επισκέφθηκα την περασμένη Τετάρτη! Σε μιαν έκθεση στην Αθήνα. Φωτογραφική έκθεση, με τίτλο «Nicosia International Airport», με υλικό που αποτύπωσε στην μηχανή του ένας σπουδαίος, όπως ανακάλυψα, νέος κύπριος φωτογράφος, ο Άντρος Ευσταθίου.
Ο χρόνος που σταμάτησε εκεί, τότε, ήταν τώρα μπροστά στα μάτια μου. Είχε εικόνα. Είχε πρόσωπο. Και είχε ιστορία, που μου ’κοψε την ανάσα.
Μπαίνοντας στην μεγάλη αίθουσα του 1ου ορόφου της Γκαλερί Ευριπίδη στο Κολωνάκι, το βλέμμα πέφτει επάνω σε φωτογραφία που δείχνει μία τεράστια αίθουσα αναμονής των προς αναχώρηση επιβατών. (Αυτήν που βλέπετε εδώ).
Η πρώτη σου εντύπωση είναι ότι θυμίζει βομβαρδισμένο Χαλέπι. Και όντως βομβαρδισμένη είναι η αίθουσα στις αναχωρήσεις. Τα καθίσματα ακόμα μαρτυρούν ότι εκεί έπεσαν βόμβες που τα ισοπέδωσαν όλα. Ταυτόχρονα, όμως, στη φωτογραφία προσέχεις διάσπαρτες στις ξεχαρβαλωμένες καρέκλες της αίθουσας, ανθρώπινες φιγούρες. Το πλήρωμα των Κυπριακών Αερογραμμών.
Και μάλιστα εκείνο το πλήρωμα που έφερε επιβάτες για τελευταία φορά στο Διεθνές Αεροδρόμιο της Λευκωσίας, την ώρα που εισέβαλαν οι Τούρκοι στο νησί. Η πτήση αναχώρησε το πρωί της 20ης Ιουλίου του ’74 από το αεροδρόμιο Χίθροου του Λονδίνου, με προορισμό την Λευκωσία.
Καπετάνιος σε εκείνη τη πτήση ήταν ο Αδάμος Μαρνέρος. Πριν από την αναχώρηση είχε μάθει από το BBC ότι είχε αρχίσει η εισβολή των Τούρκων στη Κύπρο, αλλά όταν επικοινώνησε με τον Πύργο Ελέγχου στο νησί, του είπαν «δεν συμβαίνει τίποτα, έλα κανονικά».
Όταν προσέγγισε τη Κύπρο, πριν προσγειωθεί έκανε κύκλους πάνω από την Κερύνεια, και όπως είπε στον Ευσταθίου, έβλεπε απ’ το αεροπλάνο εκείνη τη στιγμή την απόβαση των Τούρκων στις ακτές της. Πάλι είπε στους ελεγκτές από τον ασύρματο «ρε παιδιά, έχουν κάνει απόβαση στη Κερύνεια, τη βλέπω τώρα με τα μάτια μου», και πάλι του απάντησαν «να ‘ρθεις να προσγειωθείς κανονικά και δεν υπάρχει τίποτα».
Ο κυβερνήτης κ. Μαρνέρος, μάταια προσπάθησε να πείσει τους ελεγκτές να του δώσουν άδεια να πάει να προσγειωθεί στη Ρώμη ή στο Λίβανο, για να μην κινδυνεύσουν οι επιβάτες αλλά και για να σώσει το αεροπλάνο που ήταν ολοκαίνουργιο. Η απάντηση ήταν πάλι αρνητική. Και λίγη ώρα μετά την προσγείωση στη Λευκωσία, την ώρα που ο κυβερνήτης έφτανε στον χώρο στάθμευσης για να πάρει το αυτοκίνητό του και να πάει σπίτι, άρχισαν οι βομβαρδισμοί στο αεροδρόμιο, όπως είπε ό ίδιος σε μια συγκλονιστική μαρτυρία του. Το κτίριο έγινε σουρωτήρι. Το αεροσκάφος που ήρθε από το Λονδίνο καταστράφηκε ολοσχερώς.
Κοιτάμε την φωτογραφία-σήμα κατατεθέν της έκθεσης. Τα 5 από τα 6 μέλη του πληρώματος της τελευταίας πτήσης των Κυπριακών Αερογραμμών από Λονδίνο (ο 6ος, συγκυβερνήτης, ήταν Εγγλέζος και δεν μπορέσαμε να τον βρούμε, λέει ο Ευσταθίου), στέκεται σήμερα πια, με τη πλάτη στον φακό και βλέπουν το ερειπωμένο κτίριο του αεροδρομίου. Φοράνε όλοι τις ίδιες στολές που φορούσαν σ’ εκείνη τη πτήση, και οι τρεις κρατούν την ίδια αεροπορική τσάντα που κρατούν και σήμερα τα μέλη πληρωμάτων.
Στους τρεις άνδρες, προσέχεις τα άσπρα τους μαλλιά. Στις δύο γυναίκες, την ευθυτενή τους στάση. Σαν να στέκονται στην είσοδο του αεροπλάνου να υποδεχτούν τους επόμενους επιβάτες τους. Η Ανδρούλλα Ηρακλέους, 80 χρονών σήμερα, από τη Λεμεσό. Η πρώτη γυναίκα που γράφτηκε στο μητρώο αεροσυνοδών των Κυπριακών Αερογραμμών. Δίπλα της, αριστερά, η Στάλω Χαραλάμπους.
Στη μέση ο κυβερνήτης κ. Μαρνέρος, και δίπλα του ο Γιάννης Παπαδόπουλος, υπεύθυνος καμπίνας, και ο αεροσυνοδός Σίμος Σιμάκης.
Τι περνά από το μυαλό τους καθώς τόσα χρόνια μετά αντικρίζουν το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, ίσως να μη μάθουμε ποτέ. Δεν ανοίγονται εύκολα.
Όμως, αυτή η φωτογραφία του Ευσταθίου, όπως και όλες οι άλλες που εκτίθενται από την περασμένη εβδομάδα μέχρι και την 29η Απριλίου στο κοινό της Αθήνας, δίνουν το δικαίωμα στον επισκέπτη να φανταστεί τι μπορεί να σκέφτονται και να βάλει την δική του λεζάντα.
Μπορείς να δεις τις εκφράσεις στα πρόσωπά τους, χωρίς όμως να τα βλέπεις.
Η δική μου περιήγηση, λέει ο φωτογράφος, κράτησε περίπου 5,5 χρόνια μες το αεροδρόμιο. Στην αρχή, πριν πιάσει το νήμα της ιδέας να βρει και να χρησιμοποιήσει τα μέλη του πληρώματος της τελευταίας πτήσης που προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο, είχε επιστρατεύσει φίλους και γνωστούς, τους σκηνοθέτησε ρόλους και τους φωτογράφισε.
Στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, που σήμερα ατύπως λέγεται ότι βρίσκεται στη «νεκρή ζώνη», στεγάζονται τα γραφεία των Ηνωμένων Εθνών στη Κύπρο. Στο ίδιο χώρο πραγματοποιούν ασκήσεις και Άγγλοι στρατιώτες. Εκεί, γίνονται και οι ενδοκοινοτικές συνομιλίες.
Σε περίπτωση που κατέληγαν σε λύση, δεν προβλέπεται ενεργοποίηση πάλι του αεροδρομίου της πρωτεύουσας. Όπως είπαν και οι πρώην κυβερνήτες στον Ευσταθίου, είχε παρθεί πριν από την εισβολή απόφασης μεταφοράς του στη Λάρνακα, διότι ήταν κακή η τοποθεσία του στη Λευκωσία, ανάμεσα σε βουνά, και αυτό δυσχέραινε τους πιλότους κυρίως στην προσγείωση.
Πώς ξεκίνησε όμως αυτό το φωτογραφικό του οδοιπορικό στο μοναδικό μέχρι την εισβολή αεροδρόμιο της Κύπρου;
Ήταν το 2008 όταν τον φώναξε ο τότε διαμεσολαβητής του ΓΓ του ΟΗΕ για το Κυπριακό, Αυστραλός Αλεξάντερ Ντάουνερ, και του ζήτησε να συμβάλει στην διακόσμηση του χώρου όπου διεξάγονταν οι συνομιλίες μεταξύ των δύο κοινοτήτων της Κύπρου, εκεί στις εγκαταστάσεις του παλιού αεροδρομίου.
«Θέλω να βάλουμε λίγη τέχνη εδώ μέσα», του είπε ο αυστραλός διπλωμάτης, που είχε δει μια προηγούμενη δουλειά του Ευσταθίου με πρόσωπα της Κύπρου και του είχε αρέσει.
Το ίδιο ζήτησε και από τουρκοκύπριους φωτογράφους, αλλά προτίμησε τη δουλειά του Ελληνοκύπριου, και τα δικά του «Πρόσωπα Κυπρίων», από την μια άκρη του νησιού στην άλλη, τοποθετήθηκαν στους τοίχους της αίθουσας των διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο ηγετών, σαν τοποτηρητές θαρρείς της προσπάθειας επανένωσης του νησιού τους.
Τα «Πρόσωπα» αυτά δεν τα φωτογράφησε απλώς ο Ευσταθίου. Τα γνώρισε κιόλας. «Ήταν όλα αγνά πρόσωπα», μου λέει. Στα 12-13 χρόνια που γύρισε όλη τη Κύπρο, από βορρά σε νότο, από ανατολή σε δύση, «δεν γνώρισα ούτε έναν που να κατηγορήσει κάποιον της άλλης πλευράς».
Αν ξεχωρίζει κάποιο από όλα αυτά τα πρόσωπα, αυτό είναι του κυρίου Χασάνι, όπως τον λέει. Τουρκοκύπριος, προχωρημένης ηλικίας. Τον βρήκε στο σπίτι του στην παλιά Λευκωσία.
«Τα περισσότερα δωμάτια ήταν επάνω στη Πράσινη Γραμμή. Παρατήρησα ότι μόνο στη κουζίνα υπήρχαν δείγματα ζωής. Κάποια σκεύη, ένα κρεβάτι, λίγα ρούχα σε μια κρεμάστρα. Τα άλλα δωμάτια ήταν ανέγγιχτα. Μου φάνηκε πάρα πολύ περίεργο όλο αυτό. Αλλά κάποια στιγμή ήρθε στο σπίτι ο γιός του, που μιλούσε κυπριακά, και έφερε λίγη σούπα στον υπέργηρο πατέρα του, που καθόταν εκεί αμίλητος. Τον ρώτησα γιατί τα άλλα δωμάτια είναι αχρησιμοποίητα; Γιατί η τηλεόραση σε ένα από αυτά είναι σκεπασμένη με πετσετάκι, τα παράθυρα σφαλιστά, φως πουθενά; Μου απάντησε ότι ο πατέρας του, όταν τον φέρανε εδώ στην εισβολή από την Πάφο και τον βάλανε σ’ αυτό το σπίτι, είπε δεν είναι δικά μου τα πράγματα, και δεν τα πειράζω. Και έζησε, του λέω, από το ’74 έως σήμερα στην κουζίνα; Ναι, μου κάνει».
Ο Ευσταθίου συγκλονίστηκε. Φωτογράφησε τον κ. Χασάνι, και έπειτα πήγε στο δωμάτιο με την τηλεόραση, σήκωσε το πετσετάκι που τη σκέπαζε, και του έμεινε στα χέρια, «σαν νάταν πλαστικοποιημένο», λέει. Το ρούχο είχε σκληρύνει με τον καιρό, και δεν λύγιζε. Δεν δίπλωνε. Είχε πάρει το τετράγωνο σχήμα της τηλεόρασης. Σοκαρίστηκε.
Ο κύριος Χασάνι από την Λευκωσία, ο κύριος Χαμπής από τη Κερύνεια, η κυρία Ανδρούλλα από τον Δαυλό, η κυρία Αϊσέ από την Ποταμιά, είναι μερικά από τα πρόσωπα που «επιβλέπουν» σήμερα τις συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού, εκεί στο ερειπωμένο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, σε ένα υποστατικό με τα γραφεία της ειρηνευτικής, όπως λέγεται, αποστολής του ΟΗΕ.
Όλα στη Κύπρο μοιάζουν και είναι τόσο σουρεαλιστικά. Κάθε εποχή του χρόνου, ακόμα και τώρα που η Άνοιξη πανηγυρίζει, θα δεις σημεία-ορόσημα μιας φύσης νεκρής. Το παλιό, διεθνές αεροδρόμιο της Λευκωσίας, είναι ένα από αυτά.
Γιατί, λοιπόν, να πάνω να το δω εδώ στην Αθήνα, αποτυπωμένο σε φωτογραφίες; Γιατί να ξαναδώ την εγκατάλειψη που την βλέπεις κάθε στιγμή, παντού, όταν βρίσκεσαι στο νησί;
Ο Άντρος Ευσταθίου λέει ότι απλώς ήθελε να πει «μια ιστορία». Διαφορετική από αυτήν που ξέρουν οι πολλοί. Και όχι μέσα από τα λόγια των ανθρώπων, αλλά μόνο μέσα από τις σιωπές τους.
«Δεν ήθελα να δείξω για μία ακόμη φορά την εγκατάλειψη. Αυτήν την έχουν απαθανατίσει πολλοί φωτογράφοι. Επαγγελματίες και ερασιτέχνες».
Την πρώτη φορά που μπήκε στο κτίριο, του άρεσε πολύ η αρχιτεκτονική του, και εξεπλάγη που κατά την δεκαετία του ’70 κτίστηκε ένα τέτοιο καλαίσθητο και πολύ προχωρημένο για την εποχή του αεροδρόμιο στην Κύπρο. Οι αρχιτέκτονες ήταν Γάλλοι, και το κτίσιμο του κτιρίου έγινε με σύμπραξη κυπριακής εταιρείας.
Μου δείχνει τους φωταγωγούς στο ταβάνι των μεγάλων αιθουσών αφίξεων και αναχωρήσεων. Και στις φωτογραφίες του, έχει στήσει από κάτω, σαν να πέφτει προβολέας ήλιου επάνω τους, παλιούς πιλότους και αεροσυνοδούς των Κυπριακών Αερογραμμών. Το κτίριο, λέει, σχεδιάστηκε και κτίστηκε με τρόπο που να είναι φιλικός στο περιβάλλον. Οι πολλοί φωταγωγοί, για παράδειγμα, μπήκαν για να υπάρχει εξοικονόμηση ηλεκτρικής ενέργειας. Η Κύπρος, ευτυχώς, είναι λουσμένη στο φως. «Καμία σχέση», λέει, «με τα αεροδρόμια-κλουβιά που φτιάχνουμε σήμερα».
- Η έκθεση είναι στην Evripides Atrt Gallery, Ηρακλείτου 10 και Σκουφά, Κολωνάκι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News