Συναντήθηκαν για πρώτη φορά σαν σήμερα (28 Ιουνίου) το 1925. Το παιχνίδι ήταν φιλικό -ο Θεός να το κάνει- αφού πανελλήνιο ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα δεν υπήρχε ακόμα. Ετσι, Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός είπαν να αυτοσχεδιάσουν. Ο Παναθηναϊκός (ο οποίος μετρούσε, ήδη, 17 χρόνια ζωής και έξι -μη αναγνωρισμένους- τίτλους) είχε πρωτεύσει στο τοπικό των Αθηνών. Ο Ολυμπιακός, αν και είχε ιδρυθεί μόλις πριν από 110 μέρες, είχε προλάβει να κατακτήσει το αντίστοιχο πρωτάθλημα του Πειραιώς. Ηταν οι πιο ισχυρές ομάδες των δύο μεγαλύτερων πόλεων της χώρας. Με ένα κάπως αυθαίρετο σκεπτικό, όποια από τις δύο νικούσε την άλλη, θα μπορούσε να περηφανεύεται ότι είναι η Πρωταθλήτρια Ελλάδας.
Το ραντεβού δόθηκε στο γήπεδο της Περιβόλας, στους Αμπελόκηπους (της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, δηλαδή), επειδή εκείνη την εποχή μπορούσε να χωρέσει τον περισσότερο κόσμο. Εξέδρες δεν υπήρχαν – κατασκευάστηκαν (ξύλινες) τρία χρόνια αργότερα. Ηταν Κυριακή, είχε αφόρητη ζέστη και το ματς άρχιζε στις 6:15 μ.μ. Αν και η αναμέτρηση είχε διαφημιστεί πολύ στις εφημερίδες τις προηγούμενες μέρες, τόσο στην Αθήνα όσο και στον Πειραιά, κανένας δεν περίμενε ότι η προσέλευση των φιλάθλων θα ξεπερνούσε τη χωρητικότητα του γηπέδου, το οποίο είχε εγκαινιαστεί το 1922. Πάνω από 6.000 θεατές στριμώχτηκαν γύρω από τον αγωνιστικό χώρο, παναθηναϊκοί και ολυμπιακοί μαζί. Δίπλα δίπλα. Οι ελάχιστοι χωροφύλακες (ο Πειραιάς είχε Αστυνομία Πόλεων από το 1923, όμως η Αθήνα την απέκτησε το 1929) περιπολούσαν στους γύρω δρόμους και παρατηρούσαν το πλήθος από απόσταση.
Στον Παναθηναϊκό, παίκτης – προπονητής ήταν ο Απόστολος Νικολαΐδης (από το 1981, το συγκεκριμένο γήπεδο φέρει το όνομά του). Στον Ολυμπιακό, έπαιζαν τέσσερις από τους πέντε Ανδριανόπουλους, που υπήρξαν συνιδρυτές του Ολυμπιακού Συνδέσμου Φιλάθλων Πειραιώς: ο Γιώργος -μετέπειτα βουλευτής, δήμαρχος Πειραιά και υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας-, ο Βασίλης, ο Ντίνος και ο Γιάννης (πατέρας του πρώην υπουργού Ανδρέα Ανδριανόπουλου), που εκείνη την εποχή ήταν και προπονητής. Αν και οι δύο σύλλογοι ιδρύθηκαν από μέλη της αστικής τάξης της Αθήνας και του Πειραιά, για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο -κατά τα πρώτα χρόνια της ιστορίας τους- ο Παναθηναϊκός είχε ταυτιστεί, στη συνείδηση του κόσμου, με τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της πρωτεύουσας, ενώ ο Ολυμπιακός με την εργατική τάξη του Λιμανιού. Η αντιπαλότητα ήταν ταξική, προτού γίνει ποδοσφαιρική.
Οι δύο ομάδες μπήκαν στο γήπεδο με εχθρικές διαθέσεις, η μία απέναντι στην άλλη, λες και είχαν προηγούμενα. Ο Παναθηναϊκός προηγήθηκε με τον Νικολαϊδη στο 9′ και ο Ολυμπιακός ισοφάρισε με έναν εκ των Ανδριανόπουλων (δεν αναφέρεται με ποιον) ένα λεπτό αργότερα. Στο 13′, πάλι ο Νικολαΐδης έδωσε προβάδισμα στον Παναθηναϊκό. Στα πρώτα 25 λεπτά, τα μαρκαρίσματα ήταν ιδιαιτέρως αντιαθλητικά, εκατέρωθεν. «Ο αγών διεξήγετο χωρίς τάξιν και συνοχήν», έγραψε μία εφημερίδα τη μεθεπόμενη μέρα. Ακριβώς στο 25′, οι αντίπαλοι ποδοσφαιριστές κόντεψαν να έρθουν στα χέρια, όταν ένας παίκτης του Ολυμπιακού διαμαρτυρήθηκε στον διαιτητή για μία απόφασή του. Τότε συνέβη το απίθανο: ο ρέφερι της αναμέτρησης, Α. Καμπουρόπουλος, αποχώρησε από τον αγωνιστικό χώρο. Ποτέ δεν μάθαμε, εάν έφυγε με δική του πρωτοβουλία, ή κατόπιν απαίτησης του Ολυμπιακού.
Τέλος πάντων, έπειτα από εικοσάλεπτη διακοπή, η Ενωση Ποδοσφαιρικών Σωματείων Αθηνών (που είχε την ευθύνη της διοργάνωσης του αγώνα) όρισε νέο διαιτητή, τον Δημήτρη Χοντζόπουλο. Στο μεταξύ, όμως, η Ιστορία κατέγραψε τα πρώτα επεισόδια σε ντέρμπι Παναθηναϊκού – Ολυμπιακού. Οπαδοί των δύο ομάδων συνεπλάκησαν πέριξ του αγωνιστικού χώρου, και ηρέμησαν με την επανέναρξη του παιχνιδιού. Οπως έγραψε η εφημερίδα Εμπρός, το ματς «δικαίως εχαρακτηρίσθη, όχι αγών μεταξύ δύο ομάδων, αλλά των δύο πόλεων».
Προτού οι ομάδες πάνε στα (υποτυπώδη) αποδυτήρια κατά την ανάπαυλα των δύο ημιχρονίων -όπως τα έλεγαν τότε-, ο Ολυμπιακός είχε καταφέρει να ισοφαρίσει σε 2-2, με σκόρερ κάποιον από τους Ανδριανόπουλους. Στο β’ μέρος ο Παναθηναϊκός πέτυχε τρίτο γκολ με αμφισβητούμενο πέναλτι -η πρώτη «επίμαχη φάση» που δίχασε (και) τον Τύπο-, όμως ένας Ανδριανόπουλος (ήταν αδύνατο να τους ξεχωρίσουν…) ισοφάρισε λίγα λεπτά πριν από τη λήξη. Αυτό το 3-3 άφησε ανοιχτούς λογαριασμούς που δεν έκλεισαν ποτέ, καθώς οι αντίπαλοι δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για τη διεξαγωγή επαναληπτικού αγώνα.
Δημοσίευμα του μηνιαίου περιοδικού Αθλητική Επιθεώρησις μας δίνει μία ιδέα για το πώς οι αθλητικοί συντάκτες της εποχής κριτίκαραν τα παιχνίδια: «Η ομάς του Παναθηναϊκού εσημείωσε ως σύνολον σημαντικήν βελτίωσιν, οφειλομένην εις αρκετούς νέους παίκτας της. Σημειούμεν το παιγνίδι του Λ. Πανουργιά ως χαφ δεξιού, του Νικολαΐδη ως μπακ και του τερματοφύλακος Καλογεροπούλου. Επίσης και οι Παντερμαλής και Ασπρογέρακας εβοήθησαν πολύ καλά το παιγνίδι. Η ομάς του Ολυμπιακού, αφετέρου, απέδειξε καλλιτέραν επιθετικήν ενέργειαν, οφειλομένην εις την απαράμιλλον γραμμήν της επιθέσεώς της, των αδελφών Ανδριανοπούλων και του Τάκη Λεκού, έσχε όμως μεγάλην ατυχίαν εις τα σουτ. Εκ των παικτών της, ο Βλάσσης, ο Λεκός, ο Πεζώνης ως χαφ και ο Αλεκάκης ως μπακ έπαιξαν με μεγάλην θέλησιν και προσπάθειαν. Ο Κλειδουχάκης εις το ύψος του».
Οι «αιώνιοι» αντίπαλοι συναντήθηκαν αρκετές φορές ακόμη, σε φιλικούς αγώνες και εορταστικά τουρνουά (Κύπελλο Χριστουγέννων, Κύπελλο Πάσχα), ώσπου να διεξαχθεί το πρώτο επίσημο παιχνίδι τους, πάλι στη Λεωφόρο, την 1η Ιουνίου 1930. Ηταν για το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα 1929-1930 που είχε θεσμοθετήσει η Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία (ιδρύθηκε το 1926), και ο Παναθηναϊκός είχε νικήσει με 8-2. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση σκορ που έχει καταγραφεί μέχρι σήμερα. Το ματς στιγματίστηκε από φοβερά επεισόδια, πρωτόγνωρα για ‘κείνα τα χρόνια. Οι οπαδοί του Ολυμπιακού, βέβαιοι για την ανωτερότητα της ομάδας τους, είχαν φθάσει στο γήπεδο εν πομπή, κρατώντας ένα φέρετρο. Για να… κηδεύσουν, υποτίθεται, τον Παναθηναϊκό. Αμέσως μετά τη λήξη του αγώνα, όμως, το φέρετρο διαλύθηκε και τα κομμάτια του χρησιμοποιήθηκαν ως «όπλα» στις συμπλοκές που ακολούθησαν.
Αλλά, τα πιο σοβαρά συνέβησαν οκτώ μέρες μετά, στο λιμάνι του Πειραιά. Οπαδοί του Ολυμπιακού είχαν στήσει ενέδρα στην αποστολή του Παναθηναϊκού, η οποία επέστρεφε (με καράβι) από τη Θεσσαλονίκη, όπου είχε νικήσει τον Αρη με 4-1. Για πρώτη φορά στο ελληνικό ποδόσφαιρο, τα επεισόδια δεν έγιναν «εν βρασμώ ψυχής», αλλά ήταν προμελετημένα και οργανωμένα. Εκτοτε, η αντιπαλότητα των δύο σωματείων μετατράπηκε σε έχθρα, σε άσβεστο μίσος. Τουλάχιστον στις καρδιές των οπαδών.
Οι σύλλογοι, όμως, εξακολούθησαν να σέβονται ο ένας των άλλον, για πολλές δεκαετίες ακόμη. Από το 1928, με τη δημιουργία του ΠΟΚ (μαζί με την ΑΕΚ), συνεργάζονταν και διεκδικούσαν από κοινού τα συμφέροντά τους. Στις 12 Ιουλίου 1950, σε φιλικό αγώνα του Ολυμπιακού με τη Νίκολσον Βιέννης στο γήπεδο της Λεωφόρου, οι αντίπαλοι ανακάλυψαν ότι οι εμφανίσεις τους είναι ακριβώς ίδιες – και άλλες δεν υπήρχαν, εκείνη την εποχή. Ποια ήταν η λύση που βρέθηκε; Ο Ολυμπιακός αγωνίστηκε με τις φανέλες του Παναθηναϊκού!
Το 1961 ο Ολυμπιακός έπαιξε φιλικό με τη Σάντος του Πελέ, πάλι στη Λεωφόρο. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Παναθηναϊκός αντιμετώπισε τη Νασιονάλ Μοντεβιδέο (για το Διηπειρωτικό Κύπελλο) στο «Καραϊσκάκη». Κανένας δεν βανδάλισε το γήπεδο του άλλου. Το 1968, όταν ο Απόστολος Νικολαϊδης παραπέμφθηκε σε δίκη από τη Χούντα, βασικός μάρτυρας υπεράσπισης ήταν ο Γεώργιος Ανδριανόπουλος.
Ο σεβασμός -και η λογική- χάθηκε όταν το ελληνικό ποδόσφαιρο έγινε επαγγελματικό (1979). Οταν τα τρόπαια και οι συμμετοχές στα Κύπελλα Ευρώπης άρχισαν να μετριούνται σε εκατομμύρια. Οταν εμφανίστηκαν οι οργανωμένοι οπαδοί, και οι διοικήσεις τους έκαναν στρατούς τους. Παναθηναϊκοί και Ολυμπιακοί, ποτέ δεν θα ξαναδούν ντέρμπι ο ένας πλάι στον άλλον. Ούτε, καν, οι πρόεδροί τους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News