Mε συμπτώματα υστερίας το παγκόσμιο κοινό έσπευσε στο Λονδίνο να δει τον «Αμλετ» με πρωταγωνιστή τον Μπένεντικτ Κάμπερμπατς (η παράσταση ήταν sold out –πραγματικό sold out- ήδη από τις πρόβες), καθώς και στις μεγάλες αίθουσες ανά τον κόσμο όπου αναμεταδόθηκε στο πλαίσιo του NT Live. Στην Αθήνα μάλιστα, στο Μέγαρο Μουσικής, επί τρεις μέρες έγινε λαϊκό προσκύνημα για να δει το κοινό το ευρωπαϊκό θεατρικό γεγονός της χρονιάς. Με τους κριτικούς να επιφυλάσσουν δύο, το πολύ τρία αστέρια για την παράσταση, ήταν ο ίδιος ο ηθοποιός, ο κινηματογραφικός και τηλεοπτικός αστέρας αυτός που κάνει την παράσταση θέμα συζήτησης. Και είναι ακριβώς αυτό το εκτόπισμά του που -σύμφωνα με τους κριτικούς- εγκλώβισε την παραγωγή, την έκανε να επαναπαυθεί στην προσωπική γοητεία του πρωταγωνιστή και να μην εμβαθύνει.
«Ηταν αρκετά καλός. Τόσο, που αναρωτιόμουν γιατί δεν ήταν καλύτερος», έγραψε ο κριτικός των Νew York Times, ενώ ο κριτικός του Guardian από τις πρώτες γραμμές του κειμένου του, εξήγησε ποιο είναι το βασικό μυστικό της όποιας επιτυχίας του ίδιου του Κάμπερμπατς: «Εχει μια όψη ισχνή, σκεπτική, το χάρισμα να πείθει πως μπορεί να κάνει ενδοσκόπηση.» Είναι λοιπόν αδύνατος. Sχεδόν ισχνός. Νευρώδης. Η όψη του, η σωματική του διάπλαση δείχνει πως το μυαλό και η ψυχή του είναι έρμαια μιας μεγάλης εσωτερικής φουρτούνας. Το στοιχειωμένο πριγκιπόπουλο που ανταγωνίζεται και ταυτόχρονα θέλει να πάρει εκδίκηση για ένα φάντασμα.
Αυτή είναι άλλωστε η κυρίαρχη επί σκηνής φιγούρα του πρίγκηπα της σάπιας Δανιμαρκίας. Ο κορυφαίος ήρωας του ελισαβετιανού θεάτρου, έφτασε με αυτές τις προδιαγραφές και στην Ελλάδα. Ερμηνεύθηκε από ηθοποιούς στιλπνούς, λεπτούς, συχνά ψιλόλιγνους. Από άντρες με σωματότυπο που αντικατοπτρίζει την ψυχική κατάσταση του Αμλετ. Τις φορτίσεις πάνω σε ένα σώμα κλαρί. Με κορυφαίο τον πρώτο που ερμήνευσε Αμλετ στην Ελλάδα για το Εθνικό Θέατρο, τον θρυλικό Αλέξη Μινωτή. Τον ηθοποιό που ως Αμλετ κατέκτησε και τη σκηνή του Λονδίνου, προκαλώντας κριτικές που σίγουρα σήμερα θα ζήλευε ο Κάμπερμπατς. Κυρίως αν αναλογιστούμε πως η παράσταση ήταν στα ελληνικά! Είναι προφανές πως η σωματική παρουσία και ερμηνεία του Μινωτή στη σκηνή του «His Majesty Theatre» ήταν αυτή που καταρχάς μαγνήτισε τους Βρετανούς και τους οδήγησε μέσα στον τόσο γνωστό τους μύθο παρά το παράξενο άκουσμα των ελληνικών.
Αν και ο Αλέξης Μινωτής ήταν ήδη 39 ετών όταν ερμήνευσε τον ρόλο του πρίγκιπα, ο σωματότυπός του παρέπεμπε απευθείας σε ένα νεαρό πρίγκιπα ηλικίας μεταξύ 20 και 30 ετών. «Ο κ. Μινωτής έχει την μικροσκοπική φιγούρα ενός χορευτή, αλλά το πρόσωπό του έχει μια έκφραση πνευματικότητας», έγραφαν οι New York Times. Ή όπως σημείωνε η Νew Chronicle, ο Μινωτής έμοιαζε να έχει όλες τις αρετές που έχουν όσοι ηθοποιοί γεννήθηκαν για να ερμηνεύσουν Αμλετ. Η παράσταση του 1937 σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Ροντήρη και μετάφραση του Βασίλη Ρώτα, αφού περιόδευσε σε Βρετανία, Γερμανία και Αίγυπτο, ανέβηκε σε επανάληψη στο Εθνικό Θέατρο το 1940.
Παραμένει άγνωστο ποιο ακριβώς κίνητρο ώθησε τον Μινωτή να αναμετρηθεί ξανά με τον ρόλο του Αμλετ και κυρίως με την τεράστια επιτυχία της πρώτης του φοράς. Ετσι, 18 χρόνια μετά, το 1955 αποφάσισε να ερμηνεύσει ξανά τον Αμλετ. Αυτή τη φορά ήταν και ο σκηνοθέτης της παράστασης, χρησιμοποιώντας και πάλι τη μετάφραση του Βασίλη Ρώτα.
Λεπτός, με σώμα στεγνό, υπερκινητικός, σχεδόν έφηβος. Αυτός είναι ο ιδανικός Αμλετ, ή μάλλον ο στερεοτυπικός Αμλετ παγκοσμίως, ένα σώμα σε πλήρη αντίθεση με το μέγεθος της ψυχικής φουρτούνας
Η επιστροφή του στον ρόλο που έστρεψε πάνω του το ενδιαφέρον των μεγαλύτερων κριτικών του παγκόσμιου θεάτρου, έμελλε να είναι καταστροφική. Ακόμα περισσότερο λόγω της σύγκρισης με την εμφάνιση στο Λονδίνο. Οι κριτικοί των ελληνικών εφημερίδων έφυγαν δυσαρεστημένοι από την παράσταση και κυρίως από την ερμηνεία και τη σκηνική παρουσία του Αλέξη Μινωτή. Γράφει η Εστία, αμείλικτα: «Αλλά πώς να υποβάλλει ο Αμλέτος του κ. Μινωτή την μυστηριώδη αβεβαιότητα των πάντων, την παγερή άπνοια του θανάτου και το κρυμμένο νόημα των ασυνάρτητων φράσεων όταν ο πρωταγωνιστής ο οποίος παίζει έναν νεαρό πρίγκιπα 19-20 ετών, έχει περάσει στην πραγματικότητα τα 60 του χρόνια…»
Αμείλικτος και ο Ευάγγελος Παπανούτσος στην Εστία σημειώνει «Τόσο ως physique (αποκρουστική φιγούρα με δυσανάλογο προς το ισχνό σώμα κεφάλι και με πρόσωπο τσαλακωμένο) όσο και ως ηθοποιία, ο Αμλετ του Αλέξη Μινωτή δεν είχε καμία ποίηση και καμία ευγένεια».
Λεπτός, με σώμα στεγνό, υπερκινητικός, σχεδόν έφηβος. Αυτός είναι ο ιδανικός Αμλετ, ή μάλλον ο στερεοτυπικός Αμλετ παγκοσμίως. Κι όμως, μια φράση που εμφανίζεται στο κείμενο του Σαίξπηρ – αν και η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει σε όλες τις αποδόσεις ή μεταφράσεις- έχει δημιουργήσει μια σύγχυση στους μελετητές του έργου. Όταν ο Κλαύδιος ανησυχεί και λέει στην Γερτρούδη πως ο Αλμετ θα τον κερδίσει, η Γερτρούδη απαντά «είναι χοντρός και ξέπνοος». Κάποιοι εκτιμούν πως ο Σαίξπηρ χρησιμοποίησε τον χαρακτηρισμό «χοντρός» για να περιγράψει τον Αμλετ ως νωθρό, αγύμναστο. Αλλοι πάλι ότι είναι ορθογραφικό λάθος, πως ο Σαίξπηρ δεν έγραψε fat αλλά faint ή fey, δηλαδή αποκαμωμένος, απόκοσμος.
Λεπτοί, Ελληνες και Αμλετ
Ένα χρόνο πριν την επιστροφή του Αλέξη Μινωτή στον Αμλετ, δηλαδή το 1954, ο Δημήτρης Χορν ερμήνευσε τον θρυλικό ρόλο για μια παράσταση που έκανε περιοδεία σε Θεσσαλονίκη, Κύπρο, Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη, αλλά δεν παρουσιάστηκε στην Αθήνα. Χωρίς φωτογραφίες από την παράσταση, το μόνο ντοκουμέντο που φαίνεται πως έχει αφήσει πίσω του είναι η ηχογράφηση της παράστασης (με την Ελλη Λαμπέτη στο ρόλο της Οφηλίας), αλλά και μια φωτογραφία από τα παρασκήνια.
Ο Δημήτρης Χορν ήταν μόλις 31 ετών. Δεν θέλησε ποτέ του να ερμηνεύσει ξανά τον ρόλο. «Εξετάζοντας αναδρομικά τον εαυτό μου με κάνει να μη λαχταρώ να ερμηνεύσω τον ρόλο. Δεν ξαναέπαιξα Αμλετ, γιατί ο φόβος έφερε την αποστροφή. Και η αποστροφή την αδιαφορία. Δεν θέλω πια να ξαναπαίξω Αμλετ.»
Δύο φορές ερμήνευσε Αμλετ και ο Γιώργος Κιμούλης. Την πρώτη φορά στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος την περίοδο 1987-1988 σε σκηνοθεσία Αντριου Βισνέσκι και στην κορυφαία μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά. Οι κριτικές ήταν υποτονικές. Ο Κιμούλης επέστρεψε στον ρόλο την περίοδο 1997-1998, δέκα χρόνια μετά δηλαδή, στη σκηνή του θέατρου «Πόρτα», λέγοντας «οι μεγάλοι ρόλοι δεν παίζονται, ξαναπαίζονται». Δέκα χρόνια μετά, πιο βαρύς σκηνικά, επένδυσε στην εσωτερικότητα και εμφανίστηκε με μακριά μαλλιά και ρούχα που έκρυβαν τη γραμμή του σώματος.
Είχε προηγηθεί η παράσταση του «Ανοιχτού Θέατρου» με τον αξέχαστο Μηνά Χατζησάββα στιβαρό στη σκηνή να ερμηνεύει τον πρίγκιπα σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη, αλλά και ο Αμλετ του Γιάννη Φέρτη στο «Αμφιθέατρο» σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου, επίσης το 1991. Το 1998 εμφανίζεται στο ελληνικό θέατρο ο πιο εγκεφαλικός και ταυτόχρονα βαθιά σωματικός πρίγκιπας της Δανιμαρκίας, αυτός του Μιχαήλ Μαρμαρινού με την παράσταση «ΑΜΛΕΤ, το δάγκωμα του φιδιού» στο θέατρο «Θησείον».
O Aμλετ επέστεψε στο Εθνικό Θέατρο το 2003 με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, σε σκηνοθεσία και μετάφραση Μιχάλη Κακογιάννη. Νέος, λεπτός, νευρώδης, ο Μαρκουλάκης υπήρξε –τουλάχιστον ως physique- ιδανικός πρίγκιπας Αμλετ. Δεν ήταν καν 35 ετών όταν ερμήνευσε τον ρόλο, γεγονός που τον έκανε να αναρωτιέται «μετά τον Αμλετ τι; Πως συνεχίζω;». Όπως έγραφε στο Βήμα η Στέλλα Λοϊζου «Αμήχανος στο «Να ζει κανείς ή να μη ζει», ανελέητος στο «Σύρε σε μοναστήρι», σπινθηροβόλος στη σκηνή της κρεβατοκάμαρας, το σίγουρο είναι ότι, παρ’ όλα τα σκαμπανεβάσματα, παρ’ όλες τις ενστάσεις, ο Αμλετ αυτός μας συγκινεί και κρατάει το ενδιαφέρον μας σε εγρήγορση μέχρι τέλους.»
Ανατρέχοντας σε μερικούς από τους Αμλετ της ελληνικής σκηνής φτάνουμε στην προηγούμενη σεζόν, στην περίοδο 2014-2015 με δύο παραστάσεις που συζητήθηκαν και αγαπήθηκαν. Από τη μια ο Αμλετ που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Χουβαρδάς στην πρώτη του συνεργασία με τη «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» με τον Χρήστο Λούλη στον σπουδαίο ρόλο και από την άλλη η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Χρήστος Θεοδωρίδης στο θέατρο «Πορεία» με πρωταγωνιστή τον Ντένη Μακρή που ήταν υποψήφιος για τον «Σταυρό του Δημήτρη Χορν» για τον ρόλο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News