«Στο Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα, στη Μύκονο, την ημέρα της γιορτής του Αγίου, το 1955, φωτογράφισα το πανηγύρι. Περιέργως, ψηλά στο μοναστήρι κυμάτιζε μια αμερικανική σημαία, αν και ήμουν ο μόνος αλλοδαπός εκεί. Κανένας δεν μού έδινε σημασία όσο τραβούσα φωτογραφίες ασταμάτητα. Εκτός από έναν: τον ιερέα Βασίλη Αθυμαρίτη. Με παρακολουθούσε επίμονα και κάθε που άδειαζε το ποτήρι μου, το γέμιζε πάραυτα με κρασί. Πιστεύω ότι αυτό με βοήθησε να παραμείνω ένας ήσυχος, διακριτικός φωτογράφος».
Κάντε εικόνα αυτή την περιγραφή, με λόγια του διάσημου αμερικανού φωτογράφου Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ. Σε μια Μύκονο δίχως τουρίστες, «άθικτη» στην «αιώνια ομορφιά» της, όπως μού λέει και μού εξηγεί ο ίδιος. Άλλη εποχή. Άλλοι άνθρωποι.
«Το 1955 η Μύκονος ήταν σαν ανεξάρτητο νησιωτικό πριγκιπάτο, με τον δικό της πολιτισμό, τους δικούς της χορούς, τα τραγούδια, την ποίηση, την κουζίνα, τα υφάσματα, την αρχιτεκτονική, ακόμα και τη γλώσσα της. Όλα αυτά εξελίχθηκαν και διαμορφώθηκαν προσεκτικά κατά τη διάρκεια χιλιάδων ετών, εν μέσω πολέμων, κατοχών, ξηρασιών κι άλλων καταστροφών. Το όμορφο αυτό νησί αντιπροσώπευε ένα ανέγγιχτο παράδειγμα ενός εξαιρετικά οργανωμένου, αυτάρκους αιγαιοπελαγίτικου πολιτισμού», όπως γράφει ο φιλέλληνας φωτογράφος.
Στο βιβλίο του Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ «Μύκονος: Πορτρέτο μιας εποχής που χάθηκε» βασίζεται τώρα μια έκθεση, που έστησε με μεράκι η σύμβουλος πολιτιστικής πολιτικής και διαχείρισης, Σοφία Χηνιάδου – Καμπάνη. Η έκθεση, που αναπτύσσεται στο νέο αρχαιολογικό χώρο του Κάστρου Χώρας Μυκόνου, που αποκαλύφθηκε δίπλα στην εμβληματική της Παραπορτιανή, αλλά και κατά ένα μέρος στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκόνου, έως 31 Οκτωβρίου 2021, τελεί υπό την αιγίδα της Προέδρου της Δημοκρατίας και αποτελεί συνεργασία της Κοινωφελούς Δημοτικής Επιχείρησης Περιβάλλοντος, Παιδείας και Ανάπτυξης Μυκόνου (ΚΔΕΠΠΑΜ) με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων.
Ο Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1954, φοιτητής ακόμη στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον και επέστρεψε ένα χρόνο μετά για να ταξιδέψει στο Αιγαίο, φωτογραφίζοντας με μια μηχανή Rolleiflex.
«Στις φωτογραφίες, που τράβηξα στα δύο πρώτα μου ταξίδια, μπορείτε να διακρίνετε στοιχεία της Μυκόνου του ‘50», μού λέει ο ίδιος. «Όμως: ακόμη και να είχα πολλά ακόμη μέτρα φιλμ μαζί μου, δεν θα μπορούσα να συλλάβω τη γαλήνη, την αιώνια ομορφιά του τοπίου, των ανθρώπων και της Χώρας. Όταν ξεκίνησα να γράφω γι’ αυτήν την ομορφιά, χρησιμοποίησα τη λέξη ‘άθικτη’ αντί για τη λέξη ‘αιώνια’. Εκείνο που εννοώ με τη λέξη ‘αιώνια’ είναι ο αργά και μακροχρόνια εξελιγμένος πολιτισμός, που ανακάλυψα εκεί στα πρώτα μου ταξίδια: τους επινοητικούς ανθρώπους, που επιβίωσαν από αφάνταστες δυσκολίες στη διάρκεια πολλών γενεών, ένα όμορφο τοπίο που είχε συντονιστεί λεπταίσθητα για να μεγιστοποιεί την αγροτική παραγωγή και μια Χώρα που ανεπαίσθητα και δίχως ίχνος προσποίησης μπορούσε να εμπνέει αρχιτέκτονες με την κομψότητα και την απλότητά της».
Άραγε, ο φακός μπόρεσε να «συλλάβει» όλη τη Μύκονο εκείνης της εποχής, την Ελλάδα εκείνης της εποχής; «Όχι», έρχεται κοφτή η απάντηση του Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ. «Ο φακός δεν μπορούσε να συλλάβει την φιλοξενία των ανθρώπων ούτε τον αγώνα τους για επιβίωση κατά τη διάρκεια και μετά τον Πόλεμο. Κάθε σπάνιος αλλοδαπός ή ημεδαπός επισκέπτης ήταν γι’ αυτούς μια ευκαιρία για φιλοξενία και ‘ανάκριση’, όχι μόνον για τον έξω κόσμο αλλά και για τον επισκέπτη τον ίδιο. Σημείο αιχμής ήταν πάντα κάτι απλό: πού βρήκες τα λεφτά για να ταξιδέψεις στην Ελλάδα;»
Τι κρατάει από εκείνη την Ελλάδα ο αμερικανός φωτογράφος; «Αισθάνομαι εξαιρετικά τυχερός που βρέθηκα στην Ελλάδα εκείνης της περιόδου, όταν η χώρα διατηρούσε πολλά στοιχεία από την παραδοσιακή ζωή της και προτού να καταφθάσουν οι τουρίστες. Στις 365 ημέρες του 1954, αν δεν με απατά η μνήμη μου, η Ελλάδα είχε 180.000 επισκέπτες. Ήταν σχεδόν απίθανο να συναντήσεις άλλους ξένους στα νησιά. Έτσι, μπορούσες να γίνεις μάρτυρας του παραδοσιακού τρόπου ζωής. Τον Αύγουστο του 1954, ο αδελφός μου κι εγώ είμασταν οι μόνοι ξένοι επισκέπτες στη Σαντορίνη και τον Ιούλιο του 1955 δεν πιστεύω ότι είμασταν πάνω από 12 ξένοι στη Μύκονο».
Ο Άνθρωπος ήταν το κέντρο στη φωτογράφιση του Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ.
«Ήμουν διχασμένος. Με ενδιέφερε η ιστορία και η αρχαιότητα της Ελλάδας. Έτσι φωτογράφιζα εντατικά τα μνημεία της χώρας. Επισκέφθηκα την Αθήνα, την Ολυμπία, τους Δελφούς, την Επίδαυρο, το Μυστρά, την Πύλο, τη Δωδώνη, το Σούνιο, τις Μυκήνες, την Τίρυνθο, τη Δήλο, την Κόρινθο, τη Ρόδο, την Κω κ.λπ.
»Παντού, όμως, προσπαθούσα να φωτογραφίζω και το ανθρώπινο στοιχείο. Δουλεύω τώρα, με τις Εκδόσεις Πατάκη, πάνω σε μια έκδοση με τίτλο ‘Πορτρέτα Ελλήνων, 1954-2017’. Καθημερινοί άνθρωποι στις ζωές τους, στα φεστιβάλ τους, στις γιορτές. Ποζαρισμένες και αποζάριστες. Ο ανθρώπινος παράγοντας είναι σημαντικός ακόμη και στη φωτογράφιση τοπίων ή αρχαιοτήτων, καθώς προσθέτει ένα στοιχείο ενδιαφέροντος ή μέτρου / κλίμακας. Δίχως τις ανθρώπινες φιγούρες θα σταματούσαμε να μελετήσουμε ακόμη και μία φωτογραφία μνημείου;».
Ο αμερικανός φωτογράφος συνεχίζει να βρίσκεται ανάμεσά μας. Ανάμεσα στους Έλληνες. Πολύ συχνά. Βλέπει να έχουν αλλάξει πολλά από «τότε»; «Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η ελληνική φιλοξενία δεν έχει αλλάξει, όμως είναι διαφορετική σήμερα. Το ’50 και το ’60 υπήρχε ακόμη ένα στοιχείο ομηρικής φιλοξενίας: Υποδέχονταν τον επισκέπτη, τού πρόσφεραν τροφή και στέγη και ευγενικά τον ρωτούσαν για τον ίδιο και τον έξω κόσμο.
»Στις αρχές του ’70 ταξίδεψα στην Φολέγανδρο. Ο δήμαρχος κ. Μάτσας με προσκάλεσε, απευθείας, για δείπνο στο σπίτι του. Στη Σαντορίνη του ’60, ο Λουκάς, ιδιοκτήτης ταβέρνας, αρνούνταν να πληρωθεί για τα γεύματα πέντε ατόμων επί μία βδομάδα. ‘Souvenir, souvenir’.
»Υπάρχουν διαφορές και μέσα από τα μάτια των ίδιων των κατοίκων των νησιών. Σε μία έκθεση στο Κέντρο Νομικού στη Σαντορίνη, κάποια χρόνια πριν, ήρθε μια ηλικιωμένη γυναίκα με δάκρυα στα μάτια και είπε στη σύζυγό μου ότι, βλέποντας τις φωτογραφίες μου, θυμήθηκε ότι τότε λέγαμε καλημέρα ο ένας στον άλλον και προσφέραμε και ένα ποτήρι νερό. Σήμερα είναι όλοι τόσο απασχολημένοι να βγάζουν χρήματα, που δεν έχουν χρόνο να πουν μια καλημέρα».
Ο Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ προσέφερε, για δημοσίευση, στο Protagon και τις ανέκδοτες, αποζάριστες φωτογραφίες ανθρώπων από εκείνα τα ταξίδια του στη Μύκονο του ’50. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, το ερώτημά μας, πως «συνεργάζεται» ο φακός με το ανθρώπινο στοιχείο και αν αυτό μπορεί να ενδυναμώσει ή και να αποδυναμώσει μια φωτογραφία.
«Πολύ ενδιαφέρον και προκλητικό», είναι η αντίδρασή του. «Υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν ότι οι αποζάριστες φωτογραφίες ανθρώπων είναι εκείνες που έχουν αξία. Το πίστευα κι εγώ για πολλά χρόνια, επηρεασμένος από την φωτοειδησεογραφία και φυσικά από τις υπέροχες εικόνες του Καρτιέ Μπρεσόν και άλλων. Όμως, τότε στα ελληνικά νησιά και χωριά οι άνθρωποι σού ζητούσαν να τούς βγάλεις φωτογραφία. Εισέπραττες κάθε είδους έκφραση, συχνά και χαμόγελο.
»Τότε, συνειδητοποίησα ότι ο καθένας τους επιχειρούσε να επικοινωνήσει, όχι με το φωτογράφο, αλλά με όσους θα έβλεπαν τη φωτογραφία τους, σε άλλον τόπο, σε άλλη εποχή.
»Η απροβάριστη και αποζάριστη φωτογραφία δεν είναι η μόνη οδός που έχει αξία, κατά τη γνώμη μου. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις έγχρωμες φωτογραφίες του 1957, από τις Κυκλάδες, που έκανα για το ‘National Geographic’. Όμως, οι περισσότερες από τις φωτογραφίες που τράβηξα στη Μύκονο του ’50 είναι αποζάριστες».
Τι κρατάει ο Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ από «εκείνη» τη Μύκονο;
«Από την ημέρα του 1955, που εμφάνισα τις φωτογραφίες της Μυκόνου, η πιο ανεξίτηλη εικόνα από αυτές ήταν εκείνη που τράβηξα σε μια βάφτιση στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα. Μια ποζαρισμένη εικόνα, αντίθετα με τις περισσότερες, που όμως πάντα ‘μιλούσε’ στην καρδιά μου. Μια εικόνα από ανθρώπους, φίλους, συγγενείς, που στην αυλή του μοναστηριού έτρωγαν σε τσίγκινα πιάτα, πάνω σε τραπεζομάντηλο από εφημερίδες.
»Με έναν παράξενο τρόπο, αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι ήταν που έκαναν τη Μύκονο πόλο έλξης για τους μετέπειτα επισκέπτες του νησιού. Ποζάροντας αυτοί οι άνθρωποι στο φακό είναι σαν να στέλνουν ένα μήνυμα σε όσους κοιτούν τη φωτογραφία τους ως το τέλος του Χρόνου».
«Η Μύκονος εκείνης της εποχής», μού λέει ο αμερικανός φωτογράφος, «είναι δύσκολο να αναγνωρισθεί ή να κατανοηθεί σήμερα. Το τοπίο άλλαξε δραματικά. Η Χώρα έμεινε άθικτη, αντίθετα με άλλες, όμως το νησί άλλαξε, από ένα μοναδικό ζωτικό τόπο ή τόπο ζωής σε έναν μοναδικό διεθνή χώρο shopping».
Η Βενετιά των ανθρώπων και των 7 μποφόρ
Αλήθεια, μπορεί το ανθρώπινο στοιχείο να ενδυναμώσει, ή ακόμη και να αποδυναμώσει, μια φωτογραφία; Στο ερώτημα αυτό, ο φιλέλληνας αμερικανός φωτογράφος μάς έστειλε (μετά την κουβέντα μας για την έκθεσή του), από την Πάτμο όπου βρίσκεται, μια έγχρωμη εικόνα του με φόντο το πιο φωτογραφημένο σήμερα σημείο της Μυκόνου: τη Βενετιά.
Εξηγώντας:
«Η φωτογραφία απεικονίζει ένα από τα πλέον φωτογραφημένα σημεία του κόσμου. Πιστεύω ότι το ανθρώπινο στοιχείο την ενδυναμώνει. Είμαστε στο 1957 και στο σημείο, στο οποίο έκαναν την πλύση τους οι γυναίκες της Μυκόνου. Στην εικόνα, πέρα από τη γυναίκα, έχουμε δύο ακόμη φιγούρες κοντά στη θάλασσα. Ίσως σκέφτονται να βγάλουν στα ανοιχτά τη βάρκα τους, με 7 μποφόρ, όπως φαίνεται. Αν και πολύ το αμφιβάλλω ότι μπορεί να συμβεί».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News