Αύγουστος του 1952. Στο πρώτο της παιχνίδι προετοιμασίας για τη νέα σεζόν (1952-1953) η Ιντερ αντιμετωπίζει την Ιντερ Β, τη δεύτερη ομάδα των «Νερατζούρι». Στο προπονητικό κέντρο του συλλόγου έχουν συγκεντρωθεί πάνω από 3.000 οπαδοί, οι οποίοι ανυπομονούν να γνωρίσουν τους παίκτες που αποκτήθηκαν εκείνο το καλοκαίρι. Μπροστά στα γκολπόστ της Ιντερ στέκεται ένας μελαχρινός, γεροδεμένος άνδρας με λεπτό μουστάκι και βλοσυρό ύφος. «Ενας έλληνας portiere, που προπονείται καθημερινά με την ομάδα και ονομάζεται Pentaropolus», όπως ενημέρωσε τους αναγνώστες της η Gazzetta Dello Sport την επόμενη μέρα.
Ούτε μια φορά δεν έγραψαν σωστά το όνομά του οι Ιταλοί, στους επτά μήνες που ο Νίκος Πεντζαρόπουλος έμεινε στο Μιλάνο. Εγραφαν, όμως, τα καλύτερα για εκείνον, συνοδεύοντας τα κολακευτικά τους σχόλια με φωτογραφίες από τις εντυπωσιακές αποκρούσεις του. Ολοι περίμεναν πώς και πώς να δουν τον «γκολκίπερ που πετάει» σε επίσημο ματς, όμως αυτό δεν συνέβη ποτέ.
Ενα μήνα πριν, στις 15 Ιουλίου του 1952, ο διεθνής τερματοφύλακας του Πανιωνίου είχε κάνει «το παιχνίδι της ζωής του». Αυτό που έμελλε να του αλλάξει τη ζωή, αλλά όχι με τον τρόπο που εκείνος ονειρευόταν. Στο Τάμπερε της Φινλανδίας η Εθνική Ελλάδος έπαιζε αντίπαλος της Δανίας, στο Ολυμπιακό τουρνουά του Ελσίνκι. Οι Δανοί σφυροκοπούσαν ανελέητα την ελληνική εστία, και θα είχαν νικήσει με σκορ πολύ μεγαλύτερο από το τελικό 2-1, αν ο (25χρονος, τότε) Πεντζαρόπουλος δεν… έπιανε τα άπιαστα. Χάρη στην εκπληκτική του απόδοση απέκτησε το προσωνύμιο «Ηρωας του Τάμπερε», ενώ ο ευρωπαϊκός Τύπος τον παρομοίασε με τον Ισπανό Ρικάρδο Θαμόρα, τον κορυφαίο γκολκίπερ στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα.
Μόλις ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη του παιχνιδιού, περίπου 7.000 θεατές, διαφόρων εθνικοτήτων, σηκώθηκαν όρθιοι και τον αποθέωσαν με ένα παρατεταμένο χειροκρότημα. Στην εξέδρα βρισκόταν και ο προπονητής της Ιντερ, Αλμπέρτο Φόνι (την επόμενη μέρα έπαιζε η Ιταλία). Ο Ιταλός τον πλησίασε και με λίγα αγγλικά, λίγα ιταλικά και λίγη παντομίμα, του πρότεινε να παίξει στη φημισμένη ομάδα του Μιλάνου.
Ο Πεντζαρόπουλος, το τρίτο παιδί μιας φτωχής οκταμελούς οικογένειας, δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Πήρε το τρένο και έφτασε στη Λομβαρδία. Δεν το έκανε μόνο για τα χρήματα -οι Ιταλοί του πρόσφεραν για κάθε χρόνο συμβολαίου, αποδοχές που αντιστοιχούσαν σε τρεις δεκαετίες δουλειάς στην Ελλάδα-, αλλά και γιατί ήθελε να «ανοίξει τα φτερά του», μακριά από τα ξερά γήπεδα του ερασιτεχνικού ελληνικού ποδοσφαίρου εκείνης της εποχής. Εφτασε στο Μιλάνο και περίμενε την έγγραφη συγκατάθεση του Πανιωνίου, ώστε να ολοκληρωθεί η μεταγραφή. Που δεν ήρθε ποτέ.
Οι 100.000 δραχμές που έδινε η Ιντερ στον σύλλογο της Νέας Σμύρνης για να αποκτήσει τον παίκτη, ήταν αστρονομικό ποσό για την Ελλάδα των ‘50s. Αλλά ο τότε πρόεδρος του Πανιωνίου, Δημητρός Καραμπάτης, αρνήθηκε να βάλει την υπογραφή του. Ισως, φοβήθηκε τις αντιδράσεις των οπαδών. Μπορεί και να τσατίστηκε, που ο ποδοσφαιριστής ταξίδεψε στην Ιταλία χωρίς να τον ενημερώσει. Ο Πεντζαρόπουλος συμμετείχε στις τρίωρες προπονήσεις της Ιντερ, τέσσερις φορές την εβδομάδα, και στα μαθήματα τακτικής, κάθε Σάββατο. Τις Κυριακές παρακολουθούσε τα παιχνίδια από τις εξέδρες του «Σαν Σίρο» (αγωνιζόταν μόνο στα φιλικά ματς) και περίμενε την «ελευθέρας» του από την Ελλάδα. Οι Ιταλοί τον ήθελαν πολύ, γι’ αυτό έκαναν υπομονή επτά ολόκληρους μήνες. Οταν το πήραν απόφαση ότι ο Πανιώνιος δεν θα άλλαζε γνώμη, ενημέρωσαν τον Πεντζαρόπουλο ότι έπρεπε να αποχωρήσει.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1953. Στον σταθμό Λαρίσης τον περίμεναν με τις ώρες εκατοντάδες οπαδοί του Πανιωνίου, για να του εκφράσουν την αγάπη τους. Επέστρεψε και στην ομάδα, στην οποία έπαιζε από 16 ετών παιδί. Αλλά, πλέον, δεν θύμιζε σε τίποτα τον παλιό, καλό Πεντζαρόπουλο με τα εκπληκτικά αντανακλαστικά, τις φοβερές εκτινάξεις, το απίθανο άλμα (η μέση του έφτανε πάνω από το κεφάλι του επιθετικού) και την αστραπιαία έξοδο, που περιόριζε το οπτικό πεδίο του αντιπάλου και τον έκανε να βλέπει το τέρμα σαν σπιρτόκουτο.
Ηταν απογοητευμένος και πικραμένος με τον σύλλογο, που του στέρησε το προνόμιο να γίνει ο πρώτος έλληνας γκολκίπερ που θα έκανε καριέρα στο εξωτερικό και ο δεύτερος έλληνας ποδοσφαιριστής που θα περνούσε τα σύνορα μετά τον Κώστα Χούμη: τον κορυφαίο επιθετικό της χώρας στην προπολεμική περίοδο, ο οποίος το 1936 πήρε μεταγραφή από τον Εθνικό Πειραιώς στη ρουμανική Βίνους.
Αποσύρθηκε από τη δράση δύο χρόνια αργότερα, μόλις στα 28: στην ηλικία που οι τερματοφύλακες φτάνουν στο αποκορύφωμα της καριέρας τους. Εργάστηκε ως μηχανικός αυτοκινήτων, έπειτα ως προπονητής σε χαμηλότερες κατηγορίες και στη συνέχεια, τη δεκαετία των ’70s, ως γυμναστής των γκολκίπερ του Πανιωνίου – ο Αντώνης Μανίκας ήταν ένας από τους τελευταίους μαθητές του.
«Εφυγε» στις 29 Μαρτίου -σαν σήμερα- του 1979, σε ηλικία 52 ετών, από καρκίνο. Με το παράπονο της μεγάλης χαμένης ευκαιρίας, όπως εκμυστηρεύτηκε στην ΕΡΤ λίγο πριν από τον θάνατό του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News