Κατά τις 16.30 που ξυπνούσε από τον μεσημεριανό ύπνο καθόμουν μερικές φορές μαζί του στην αυλή. Τότε έδειχνε πάντα μια ετοιμότητα να σηκωθεί από την καρέκλα του, κρατώντας με το ένα του χέρι το μπράτσο της πλαστικής καρέκλας και το βλέμμα του να κοιτάει πάντα προς τον ελαιώνα. Με τον παππού μου τον Αποστόλη πάντα μου άρεσε-ει να κάθομαι ενώ ξέραμε ότι την συντροφιά μας θα την έκανε πιο πικάντικη και ένας “εισβολέας”.
Το σπίτι των παππούδων μου έχει στρατηγική σημασία. Ο εισβολέας, ο θείος Ηλίας, για να περάσει να πάει προς το καφενείο περνούσε πάντα από την αυλή αυτή. Φυσικά είχε και άλλη επιλογή δρομολογίου αλλά αυτή ήταν η αγαπημένη του μάλλον. Ίσως του άρεσε πάντα ο πρώτος σταθμός. «Πού 'σαι βρε τζερεμέ Ικαριώτη;» του 'λεγε ο παππούς όταν εμφανιζόταν αθόρυβα. «Ναι, ναι λέγε εσύ» του απαντούσε ο τζερεμές.
Εκείνο το απόγευμα ο Ηλίας έκατσε λίγο μαζί μας. Πάντα τον βομβάρδιζα με ερωτήσεις για τον πόλεμο και την δράση του στον Ε.Λ.Α.Σ. Η κίνηση εκείνο το απόγευμα ήταν απλή. Βάζει το χεράκι στην εσωτερική τσέπη, βγάζει το πορτοφολάκι του και σέρνει από το τσεπάκι μια παλιά φωτογραφία. Ένας πιτσιρικάς, με ασυνδύαστα στρατιωτικά ρούχα, ένα μπερέ φορώντας το λες και ήταν Μακί, κρατώντας μια μεγάλη ιταλική αραβίδα εκ του ισχίου, και κοιτώντας την φωτογραφική μηχανή όπως θα διάβαζε ένας αποπροσανατολισμένος μια χαλασμένη πυξίδα.
Μια παλιά φωτογραφία όμως δεν την κοιτάς μόνο από μπροστά αλλά και από πίσω. Εκεί θα καταλάβεις ίσως περισσότερα τι πραγματικά εικονίζει: «Στην μητέρα μου, από τον γιό της που σώμα έχει και ψυχή δεν έχει». Ο παππούς μου ο Αποστόλης είχε πάντα μια ετοιμότητα στα πειράγματα αλλά όταν διάβασα την αφιέρωση γύρισε στον ελαιώνα του.
Μετά από χρόνια, όταν ήδη η ψυχή του θείου Ηλία θα πήγαινε να δώσει επιτέλους την φωτογραφία στην μητέρα του, θα βρισκόμουν στο νοσοκομείο της Λαμίας για να δώ την θεία μου την Κατίνα που νοσηλευόταν. Γύρω στα 90 το Κατινάκι, τα 'χε βολέψει καλά πλην δύσκολα στην ζωή της. Έξυπνη, δραστήρια, δούλευε πολύ καλά το βελόνι και τη ραπτομηχανή από την δεκαετία του 40’. Εργάστηκε στα καλύτερα σπίτια σαν μοδίστρα. Τα καλύτερα μαγιό του Σοφοκλή Βενιζέλου τα 'κανε το Κατινάκι ενώ οι Τσαλδαραίοι την είχανε της εμπιστοσύνης τους. Όποτε πλησίαζαν οι εκλογές η γυναίκα του Θανάση Τσαλδάρη της έδινε τα ψηφοδέλτια και την πείραζε: «Εγώ θα στα δίνω και εσύ αν θέλεις πέταξε τα κάπου». Ήξερε φυσικά ότι το Κατινάκι ήταν ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟ! Από τότε καλλιεργήθηκε μια δίχρωμη φιλία που καμία πολιτική θεωρία δεν κατάφερε να διαταράξει.
Εκείνο όμως το απόγευμα στο νοσοκομείο, το Κατινάκι ήταν εκνευρισμένο. Το δωμάτιο δεν είχε την αύρα που είχε μάθει στα αριστοκρατικά συντηρητικά σπίτια. Καθόμουν δίπλα της με τους υπόλοιπους συγγενείς ώσπου παρατηρώ ότι μέσα στο πλάνο μου ήταν ένας παππούλης κρεβατωμένος μόνος του. Πάσχισε να φάει ένα ρημάδι γιαούρτι που του φέρανε και δεν μπορούσε. Κάνω την κίνηση και τον πλησιάζω. Παίρνω το γιαουρτάκι και προσφέρομαι να βοηθήσω. Ώπα τι γίνεται εδώ, σκέφτεται; Το βλέμμα του ντυμένο με τα παχιά και ακανόνιστα του φρύδια -που όμως κάνανε αυστηρή γωνία- φίλτραρε τον εισβολέα, εμένα.
Εν τέλει κάποιες μπουκιές τις δέχτηκε αλλά σύντομα μιλήσανε για άλλη μια φορά τα πορτοφόλια. Το χεράκι μέσα από την τσέπη και σέρνεται έξω μια φωτογραφία συνοδευμένη από ήχο: “έχεις πάει φαντάρος;”. «Όχι» του κάνω. Τότε έρχεται η φωτογραφία στο χέρι μου. Ένας άνδρας, με περιποιημένη στολή, βρετανικού τύπου, καρφωμένο βλέμμα στον φακό, ένα μπερέ φορώντας το βρετανικά, στο σωστό ύψος δηλαδή, και κρατώντας ένα βαρύ οπλοπολυβόλο. Δεν ήταν κάνας βρώμικος κατσαπλιάς δηλαδή. Πίσω από την φωτογραφία ήταν νομίζω μόνο η μονάδα, η χρονιά και τέτοια. Πληροφορίες αρχείου δηλαδή.
«Με εκπαιδεύσανε οι καλύτεροι, οι Αμερικάνοι», «Ήμουν στις ειδικές δυνάμεις», «Με είχε επιθεωρήσει και ο Στρατάρχης Παπάγος». Μου είπε πολλά των οποίων όμως την συνοχή δεν θυμάμαι. Αλλά αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν αυτό που –ρητορικά- μου ζήτησε: «Βαγγέλη, δώσε μου αυτή τη στιγμή ένα Bren υδρόψυκτο οπλοπολυβόλο και σου αδειάζω αμέσως ολόκληρο χωριό». Φεύγοντας από τον θάλαμο πριν στρίψω την πόρτα μου φώναξε και μια συμβουλή σηκώνοντας το χέρι του: «να θυμάσαι να πηγαίνεις πάντα μπροστά με το δεξί ψηλά!»
Προς το τέλος του Εμφυλίου, ένας αμερικανός φοιτητής είχε ρωτήσει έναν Έλληνα αγρότη ποιά πλευρά διέπραξε τα περισσότερα εγκλήματα. Ο αγρότης του απάντησε: η πλευρά που είναι στην εξουσία έχει περισσότερες ευκαιρίες να τα διαπράξει (βλ. Mark Mazower “Στην Ελλάδα του Χίτλερ”).
Θα έλεγα λοιπόν σε κείνον τον φοιτητή ότι όσον αφορά την “ποιότητα” των εγκλημάτων, η ένταση και η έκταση τους εξαρτάται από τον λόγο του αριθμού των ωρών που δαπανούνε στην μετέπειτα ζωή τους για να τα αφηγούνται σε νέους ανθρώπους προς τον αριθμό των ανθρώπων που έχουν δίπλα τους στα γεράματα να τους δώσουν ένα γιαούρτι. Όσον αφορά τον αριθμό των εγκλημάτων θα του έλεγα ότι οι πραγματικοί αντιστασιακοί -μετανοημένοι ή μη- κλαίνε για τα εγκλήματα που έκαναν. Οι πραγματικοί εγκληματίες κλαίνε γιατί δεν κάνανε περισσότερα. Τα υπόλοιπα που λέγονται αφορούν την Αριστερά και την Δεξιά όχι τους ανθρώπους μας..
Δεν ξέρω αν είναι στη ζωή εκείνος ο επίλεκτος στρατιώτης του Παπάγου αλλά ψάχνοντας μια δικαιολογία ή μια ελπίδα για εκείνον σκέφτομαι την ατάκα από την ταινία “Ο μύθος του 1900”: «ποτέ δεν θα έχεις ξοφλήσει αν έχεις μια καλή ιστορία αλλά και κάποιον να την πείς» αλλά σίγουρα δεν είσαι ξοφλημένος αν έχεις μια φωτογραφία με αφιέρωση για να την δώσεις στην μητέρα σου όταν την ξανασυναντήσεις.
Το αφιερώνω στον Γιώργο, την Κατερίνα, τον Νίκο και τον Ηλία, ανίψια και παιδιά σωμάτων δίχως ψυχή.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News