«Είναι ο μεγαλύτερος πολιτικός που έχει γεννήσει η Ελλάδα από την εποχή του Περικλή», είχε πει για τον Ελευθέριο Βενιζέλο ο πρωθυπουργός της Αγγλίας, Λόυδ Τζορτζ. Και είχε ομολογήσει ότι σε ολόκληρη την πολιτική του σταδιοδρομία, δεν είχε γνωρίσει άλλον που να του έκανε τόσο έντονη εντύπωση, όπως καταγράφει ο Τζάιλς Μίλτον στο βιβλίο του «Χαμένος Παράδεισος – Σμύρνη 1922» (εκδόσεις Μίνωας). 18 Μαρτίου, κλείνουν 80 χρόνια από τον θάνατό του.
Γεννήθηκε στις Μουρνιές Χανίων (23 Αυγούστου 1864). Προοριζόταν να διαδεχτεί τον πατέρα του στο εμπόριο αλλά βρέθηκε να σπουδάζει νομικά στην Αθήνα. Στα 1887, επέστρεψε δικηγόρος στα Χανιά κι αναμίχθηκε στην πολιτική. Τον εξέλεξαν βουλευτή Κυδωνιών.
Διαφώνησε με τους αρχηγούς της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου του 1895, μετείχε στο κίνημα του 1897 και, στη συνέλευση στο Ακρωτήρι, εκλέχτηκε μέλος της επαναστατικής επιτροπής. Τότε πρωτοφάνηκε το πολιτικό του μυαλό σε όλο του το μεγαλείο.
Η ελληνική ήττα στον πόλεμο με την Τουρκία έφερε την απογοήτευση στην Κρήτη. Πολλοί όμως από τους επαναστάτες δίσταζαν να κηρύξουν λήξη του κρητικού αγώνα για να μην κατηγορηθούν για λιποψυχία. Στις 25 Αυγούστου 1897, έστειλε έγγραφο στους ναυάρχους των μεγάλων δυνάμεων που είχαν αράξει στα Χανιά. Τους έγραφε:
«Πεποίθησίς μου όσο και πεποίθησις ολόκληρου του κρητικού λαού είναι ότι μόνη λύσιν του ζητήματος θα αποτελέσει η Eνωσις προς την Ελλάδα. Αλλ’ η πεποίθησίς μου αυτή δεν με τυφλώνει προς τας υπαγορεύσεις της πρακτικής πολιτικής και αφ’ ης το ελεύθερον Βασίλειον, πιεζόμενον εκ της εκβάσεως του ατυχούς πολέμου, απέσυρεν εντεύθεν τον στρατόν της κατοχής και ανεγνώρισε την Κρητικήν αυτονομίαν, ουδέποτε έπαυσα φρονών και κηρύττων ότι είμεθα υπόχρεοι να προσαρμοσθώμεν προς τας αποφάσεις των Δυνάμεων και ν’ αποδεχθώμεν την υποσχομένην αυτονομίαν ως νέον σταθμόν προς εκπλήρωσιν του εθνικού ιδεώδους».
Με την επιστολή του, εξέφραζε τα δικά του «πιστεύω» και ταυτόχρονα παρείχε το ιδεολογικό υπόβαθρο που επέτρεπε στους αγωνιστές να καταθέσουν τα όπλα: «Η αυτονομία είναι βήμα προς την ένωση».
Η ρήξη του με τον ύπατο αρμοστή, πρίγκιπα Γεώργιο, είχε αιτία το ότι ο τελευταίος ενδιαφερόταν για την μετατροπή της Κρήτης σε πριγκιπάτο κι όχι για την ένωσή της με την Ελλάδα. Τα πράγματα έφτασαν στα άκρα και, στις 10 Μαρτίου 1905, ξέσπασε η επανάσταση στο Θέρισο, στους πρόποδες των Λευκών Ορέων. Επικεφαλής, οι Ελευθέριος Βενιζέλος, Κωνσταντίνος Μάνος και Κωνσταντίνος Χούμης. Χωροφυλακή και αγήματα των ξένων δυνάμεων κινήθηκαν εναντίον τους. Οι επαναστάτες κράτησαν. Η συνέλευση (30 Ιουνίου 1906), κήρυξε την ένωση. Ο πρίγκιπας Γεώργιος παραιτήθηκε. Οι προστάτιδες δυνάμεις επέβαλαν πλήρη αυτονομία στο νησί, ενώ νέος ύπατος αρμοστής έφτασε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Τον Σεπτέμβριο 1908 κι ενώ ο Ζαΐμης απουσίαζε, οι Κρητικοί κήρυξαν πάλι την ένωση κι έστειλαν βουλευτές τους στο ελληνικό κοινοβούλιο. Αρνήθηκαν να τους δεχτούν.
Το άστρο του Ελευθερίου Βενιζέλου ξεκίνησε το μεσουράνημά του. Εκλέχτηκε πρόεδρος της Ελληνικής Συνελεύσεως των Κρητών κι έπειτα πρωθυπουργός της Κρητικής Πολιτείας. Τον ίδιο καιρό, στην Αθήνα ξέσπασε η επανάσταση στου Γουδή (14 Αυγούστου 1909).
Ο στρατός απαλλάχτηκε από τους αξιωματικούς που έπαιρναν τους βαθμούς ως προίκα, απαλλάχτηκε κι από τους πρίγκιπες. Ο εκσυγχρονισμός του εξελίχθηκε ταχύς. Η ζωή απαιτούσε νέα και δυναμικά πρόσωπα στην ελληνική πολιτική σκηνή. Δημοσιογράφοι πρότειναν στον Στρατιωτικό Σύνδεσμο να καλέσει τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Η όλη πολιτική του σταδιοδρομία στην Κρήτη εγγυούταν ότι μπορούσε να είναι ο «νέος πολιτικός ηγέτης» που ο λαός αναζητούσε…
Η απόρρητη επιστολή του Στρατιωτικού Συνδέσμου που ο λοχαγός Κονταράτος μετέφερε στον Ελευθέριο Βενιζέλο, αποτελούσε πρόκληση. Του ζητούσαν να αναλάβει την αποστολή να συμφιλιώσει την επανάσταση με τα ελληνικά κόμματα. Κι αν χρειαζόταν, να αναλάβει την ηγεσία του ανορθωτικού αγώνα. Η απάντησή του ήταν προσεκτικά διατυπωμένη:
«Ως τίθεται προ εμού το ζήτημα εν τη επιστολή ταύτη, αρνητική κατ’ αρχήν απάντησις εκ μέρους μου δεν είναι επιτετραμμένη. Αλλά δεν δύναμαι εξ άλλου ουδέ κατ’ αρχήν να δηλώσω ότι είμαι έτοιμος να αναλάβω την αρχήν, εφ’ όσον εγγυτέρα μελέτη της καταστάσεως δεν με πείσει ότι το συμφέρον του έθνους μοι επιβάλλει τούτο ως επιτακτικόν καθήκον…».
Παρά τη μυστικότητα που κάλυπτε τις διαπραγματεύσεις, το πράγμα διέρρευσε. Όταν (28 Δεκεμβρίου 1909) ο Βενιζέλος αποβιβαζόταν στον Πειραιά, βρήκε τα δημοσιογραφικά όργανα του παλατιού και των κομμάτων να προσπαθούν να δημιουργήσουν κλίμα. Τους κατείχε ο φόβος ότι ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος θα τον επέβαλε πρωθυπουργό με τη δύναμη των όπλων. Και η προσωπικότητά του τους φόβιζε, καθώς η επανάσταση στο Θέρισο αποδείκνυε ότι δεν δίσταζε να πάρει τα όπλα, αν πίστευε ότι αυτό θα ωφελούσε γενικότερα. Οι πολλοί όμως, λαός και ιθύνοντες, προσέβλεπαν σ’ αυτόν ως τον άνθρωπο που θα έφερνε τον εκσυγχρονισμό και την ανανέωση της πολιτικής ζωής.
Το άστρο του Ελευθερίου Βενιζέλου ξεκίνησε το μεσουράνημά του. Εκλέχτηκε πρόεδρος της Ελληνικής Συνελεύσεως των Κρητών κι έπειτα πρωθυπουργός της Κρητικής Πολιτείας. Τον ίδιο καιρό, στην Αθήνα ξέσπασε η επανάσταση στου Γουδή (14 Αυγούστου 1909).
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αιφνιδίασε και τους μεν και τους δε. Στην επαναστατική Επιτροπή του Στρατιωτικού Συνδέσμου είπε ότι ήταν λάθος να τα βάλουν με τα κόμματα και όχι με τον ανεύθυνο ρυθμιστή του πολιτεύματος (τον βασιλιά), ήταν δεύτερο λάθος ότι δεν επέβαλαν για ένα χρόνο δικτατορία και προσπαθούσαν να περάσουν την αλλαγή μέσω κομματικού μηχανισμού και θα ήταν τρίτο λάθος αν ο ίδιος γινόταν πρωθυπουργός. Προσφέρθηκε να αναλάβει σύμβουλός τους και μεσολαβητής στα κόμματα για την επιστροφή στην ομαλότητα. Και υπέδειξε τον Στέφανο Δραγούμη ως πρωθυπουργό μέχρι τη διενέργεια εκλογών για αναθεωρητική Βουλή.
Στις εκλογές της 10ης Αυγούστου 1910, κάποιοι τον δήλωσαν ανεξάρτητο υποψήφιο βουλευτή Αττικοβοιωτίας. Εκλέχτηκε παίρνοντας το 86,22% των ψήφων (32.765 σε σύνολο 38.000). Εκλέχτηκαν κι άλλοι 164 ανεξάρτητοι «θαυμαστές» του, ενώ όλα μαζί τα κόμματα έβγαλαν 200 βουλευτές. Η εφημερίδα «Πατρίς» σχολίασε:
«Μία επανάστασις συνετελέσθη, όχι του στρατού πλέον αλλά του λαού. Του κυριάρχου. Επανάστασις ειρηνική. (…) Ο Βενιζέλος τι εκπροσωπεί; Ο Βενιζέλος είναι σύμβολον, είναι μία ιδέα. Ο αντικομματισμός είναι η ελπίς της Αναγεννήσεως».
Ο ίδιος ο Βενιζέλος βρισκόταν στην Ελβετία, όταν έμαθε τον εκλογικό του θρίαμβο. Πια δεν μπορούσε να κάνει πίσω, καθώς ο ελληνικός λαός απαιτούσε να αναλάβει τα ηνία της χώρας. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1910, έφτασε γι’ άλλη μια φορά στον Πειραιά. Θριαμβευτική υποδοχή τον περίμενε.
Κλήθηκε στα ανάκτορα όπου ο βασιλιάς Γεώργιος Α’, ο οποίος είχε ορκιστεί ότι θα υπακούει στην «αρχή της δεδηλωμένης» (πλειοψηφίας στη Βουλή), του ανάθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Τυπικά, δεδηλωμένη δεν υπήρχε. Τη στιγμή εκείνη, ο Ελευθέριος Βενιζέλος διέθετε μια μόνο έδρα: Τη δική του. Η κυβέρνησή του, από δυναμικά και μετριοπαθή άτομα, ορκίστηκε στις 6 Οκτωβρίου. Στις 12, δημοσιευόταν το διάταγμα της προκήρυξης εκλογών για την ανάδειξη Β’ Αναθεωρητικής Βουλής. Έγιναν στις 28 Νοεμβρίου 1910. Το κόμμα των Φιλελευθέρων που ο Βενιζέλος ίδρυσε, κατέλαβε τις 307 από τις 362 έδρες, ενώ τα παλιά κόμματα είχαν κηρύξει αποχή που δεν πέρασε στα στρώματα των ψηφοφόρων.
Το νέο σύνταγμα επέβαλλε την υποχρέωση του κράτους να παρέχει τη στοιχειώδη εκπαίδευση στους Έλληνες, μεριμνούσε για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών που θα έπρεπε να μοιραστούν στους ακτήμονες, δημιουργούσε το Συμβούλιο της Επικρατείας, απαγόρευε την ανάμιξη των στρατιωτικών στην πολιτική, καθιέρωνε την πρώτη στην Ελλάδα εργατική νομοθεσία και επέβαλλε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων.
Οι σχολιαστές της εποχής σημείωσαν: Ο εκσυγχρονισμός που ξεκίνησε από τον Χαρίλαο Τρικούπη και δεν ευτύχησε επί του άτολμου Θεοτόκη, βρίσκει τώρα τον ιδανικό διεκπεραιωτή του. Οι σοσιαλιστές τον κατηγορούσαν ότι δεν είχε σαφή ιδεολογική τοποθέτηση αλλά του αναγνώριζαν ότι ήταν σε θέση αμέσως να πιάνει τον παλμό και την φορά του κοινωνικού ρεύματος. Ο Ψυχάρης παραπονιόταν ότι δεν έκανε τίποτα για τη δημοτική και μιλούσε στην καθαρεύουσα αλλά ο Βενιζέλος ήταν που έμπασε τη δημοτική ως γλώσσα διδασκαλίας της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (που άλλωστε «δημοτικό» ονομάστηκε).
Η «ολέθρια σχέση» ανάμεσα στον Γεώργιο Α’ των Ελλήνων και τον Ελευθέριο Βενιζέλο αποτελεί εξαίρετο δείγμα ρεαλιστικής πολιτικής και διπλωματικής ευελιξίας: Υπέταξαν το συναίσθημα στην ψυχρή λογική και το χρησιμοποίησαν, πυροδοτώντας το, όταν έπρεπε, ή καταπνίγοντάς το, όταν έτσι έκριναν σωστό. Αν δεν πολιτεύονταν με αυτόν τον τρόπο, η Ελλάδα απλά θα έχανε το τρένο. Όσο ο Βενιζέλος εκπροσωπούσε την Κρήτη, ο Γεώργιος τον έβλεπε ως αντίπαλο και ως τον άνθρωπο που κατέστρεψε το μέλλον του γιου του, τον οποίο οι καιροί προαλείφανε ηγεμόνα μιας ανεξάρτητης μεγαλονήσου. Όταν ο Βενιζέλος έγινε πρωθυπουργός της Ελλάδας, ο Γεώργιος συνεργάστηκε στενά μαζί του και δε δίστασε να τον καλύψει, όταν στους Βαλκανικούς πολέμους μπήκε το θέμα της πολιτικής προτεραιότητας (κατάληψη Θεσσαλονίκης) έναντι της στρατιωτικής (κατάληψη Φλώρινας).
Με τη σειρά του ο Βενιζέλος, ως εκπρόσωπος της Κρήτης είχε κυρίαρχο σκοπό την ένωση της μεγαλονήσου με την Ελλάδα κι έβλεπε στον Γεώργιο έναν αμείλικτο αντίπαλο. Όταν όμως έγινε πρωθυπουργός, συνεργάστηκε με τον βασιλιά, προστάτευσε τον θρόνο επιβάλλοντας αναθεωρητική κι όχι συντακτική βουλή κι απαγόρευσε στους βουλευτές της Κρήτης να μπουν στο ελληνικό κοινοβούλιο.
Στα 1911 μπορούσε να απαλλάξει την Ελλάδα από το στέμμα. Οι αναπόφευκτοι κλυδωνισμοί, όμως, ήταν αμφίβολο αν θα επέτρεπαν την απερίσπαστη ενασχόληση με τα εθνικά θέματα και την ανασυγκρότηση του στρατού, που τότε αποτελούσε την πιο επείγουσα αναγκαιότητα. Όρθιος στο βήμα της Βουλής, στο σύνθημα «συ – ντα – κτι -κή» που φώναζαν ρυθμικά σχεδόν όλοι οι βουλευτές, απαντούσε μόνος του επίσης ρυθμικά «α – να – θε – ω – ρη – τι – κή». Και επέβαλε την άποψή του σε ένα κοινοβούλιο έκδηλα αντιβασιλικό.
Τον Απρίλιο του 1912, ο Βενιζέλος περισσότερο διαισθανόταν παρά γνώριζε τη στρατιωτική προσέγγιση Σερβίας και Βουλγαρίας. Δεκαπέντε ημέρες πριν από την υπογραφή της μυστικής βουλγαροσερβικής συμφωνίας, ο Έλληνας πρεσβευτής στη Σόφια έδωσε στον πρωθυπουργό, Γκέσοφ, σχέδιο ελληνοβουλγαρικής συνθήκης.
Ρίχτηκε με τα μούτρα στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού και εξοπλισμού του ελληνικού στρατού. Η άρνησή του να δεχτεί τους εκπροσώπους της Κρήτης στο ελληνικό κοινοβούλιο κυρίως είχε να κάνει με την αδυναμία της χώρας να αντιμετωπίσει τουρκική επίθεση, ακριβώς τη στιγμή που οι Νεότουρκοι καιροφυλακτούσαν και αναζητούσαν αφορμή να επέμβουν. Την ίδια ώρα, η ελληνική διπλωματία έτρεχε να προλάβει τα γεγονότα στα Βαλκάνια, καθώς για μια ακόμα φορά η Ελλάδα βρισκόταν απομονωμένη. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος θυμόταν την «εθνική υπερηφάνεια» μόνον όταν τον βόλευε. Και είχε την ικανότητα να ξεχνά την «προδοσία», αν θεωρούσε πως επιβαλλόταν να την καταπιεί. Η Ιστορία τού έχει καταλογίσει ολόκληρη σειρά από λάθη αλλά ο λαός λέει ότι «μόνον αυτός που δεν πλένει πιάτα, δε σπάει πιάτα». Η εγωιστική επιμονή του, όταν πίστευε ότι έχει δίκιο, ήταν εκνευριστική και πληρώθηκε ακριβά και από τον ίδιο. Σε καίριες στιγμές όμως, αποδείχτηκε σωτήρια. Στα 1911 – 1912, αγνόησε την «εθνική υπερηφάνεια», κατάπιε τις παλιές σερβοβουλγαρικές «προδοσίες» και φορτικά ζητούσε από τους Βαλκάνιους του Βορά να βάλουν και την Ελλάδα στο παιχνίδι. Το πείσμα του νίκησε.
Γνώριζε ότι ειδικά εκείνον τον καιρό το πρόβλημα της Ελλάδας εντοπιζόταν στο ότι οι Έλληνες δεν είναι Σλάβοι! Ο τσάρος της Ρωσίας φρόντιζε φορτικά να τα βρουν Σέρβοι και Βούλγαροι σε ένα κοινό μέτωπο εναντίον της Τουρκίας. Μοχλός η πανσλαβιστική ιδέα. Οι υπογραφές, όμως, αργούσαν να πέσουν, επειδή τα δύο μέρη διαφωνούσαν στο πώς μελλοντικά θα μοίραζαν τα Βιλαέτια Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης. Υποκύπτοντας στην πίεση του τσάρου, άφησαν απέξω τη διανομή των διαφιλονικούμενων περιοχών και υπέγραψαν την μεταξύ τους συνθήκη.
Τον Απρίλιο του 1912, ο Βενιζέλος περισσότερο διαισθανόταν παρά γνώριζε τη στρατιωτική προσέγγιση Σερβίας και Βουλγαρίας. Δεκαπέντε ημέρες πριν από την υπογραφή της μυστικής βουλγαροσερβικής συμφωνίας, ο Έλληνας πρεσβευτής στη Σόφια έδωσε στον πρωθυπουργό, Γκέσοφ, σχέδιο ελληνοβουλγαρικής συνθήκης.
Οι αντιπροτάσεις του Γκέσοφ γνωστοποιήθηκαν, όταν πια οι Βούλγαροι είχαν συνυπογράψει με τους Σέρβους και το τελευταίο χαρτί. Περιλάμβαναν και άρθρο με το οποίο προβλεπόταν η δημιουργία αυτόνομης περιοχής στη Μακεδονία και το Βιλαέτι της Αδριανούπολης. Η Ελλάδα βρέθηκε στριμωγμένη στη γωνία. Ο εκβιασμός ήταν ολοφάνερος: Αν ο Βενιζέλος ήθελε συμμετοχή στο παιχνίδι, έπρεπε να ξεχάσει οποιαδήποτε διεκδίκηση στη Μακεδονία. Παράβλεψε τον εκβιασμό και εισηγήθηκε διαφορετικό διακανονισμό: Να πάρει κάθε κράτος ό,τι κερδίσει στα πεδία των μαχών!
Οι Βούλγαροι δέχτηκαν αμέσως, καθώς ο ελληνικός στρατός είχε αποδείξει την ανικανότητά του στον πόλεμο του 1897. Oταν έπεφταν οι υπογραφές στην ελληνοβουλγαρική συνθήκη της Σόφιας (16 Μαΐου 1912), οι Βούλγαροι ονειρεύονταν κιόλας τη Θεσσαλονίκη. Η «αμυντική συμμαχία» συμπληρώθηκε με μυστική στρατιωτική συμφωνία. Με κρίκο τη Σόφια, η βαλκανική συμμαχία ήταν γεγονός, καθώς το Μαυροβούνιο είχε διαμηνύσει στις άλλες χώρες ότι δεν χρειάζονταν χαρτιά αλλά δράση.
Η Οθωμανική αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία και τη Βουλγαρία, στις 4 Οκτωβρίου 1912. Την Ελλάδα την άφησε απέξω, ελπίζοντας στην ελεύθερη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο. Την επομένη, 5 Οκτωβρίου 1912, η Ελλάδα της κήρυξε τον πόλεμο.
Ο Βενιζέλος άρπαξε την ευκαιρία. Σε μια συνάντησή του με τον Πάσιτς έφερε το θέμα στη μεταπολεμική κατάσταση. Ο Σέρβος έδειξε πολύ ανήσυχος. Η Βουλγαρία τον τρόμαζε. Ο Βενιζέλος έριξε την ιδέα στο τραπέζι.
Οχτώ ελληνικές μεραρχίες ρίχτηκαν στη μάχη. Η μια κινήθηκε στην Ήπειρο, οι επτά ανέλαβαν να απελευθερώσουν τη Μακεδονία, σε έναν αγώνα δρόμου με τους Βουλγάρους, καθώς το έπαθλο λεγόταν Θεσσαλονίκη. Όμως, ο Ελευθέριος Βενιζέλος έβλεπε έκπληκτος τον αρχιστράτηγο, τότε διάδοχο, Κωνσταντίνο να κινείται βορειοδυτικά προς τη Φλώρινα, ενώ οι Βούλγαροι προέλαυναν ακάθεκτοι τραγουδώντας «Αρς, μαρς, Σαλούν νας» («Εμπρός μαρς, η Θεσσαλονίκη είναι δική μας»). Τον διέταξε να βαδίσει κατά της Θεσσαλονίκης. Ο διάδοχος απάντησε πως στρατηγικά έπρεπε πρώτα να πάρουν τη Φλώρινα. Ο Βενιζέλος τον απείλησε με άμεση καθαίρεση κι αντικατάσταση. Μπροστά στην απειλή, καθώς ο βασιλιάς πατέρας του δεν τον υπερασπίστηκε, ο Κωνσταντίνος πείστηκε. Στις 26 Οκτωβρίου, ο ελληνικός στρατός πήρε τη Θεσσαλονίκη, ελάχιστες ώρες πριν να φτάσουν εκεί οι Βούλγαροι.
Καθώς οι συμμαχικές στρατιές Ελλήνων, Σέρβων και Βουλγάρων προέλαυναν στα μέτωπα του βαλκανικού πολέμου, το 1912, με οδηγίες του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο υπουργός των Εξωτερικών Λάμπρος Κορομηλάς έφτιαξε ένα σχέδιο διανομής των απελευθερωμένων εδαφών. Κωνσταντινούπολη και Δαρδανέλια πρότεινε να μπουν κάτω από διεθνή έλεγχο. Η Βουλγαρία θα έπαιρνε ολόκληρη την έκταση από τον Έβρο ως τον Νέστο, ενώ στην Ελλάδα θα ανήκαν η Θεσσαλονίκη, η Καβάλα και ο Αυλώνας στην Αδριατική. Η Σερβία θα εκτεινόταν ως το Μοναστήρι, που είχε ήδη κυριεύσει, ενώ μια σιδηροδρομική γραμμή από τη Θεσσαλονίκη ως τα Σκόπια θα διευκόλυνε το εξωτερικό της εμπόριο.
Το σχέδιο παραήταν τίμιο και η Σερβία το δέχτηκε αμέσως. Η Βουλγαρία είχε αντιρρήσεις. Ήθελε δικά της το Μοναστήρι, τη Θεσσαλονίκη, ολόκληρη τη Μακεδονία και τη Θράκη. Βενιζέλος και Πάσιτς (πρωθυπουργός της Σερβίας) κατάλαβαν πως δε θα ξέμπλεκαν εύκολα με τους Βουλγάρους.
Ήταν Νοέμβριος του 1912, όταν οι διάδοχοι της Ελλάδας, Κωνσταντίνος, και της Σερβίας, Αλέξανδρος, συναντήθηκαν στο κατεχόμενο από τους Σέρβους Μοναστήρι. Ο Κωνσταντίνος επέστρεψε εντυπωσιασμένος: Οι Σέρβοι δε διαφωνούσαν πουθενά με τους Έλληνες. Τους Βουλγάρους φοβόντουσαν. Κι όλοι τους εκφράζανε μια ευχή: Ό,τι και να γινόταν στο μέλλον, δε θα έπρεπε να χαλάσει η συμμαχία, ακόμα κι αν οι Βούλγαροι την έσπαζαν.
Ο Βενιζέλος άρπαξε την ευκαιρία. Σε μια συνάντησή του με τον Πάσιτς έφερε το θέμα στη μεταπολεμική κατάσταση. Ο Σέρβος έδειξε πολύ ανήσυχος. Η Βουλγαρία τον τρόμαζε. Ο Βενιζέλος έριξε την ιδέα στο τραπέζι.
Θα μπορούσε να οικοδομηθεί μια ελληνοσερβική συμφωνία πάνω σε τρεις άξονες: Αμοιβαία στρατιωτική βοήθεια – αδιάσπαστο διπλωματικό μέτωπο – αμοιβαία συμπαράσταση στις διεκδικήσεις των δυο κρατών υπέρ των ομοεθνών τους που παρέμεναν στα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Τρεις μέρες μετά την πτώση των Ιωαννίνων στα χέρια των Ελλήνων, στις 24 Φεβρουαρίου 1913, ο Eλληνας πρεσβευτής στο Βελιγράδι, Ι. Αλεξανδρόπουλος, έπαιρνε ένα απόρρητο σήμα από τον υπουργό Εξωτερικών Λάμπρο Κορομηλά. Έπρεπε να συναντηθεί με τους Σέρβους επισήμους, να φέρει την κουβέντα στις εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου και να περιγράψει, ως δική του σκέψη, τη δύναμη που θα έκρυβε απέναντι στις βουλγαρικές αξιώσεις μια ελληνοσερβική συμμαχία. Δασκαλεμένος από τον Βενιζέλο, ο πρίγκιπας Νικόλαος, γενικός διοικητής της Θεσσαλονίκης, συναντιόταν την επομένη, 25 Φεβρουαρίου, με τον διάδοχο του σερβικού θρόνου. Πάνω στην κουβέντα, ο Νικόλαος αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα, μήπως η λύση απέναντι στον επεκτατισμό της Βουλγαρίας ήταν ένα ενιαίο ελληνοσερβικό διπλωματικό μέτωπο. Ο Αλέξανδρος ζήτησε διευκρινίσεις. Ο Νικόλαος περιέγραψε «τη σκέψη του» με απλά λόγια: «Τα βρίσκουμε μεταξύ μας στο εδαφικό, προτείνουμε κοινή θέση κι, αν η Βουλγαρία αρνηθεί, επιβάλλουμε το δίκιο μας με τα όπλα».
Οι Σέρβοι πήραν το διπλό μήνυμα. Αθέατα, έβαλαν κάτω τον χάρτη. Ούτε στο παραμικρό γεφύρι δεν υπήρξε διαφωνία με τους Eλληνες. Aρχισαν την προεργασία. Στα μέτωπα του πολέμου, η Οθωμανική αυτοκρατορία πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Στο Λονδίνο, οι πρεσβευτές των μεγάλων δυνάμεων αναζητούσαν φόρμουλα, που θα επέτρεπε στους Τούρκους κάτι να περισώσουν. Στις 20 Μαρτίου 1913, παρουσίασαν ένα σχέδιο κατάπαυσης του πυρός. Οι Τούρκοι το δέχτηκαν στις 5 Απριλίου. Οι βαλκανικές χώρες στις 21 του μήνα. Την επομένη το πρωί, 22 του μήνα, ο Λάμπρος Κορομηλάς κι ο Σέρβος πρεσβευτής στην Αθήνα υπέγραφαν πρωτόκολλο-βάση για τη διμερή συνθήκη. Πέρα από την αμοιβαία στρατιωτική βοήθεια, προέβλεπε και την παροχή διευκολύνσεων στους Σέρβους, μέσω του λιμανιού της Θεσσαλονίκης, για πενήντα χρόνια. Η σιδηροδρομική γραμμή ως τα Σκόπια θα εξυπηρετούσε το σερβικό εξωτερικό εμπόριο.
Η χωριστή στρατιωτική συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Σερβία υπογράφτηκε την Πρωτομαγιά του 1913. Η ελληνική κυβέρνηση την κύρωσε αμέσως. Η σερβική καθυστερούσε. Για τους Σέρβους, η νέα σύμμαχος αντικαθιστούσε την παλιά, που δεν ήταν άλλη από τη Βουλγαρία. Oμως, η Βουλγαρία υποσχόταν στρατό 200.000 ανδρών στη Σερβία, αν δεχόταν επίθεση από την Αυστροουγγαρία. Η Ελλάδα δίσταζε να αναλάβει τέτοια δέσμευση. Πείσθηκε, όταν, μια βδομάδα αργότερα, Βούλγαροι χτύπησαν αιφνιδιαστικά τους Eλληνες στη Νιγρίτα και στο Παγγαίο. Ο βασιλιάς πια, Κωνσταντίνος, συγκάλεσε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος πρότεινε να δεχτεί τη δέσμευση η Ελλάδα. Είπε:
«Μεμονωμένη αυστροσερβική σύγκρουση πρέπει να αποκλείεται. Θα επροκαλείτο ευρωπαϊκός πόλεμος, διότι η Ρωσία δεν εγκαταλείπει τη Σερβία. Όπισθεν της Σερβίας ευρίσκεται και η Γαλλία. Η Ελλάς θα είναι σύμμαχος με την Τριπλή Συνεννόηση (Αντάντ: Γαλλία, Ρωσία, Αγγλία), με την οποία συμπίπτουν τα συμφέροντά της».
Ατράνταχτη η λογική των επιχειρημάτων του. Oμως, ένα χρόνο αργότερα, η Αυστρία επιτέθηκε στη Σερβία και ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος. Αυτό, βέβαια, ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1914. Τον Μάιο του 1913 φαίνονταν απίθανα. Με βαριά καρδιά, ο Κωνσταντίνος είπε: «Προφανώς, πρέπει να υπογράψω».
Στις 17 Μαΐου 1913, στο Λονδίνο, υπογραφόταν η συνθήκη, που τερμάτιζε τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο. Δυο μέρες αργότερα, στη Θεσσαλονίκη, οι πρεσβευτές Ι. Αλεξανδρόπουλος της Ελλάδας και Μ. Μπόσκοβιτς της Σερβίας έβαζαν τις υπογραφές τους κάτω από το κείμενο της ελληνοσερβικής συμμαχίας. Οι δυο χώρες εγγυούνταν τις εδαφικές τους κτήσεις, συμφωνούσαν να βοηθήσει η μια την άλλη σε περίπτωση επίθεσης τρίτου κράτους, απέκλειαν τη χωριστή συνεννόηση με τη Βουλγαρία, ρύθμιζαν τα των διευκολύνσεων μέσω Θεσσαλονίκης και αποφάσιζαν να έχουν κοινά σύνορα και να μην επιτρέψουν να παρεμβάλλεται ανάμεσά τους άλλο κράτος. Εννοούσαν να μην παρεμβληθεί βουλγαρική επικράτεια, καθώς ο βασιλιάς Φερδινάνδος της Βουλγαρίας μιλούσε για «έθνος των Μακεδόνων». Τους ήταν αδύνατο να προβλέψουν τη δημιουργία του κράτους των Σκοπίων.
Eνα μήνα αργότερα (17 Ιουνίου 1913), ξεσπούσε ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος. Η ελληνοσερβική συμμαχία σφυρηλατήθηκε στα πεδία των μαχών. Η Βουλγαρία τα έχασε όλα με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου.
Ο Εθνικός Διχασμός
Για την Ελλάδα, το πρόβλημα της επιλογής μπλοκ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκο. Κανένας δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ήταν δυνατόν η χώρα να συμπολεμήσει με τις κεντρικές αυτοκρατορίες. Πέρα από τη φόρτιση των συναισθημάτων, υπήρχαν και πρακτικοί λόγοι καθώς η Ελλάδα είναι ευπρόσβλητη από τη θάλασσα όπου οι Βρετανοί κυριαρχούσαν. Η μόνη εξυπηρέτηση που ο γερμανόφιλος Κωνσταντίνος θα μπορούσε να προσφέρει στον κουνιάδο του, κάιζερ, ήταν να την κρατήσει ουδέτερη. Το προσπάθησε ως την τελική πτώση. Πανίσχυρος μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος πίεζε για έξοδο στον πόλεμο, στο πλάι της Αντάντ. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη.
Με αφορμή τον βομβαρδισμό της χερσονήσου της Καλλίπολης από τις δυνάμεις της Αντάντ, ο Βενιζέλος ζήτησε να αποσταλεί ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στη Θράκη που κατεχόταν από τους Βούλγαρους (η Δυτική) και τους Τούρκους (η Ανατολική). Ο βασιλιάς έδειξε να συμφωνεί αλλά ο σύμβουλός του και «εκφραστής των απόψεων της αυλής», συνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς, διοικητής επιχειρήσεων του Γενικού Επιτελείου Στρατού, διαφώνησε και υπέβαλε την παραίτησή του. Ο βασιλιάς συγκάλεσε για τις 19 και 20 Φεβρουαρίου 1915 «συμβούλιο του στέμματος» στο οποίο μετείχαν οι ζώντες πρώην πρωθυπουργοί, όλοι αντιβενιζελικοί: Γεώργιος Θεοτόκης, Δημήτριος Ράλλης, Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, Αλέξανδρος Ζαΐμης και Στέφανος Δραγούμης. Μετείχε και ο Βίκτορας Δούσμανης, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέπτυξε τις θέσεις του, με τις οποίες, προς μεγάλη και δυσάρεστη έκπληξη του βασιλιά, συμφώνησαν οι Γ. Θεοτόκης, Δ. Ράλλης και Στ. Δραγούμης: τέσσερις εναντίον δύο! Ο Κωνσταντίνος επιφυλάχθηκε να απαντήσει την επομένη.
Την άλλη μέρα, ο βασιλιάς ανακοίνωσε στον Βενιζέλο πως ήταν πεπεισμένος ότι η Αντάντ δεν θα κέρδιζε τον πόλεμο. Άρα, δε συμφωνούσε με τον πρωθυπουργό. Ο Βενιζέλος δεν είχε άλλη επιλογή παρά να δηλώσει παραίτηση.
Συγκάλεσε συνεδρίαση της Βουλής, έκανε μια σύντομη δήλωση και κήρυξε τη λήξη της συνεδρίασής της. Η δήλωση ήταν:
«Λαμβάνω την τιμήν να ανακοινώσω εις την Βουλήν ότι, μη εγκριθείσης υπό του στέμματος της περαιτέρω εξωτερικής πολιτικής της κυβερνήσεως, έλαβον την τιμήν να υποβάλω τω βασιλεί την παραίτησιν της κυβερνήσεως. Παρακαλώ επομένως την Βουλήν να διακόψει τας εργασίας της μέχρι της συγκροτήσεως της νέας κυβερνήσεως».
Η δήλωση αυτή καταγράφηκε ως η «ληξιαρχική πράξη γέννησης του εθνικού διχασμού».
Ο Δημήτριος Γούναρης διορίστηκε πρωθυπουργός. Η Ελλάδα μπήκε σε οξεία προεκλογική περίοδο με τον Γούναρη να δηλώνει ότι ο Βενιζέλος ήταν έτοιμος για εδαφικές παραχωρήσεις. Ο Βενιζέλος ζήτησε από τον Κωνσταντίνο «να τον μαζέψει». Η αντιπαράθεση έφτασε στα άκρα με τους βενιζελικούς να έχουν απέναντί τους όλα τα παλιά κόμματα κι ένα καινούριο, το προσωπικό που ο Δημήτριος Γούναρης δημιούργησε για την περίσταση. Η Εκκλησία προστέθηκε στο στρατόπεδο των αντιβενιζελικών, ενώ ο βασιλιάς βρήκε την ώρα να αρρωστήσει. Εκκλησία και κυβέρνηση συνέπραξαν να τον κάνουν καλά: Πλην όμως, ούτε η εικόνα της Παναγιάς της Τήνου, που μεταφέρθηκε στην Αθήνα, ούτε τα αντιβενιζελικά συλλαλητήρια έφεραν την ίαση. Ο βασιλιάς δεν έλεγε να αναρρώσει με τους βενιζελικούς να υποπτεύονται «διπλωματική ασθένεια» ενόψει της αναμενόμενης νίκης τους.
Τέλη Σεπτεμβρίου 1916, ο Ελευθέριος Βενιζέλος μαζί με τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και μερικές εκατοντάδες οπαδών του, έφυγε στη Θεσσαλονίκη. Σχηματίστηκε τριανδρία: Οι Ελευθέριος Βενιζέλος, Παύλος Κουντουριώτης και ο εφευρέτης του λυόμενου ορεινού πυροβόλου, στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής.
Οι πρώτες εκλογές με τον Ελευθέριο Βενιζέλο ουσιαστικά αντίπαλο του βασιλιά Κωνσταντίνου έγιναν στις 31 Μαΐου 1915. Από τις συνολικά 308 έδρες, ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τους φιλελευθέρους του κέρδιζε τις 185 (το 60%) έναντι 123 όλων των άλλων. Όμως, ο Δημήτριος Γούναρης αρνιόταν να παραιτηθεί επειδή «ο βασιλεύς είναι ασθενής». Η νέα κυβέρνηση Βενιζέλου κατάφερε τελικά να ορκιστεί στις 10 Αυγούστου. Στις 22, με την υγεία του να έχει αποκατασταθεί, ο βασιλιάς δήλωσε ότι διακατέχεται από «αισθήματα βαθιάς ευθύνης ενώπιον του Θεού και της Ιστορίας». Η δήλωση σωστά ερμηνεύτηκε ως προανάκρουσμα νέας επέμβασης των ανακτόρων στα πολιτικά πράγματα της χώρας.
Η υπογραφή της βουλγαρογερμανικής συνθήκης (6 Σεπτεμβρίου 1915) και η επιστράτευση των Βουλγάρων προκάλεσαν αλυσιδωτές αντιδράσεις. Η κυβέρνηση διέταξε επιστράτευση, κάλεσε τις δυνάμεις της Αντάντ να χρησιμοποιήσουν τη Θεσσαλονίκη για τη στήριξη των Σέρβων και ζήτησε από τον βασιλιά να τιμήσει την υπογραφή του στην ελληνοσερβική συνθήκη (της 19ης Μαΐου 1913). Ο Κωνσταντίνος απάντησε ότι η ορθή ερμηνεία της συνθήκης ήταν πως η Ελλάδα θα πολεμούσε στο πλάι της Σερβίας, αν στη γειτονική χώρα εκδηλωνόταν βουλγαρική επίθεση σε πόλεμο που θα ήταν ξεκάθαρα ενδοβαλκανική υπόθεση. Εκείνη την ώρα, η Σερβία δεχόταν εισβολή αλλά από τους Γερμανοαυστριακούς. Όχι από τους Βουλγάρους.
Με την άδεια του πρωθυπουργού Βενιζέλου και την ανοχή του βασιλιά Κωνσταντίνου που δεν ήταν σε θέση να προβάλει αντιρρήσεις, οι στρατιωτικές δυνάμεις της Αντάντ έκαναν απόβαση στη Θεσσαλονίκη (21 Σεπτεμβρίου). Την ίδια μέρα, προκλήθηκε συζήτηση στη Βουλή, με την κυβέρνηση των φιλελευθέρων να παίρνει ψήφο εμπιστοσύνης. Όμως, ο βασιλιάς «μελέτησε τα πρακτικά της Βουλής» και κάλεσε τον Βενιζέλο να τον επισκεφτεί. Στη μεταξύ τους συνάντηση, ο Κωνσταντίνος δήλωσε ότι διαφωνεί με τις κυβερνητικές επιλογές, έστω και αν αυτές τυχαίνουν της έγκρισης λαού και βουλής, και ζήτησε την παραίτησή του (24 του μήνα). Νέος πρωθυπουργός διορίστηκε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης με την ανοχή των Φιλελευθέρων.
Στις 4 Οκτωβρίου 1915, η Βουλγαρία εισέβαλε στη Σερβία εκπληρώνοντας τον όρο της ελληνοσερβικής συνθήκης όπως την ερμήνευε ο βασιλιάς. Ο πρωθυπουργός Ζαΐμης όμως έμενε άπρακτος. Το θέμα, κατά τα ανάκτορα, έπρεπε να ήταν «ενδοβαλκανική οικογενειακή υπόθεση!». Την ίδια μέρα, ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, Έντουαρντ Γκρέι (Grey) έστειλε τηλεγράφημα στον Ζαΐμη αναφέροντάς του:
«Σήμερον, οπόταν η Σερβία υπέστη επίθεσιν παρά της Βουλγαρίας, εάν η Ελλάς θελήσει να έλθει εις βοήθειάν της, η κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητος είναι πρόθυμος να παραχωρήσει την νήσον Κύπρον εις την Ελλάδα».
Ο Ζαΐμης απάντησε:
«Η Ελλάς δεν δύναται να αποδεχθεί την γενομένην εις αυτήν προσφοράν και θα παραμείνει ουδετέρα».
Οι Φιλελεύθεροι τον ανέτρεψαν. Διορίστηκε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Στέφανο Σκουλούδη, που διέλυσε τη βουλή και προκήρυξε εκλογές για τις 6 Δεκεμβρίου. Καταγγέλθηκε για αντισυνταγματικότητα, ενώ οι Φιλελεύθεροι κάλεσαν τον λαό σε αποχή. Με τους βενιζελικούς να απέχουν, νίκησαν οι αντιβενιζελικοί. Ο Σκουλούδης παρέμεινε πρωθυπουργός. Στις 16 Μαΐου 1916, βουλγαρικός στρατός συνεπικουρούμενος από λίγους Γερμανούς εγκαταστάθηκε στο οχυρό Ρούπελ, το οποίο οι Έλληνες εκκένωσαν. Ο Σκουλούδης διαμαρτυρήθηκε αλλά και απαγόρευσε αντιβουλγαρικό συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη. Οι της Αντάντ θεώρησαν ότι οι Έλληνες τους εμπαίζουν, ο στόλος τους κατέπλευσε στον Πειραιά, ο Σκουλούδης παραιτήθηκε κι ανέλαβε πάλι ο Ζαΐμης που παρέλαβε λίστα «γερμανόφιλων» στη διοίκηση και στο στράτευμα με εντολή να τους απολύσει. Η Αθήνα συγκλονιζόταν από τις διαδηλώσεις των Φιλελευθέρων που απαιτούσαν έξοδο της χώρας στον πόλεμο και από τα συλλαλητήρια των απολυμένων που μάχονταν υπέρ της διατήρησης της ουδετερότητας.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή διάλεξαν τα στρατεύματα των κεντρικών αυτοκρατοριών να εισβάλουν στην Ανατολική Μακεδονία και να την καταλάβουν χωρίς μάχη. Το Δ’ Σώμα στρατού παραδόθηκε και οι άνδρες που το αποτελούσαν μεταφέρθηκαν στη Γερμανία. Ήταν ατίμωση! Ο Ελευθέριος Βενιζέλος βγήκε στο μπαλκόνι του σπιτιού του (15 Αυγούστου 1916) και κατάγγειλε τον βασιλιά και τους «ηρακλείς του στέμματος» (τις μετά από αυτόν κυβερνήσεις) για προδοσία.
Στις 17 Αυγούστου 1916, ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη το κίνημα της Εθνικής Άμυνας που επικράτησε αμέσως. Απλώθηκε στην Κρήτη και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, ενώ πλήθος αξιωματικών, οπλιτών αλλά και δημοσίων υπαλλήλων κατέφθαναν στη Θεσσαλονίκη δηλώνοντας οπαδοί της νέας κατάστασης.
Τέλη Σεπτεμβρίου 1916, ο Ελευθέριος Βενιζέλος μαζί με τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και μερικές εκατοντάδες οπαδών του, έφυγε στη Θεσσαλονίκη. Σχηματίστηκε τριανδρία: Οι Ελευθέριος Βενιζέλος, Παύλος Κουντουριώτης και ο εφευρέτης του λυόμενου ορεινού πυροβόλου, στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής.
Οργανώθηκε χωριστό κράτος με πρωτεύουσα την Θεσσαλονίκη. Περιλάμβανε Μακεδονία, Κρήτη, νησιά του Αιγαίου και, αργότερα, και κάποια του Ιονίου και αναγνωρίστηκε από την Αντάντ, τα κράτη της οποίας έστειλαν πρεσβευτές τους στην Θεσσαλονίκη. Η εκεί ηγεσία ονομάστηκε «κυβέρνησης Εθνικής Αμύνης». Προχώρησε σε γενική επιστράτευση στα τμήματα της χώρας που έλεγχε. Ο στρατός της μετείχε στις μάχες Σκρα, Ραβινέ κι αλλού.
Όμως, το κράτος της Αθήνας εξακολουθούσε να κρατά ουδετερότητα. Από τον Αύγουστο (1916), πρωθυπουργός ήταν ο Νικόλαος Καλογερόπουλος. Οι σύμμαχοι της Αντάντ του έδειξαν ότι δεν τον εμπιστεύονται. Παραιτήθηκε, για να αναλάβει ο καθηγητής Σπυρίδων Λάμπρος που προκάλεσε στη συμμαχία ακόμα μεγαλύτερη δυσπιστία.
Στις 10 Οκτωβρίου 1916, η Αντάντ απέστειλε τελεσίγραφο στον πρωθυπουργό της «Νότιας» Ελλάδας, ζητώντας τον παροπλισμό των βαριών πολεμικών πλοίων και άλλου οπλισμού. Το τελεσίγραφο απορρίφθηκε.
Πολεμικά πλοία του γαλλικού στόλου έπιασαν στον Πειραιά και, στις 18 Νοεμβρίου 1916, αποβίβασαν 3.000 άνδρες. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και η κυβέρνησή του παρέταξαν 15.000 άνδρες να φυλάνε τις προσβάσεις από τον Πειραιά στην Αθήνα. Οι Γάλλοι προχώρησαν ως το Θησείο όπου συγκρούστηκαν με τους Έλληνες. Καθώς και οι δυο πλευρές μετρούσαν νεκρούς, αργά το μεσημέρι, ο Κωνσταντίνος προσφέρθηκε να παραδώσει έξι πυροβολαρχίες. Οι Γάλλοι δέχτηκαν και οι εχθροπραξίες σταμάτησαν. Ξανάρχισαν το απόγευμα. Αυτή τη φορά, οι Γάλλοι είχαν και τη βοήθεια των κανονιών που από τα πλοία βομβάρδιζαν την Αθήνα. Η σύρραξη σταμάτησε αργά τη νύχτα, όταν τα βρήκαν ο Κωνσταντίνος και οι πρεσβευτές των χωρών της Αντάντ. Οι Γάλλοι αποσύρθηκαν.
Ήταν η ώρα να δράσουν οι «αντιβενιζελικοί». Ξεκίνησαν πανηγυρίζοντας την απόσυρση των Γάλλων και συνέχισαν με επιθέσεις εναντίον γνωστών βενιζελικών, λεηλατώντας σπίτια και καταστήματα και κακοποιώντας πολίτες. Ο δήμαρχος Αθηναίων, Εμμανουήλ Μπενάκης, μόλις που πρόλαβε να γλιτώσει το λιντσάρισμα. Άλλοι δολοφονήθηκαν ως πράκτορες της Αντάντ. Ο πρωθυπουργός φέρεται να δήλωσε «τακτοποιούμε τα του οίκου μας», ενώ οι επικεφαλής των συμμοριών κραύγαζαν «ο φονεύων βενιζελικόν δεν φονεύει άνθρωπον». Ήταν τα έκτροπα που ονομάστηκαν «Νοεμβριανά».
Τον ίδιο καιρό, το κράτος της Θεσσαλονίκης απλωνόταν, ενώ ο πρωθυπουργός του, Ελευθέριος Βενιζέλος, κήρυσσε τον πόλεμο εναντίον των κεντρικών αυτοκρατοριών. Το κράτος της Αθήνας τελούσε κάτω από τον ναυτικό αποκλεισμό του στόλου της Αντάντ. Η κυβέρνηση Λάμπρου υπέβαλε παραίτηση. Ανέλαβε πάλι κυβέρνηση Ζαΐμη (21 Απριλίου 1917).
Ο συμμαχικός στόλος κυρίευσε τον Ισθμό της Κορίνθου, πλοία του κατέπλευσαν στον Πειραιά και (27 Μαΐου), ο Γάλλος βουλευτής, Κάρολος Ζονάρ, δήλωσε πως είναι ο ύπατος αρμοστής στην Ελλάδα και επέδωσε τελεσίγραφο στην κυβέρνηση Ζαΐμη. Στις 30 Μαΐου, ο Κωνσταντίνος παραιτήθηκε υπέρ του δευτερότοκου 24χρονου γιού του, Αλέξανδρου, κι έφυγε από τη χώρα. Οι Γάλλοι κατέλαβαν την Αθήνα. Στις 14 Ιουνίου, έφθασε από τη Θεσσαλονίκη ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ανέλαβε πρωθυπουργός ολόκληρης της Ελλάδας. Ο Αλέξανδρος φάνηκε να είναι ενθουσιασμένος με την εξέλιξη. Μπροστά του όμως είχε λιγότερο από δυόμισι χρόνων ζωή. Όταν ο πόλεμος τελείωσε, η Ελλάδα βρισκόταν στην πλευρά των νικητών.
Η Μικρά Ασία
Από το 1911 ήταν γνωστή η επιδίωξη του τσάρου της Ρωσίας να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, δημιουργώντας εκεί «βυζαντινό προτεκτοράτο» που εν καιρώ θα προσαρτούσε στη Ρωσία ως «διάδοχο του Βυζαντίου». Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν μπορούσε να την παραγνωρίσει. Το πρόβλημά του ήταν ότι έπρεπε να πείσει και τους Έλληνες που επένδυαν στη Μεγάλη Ιδέα. Και Μεγάλη Ιδέα χωρίς ελληνική την Κωνσταντινούπολη, δεν μπορούσε να νοηθεί.
Από την άλλη πλευρά, αρχές του 1913, η Βουλγαρία κατείχε Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και απειλούσε την Αδριανούπολη, ενώ Έλληνες και Σέρβοι προετοίμαζαν το δικό τους μέτωπο εναντίον της. Τότε, ο Ελευθέριος Βενιζέλος διατύπωσε το δόγμα της «στρογγυλής Ελλάδας».
Στις 2 Μαρτίου 1913, δήλωσε στη Βουλή ότι, για να γίνει η Ελλάδα βιώσιμο κράτος, πρέπει να «στρογγυλοποιηθεί» κι όχι να αποκτήσει λωρίδες χωρίς βάθος στη βόρεια ακτή του Αιγαίου. «Στόχος πρέπει να γίνει η απελευθέρωση της Ιωνίας που είναι ελληνική. Και τα εκεί δικαιώματα του Ελληνισμού είναι απαράγραπτα». Με άλλα λόγια, ο Βενιζέλος πρότεινε μια Ελλάδα με ελληνική τη Σμύρνη και την ενδοχώρα της και με το Αιγαίο λίμνη ελληνική. Η πρότασή του καθησύχασε Βούλγαρους και τσάρο αλλά ξεσήκωσε εναντίον του την άγρια επίθεση του Γεώργιου Θεοτόκη, του Δημήτριου Ράλλη και άλλων ότι ξεπουλά Μακεδονία και Θράκη. Τρεις μέρες αργότερα, δολοφονήθηκε ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ κι ο καβγάς για τη «στρογγυλή Ελλάδα» ξεχάστηκε.
Τον Ιούνιο του 1913, ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος αποκάλυψε ότι ο Βενιζέλος δεν ξεπουλούσε τη Μακεδονία. Ο ελληνικός στρατός την απελευθέρωσε όπως και τη Δυτική Θράκη που όμως κατακυρώθηκε στη Βουλγαρία.
Στα 1915 κι ενώ μαινόταν ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, με τον τσάρο να έχει καπαρώσει στα χαρτιά Κωνσταντινούπολη, Βόσπορο και Δαρδανέλια, η Αντάντ προσπαθούσε να δελεάσει την ακόμα ουδέτερη Βουλγαρία, ζητώντας από τη Σερβία και την Ελλάδα να παραχωρήσουν εδάφη. Το ελληνικό μερίδιο περιλάμβανε παραχώρηση έκτασης 2.000 τετραγωνικών χμ. με την Καβάλα μέσα σ’ αυτή. Γνωρίζοντας τα βουλγαρικά όνειρα για τη Μεγάλη Βουλγαρία, ο Βενιζέλος ήταν βέβαιος ότι οι Βούλγαροι δεν θα αποδέχονταν αυτή την προσφορά. Δέχτηκε ζητώντας αντάλλαγμα την Ιωνία, μαζί με τη Σμύρνη. Ούτε ο τσάρος ούτε άλλος κανένας είχαν αντίρρηση.
Ο ιστορικός και μετέπειτα πρωθυπουργός, διάδοχος του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1963, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, έγραψε σχετικά:
«Ο Βενιζέλος εγνώριζε πολύ καλά ότι οι Βούλγαροι δεν θα έμεναν ικανοποιημένοι με τέτοιες παραχωρήσεις. Αυτοί ήθελαν την Μεγάλη Βουλγαρία του Αγίου Στεφάνου. Η αποδοχή της συμμαχικής προτάσεως, λοιπόν, ήταν ένας ευφυής διπλωματικός χειρισμός, μία επίδειξις καλών προθέσεων προς τους συμμάχους, χωρίς τον κίνδυνο πραγματοποιήσεώς της».
Τα γεγονότα τον δικαίωσαν. Η Βουλγαρία πήγε με τις κεντρικές αυτοκρατορίες, ενώ η Ιωνία παρέμενε συμμαχική προσφορά προς την Ελλάδα. Με τον Βενιζέλο να βομβαρδίζεται από εκθέσεις του γενικού επιτελείου ότι η Αντάντ θα έχανε τον πόλεμο καθώς, την εποχή εκείνη, οι δυνάμεις της γνώριζαν τη μια ήττα μετά την άλλη. Ο Βενιζέλος όμως ήταν ακλόνητος: «Η Αγγλία συνεχίζει τον πόλεμο μέχρις ότου ο εχθρός της, και νικητής ακόμη, θα της ζητήσει έλεος», πίστευε. Δικαιώθηκε και σ’ αυτό και του το αναγνώρισε ο αντιβενιζελικός τότε, μετέπειτα αντιναύαρχος Αλέξανδρος Σακελλαρίου, αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής και υπουργός στις κυβερνήσεις του 1947 και του 1951.
Με όλα αυτά, στις αρχές του 1919, ο Ελευθέριος Βενιζέλος βρισκόταν στην πλευρά των νικητών στο Παρίσι και ασχολιόταν προσωπικά με την πορεία των διαπραγματεύσεων, τόσο στις Βερσαλλίες, όσο και στο Νεϊγί, παρισινό προάστιο στον Σηκουάνα, τόπο διεξαγωγής των συνομιλιών με τη νικημένη Βουλγαρία.
Η «συνθήκη του Νεϊγί» υπογράφτηκε τον Νοέμβριο του 1919 και με αυτήν η Βουλγαρία παραιτήθηκε από την Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη, που, προσωρινά, μπήκαν κάτω από τον έλεγχο των μεγάλων δυνάμεων. Άνοιγε ο δρόμος για την ενσωμάτωσή τους στην Ελλάδα.
Η κατάληξη αυτή ήταν ορατή από τις αρχές του 1919, όταν οριστικοποιήθηκε ότι η Καβάλα θα έμενε ελληνική και διαφαινόταν ότι και η Δυτική Θράκη θα δινόταν στην Ελλάδα. Το ενδιαφέρον πια είχε στραφεί στο τι θα γίνει με την Ιωνία. Ο διαμελισμός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας έμοιαζε δεδομένος με τους συμμάχους να έχουν απαλλαγεί από τις υποσχέσεις στον τσάρο που πια δεν υπήρχε. Έτσι, το «βυζαντινό προτεκτοράτο» της Ρωσίας είχε διαγραφεί από τον λογαριασμό. Για την περιοχή Ελλησπόντου, Προποντίδας και Βοσπόρου συζητιόταν καθεστώς ελεύθερης πολιτείας που θα τελούσε κάτω από συμμαχική διοίκηση. Ολόκληρη η Μέση Ανατολή είχε γίνει αντικείμενο έριδας ανάμεσα σε Γάλλους και Βρετανούς. Με δικά της τα Δωδεκάνησα, η Ιταλία ζητούσε μεγάλες εκτάσεις στην απέναντι μικρασιατική ακτή, όπου ήδη εισέδυαν ιταλικά στρατιωτικά τμήματα δημιουργώντας θύλακες. Ο διακαής πόθος των Ελλήνων ήταν να προλάβουν να πάρουν την Ιωνία.
Στα τέλη 1919 με αρχές 1920, το ενδιαφέρον του Βενιζέλου επικεντρώθηκε στην απελευθέρωση εδαφών που κατείχαν η Τουρκία και η Βουλγαρία. Όμως, τον πρώτο λόγο είχαν, όπως πάντα, οι μεγάλες δυνάμεις.
Σε επιστολή του προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησής του, Εμμανουήλ Ρέπουλη, ο Βενιζέλος (6/19 Μαρτίου 1919) έγραφε ότι εκείνη τη στιγμή είχε την υποστήριξη Βρετανίας και Γαλλίας και έλπιζε να πείσει τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Γούντρο Ουίλσον. Αυτόν φρόντισαν και τον έπεισαν οι Τούρκοι.
Στα εδάφη που ακόμα έλεγχαν, εξόντωναν συστηματικά Έλληνες, Άραβες, Αρμένιους και λαούς με ολιγάριθμο πληθυσμό. Τον ίδιο καιρό, η οικουμένη συγκλονιζόταν από τις αποκαλύψεις για τη γενοκτονία ενάμισι εκατομμυρίου Αρμενίων (του 1915). Και διοικητής στην περιοχή της Σμύρνης ήταν ο Τούρκος αντιστράτηγος, Νουρεντίν, που (το 1916) είχε κακομεταχειριστεί 11.000 Βρετανούς αιχμαλώτους στην περιοχή της Μεσοποταμίας. Οι Βρετανοί αφορμή γύρευαν. Τους την έδωσε ένας Τούρκος που αποκάλυψε σημείωμα του Νουρεντίν με σχέδιο για διωγμούς εναντίον των Ελλήνων. Ο Νουρεντίν εκδιώχτηκε από τη Σμύρνη, ενώ οι Βρετανοί έκαναν μεγάλο θόρυβο εναντίον των «αμετανόητων σφαγέων». Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ουίλσον, πείστηκε ότι είχε να κάνει με έθνος αγρίων. Κι απέναντί του βρέθηκε ο Βενιζέλος.
Ήταν η εποχή που ο Ουίλσον προωθούσε με φανατισμό την ιδέα της δημιουργίας της ΚτΕ, (Κοινωνίας των Εθνών). Είχε οράματα για την ανθρωπότητα και την παγκόσμια ειρήνη και συνεχώς γι’ αυτά μιλούσε. Ο Βενιζέλος το εκμεταλλεύτηκε. Ζήτησε να τον δει. Ο Ουίλσον τον δέχτηκε. Ο Βενιζέλος του έδωσε το υπόμνημα με τις ελληνικές θέσεις αλλά του είπε ότι κυρίως ενδιαφερόταν για το μέλλον της ανθρωπότητας και πολύ θα ήθελε να κατατοπιστεί για τις επ’ αυτού προεδρικές απόψεις. Ο Ουίλσον ενθουσιάστηκε που βρήκε πρόθυμο ακροατή κι άρχισε μια πολύωρη ανάλυση των σκέψεών του. Έτσι, οι ελληνικές θέσεις είχαν βρει θερμό υποστηρικτή χωρίς καν να διαβαστούν.
Το εγκατεστημένο στο Παρίσι «κουαρτέτο» που αποφάσιζε, περιλάμβανε τους Λόιδ Τζορτζ, Κλεμανσό, Ουίλσον και Ορλάντο (για λογαριασμό της Ιταλίας). Ο Βενιζέλος είχε εξασφαλίσει τις τρεις από τις τέσσερις ψήφους. Τη συγκεκριμένη στιγμή, ο Ορλάντο απαίτησε να δοθεί στην Ιταλία το Φιούμε που διεκδικούσε και το «Ενωμένο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων», με τους Κροάτες να είναι αυτοί που το είχαν πάρει από τους Αυστριακούς. Ο Ουίλσον απεύθυνε αυστηρό διάγγελμα στους Ιταλούς. Αυτοί θύμωσαν και (τέλη Απριλίου 1919) αποχώρησαν από τις συνομιλίες στις Βερσαλλίες, απειλώντας ότι θα πάρουν τη Μικρά Ασία. Για να αποδείξουν ότι το εννοούσαν, έκαναν απόβαση στην ακτή απέναντι από τη Ρόδο και στην περιοχή της Αττάλειας.
Λόιδ Τζορτζ, Κλεμανσό και Ουίλσον συμφώνησαν να επιτρέψουν στους Έλληνες απόβαση στη Σμύρνη, για να προλάβουν ιταλικά τετελεσμένα. Το σκεπτικό της απόφασης μιλούσε για προστασία των χριστιανών από τις τουρκικές ωμότητες. Οι Ιταλοί επέστρεψαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αλλά πια ήταν αναγκασμένοι να συμφωνήσουν. Στις 2 (15 με το νέο ημερολόγιο) Μαΐου 1919, η 1η ελληνική μεραρχία αποβιβάστηκε στη Σμύρνη.
Η αποβίβαση ξεκίνησε στις 7.30, ενώ γονατιστοί οι Σμυρνιοί τραγουδούσαν το εθνικό ύμνο κι ο μητροπολίτης Χρυσόστομος ευλογούσε τους πρώτους φαντάρους κι εύζωνες που πατούσαν την ιωνική γη. Λαός και στρατός έγιναν ένα. Ξεχείλιζε κι από τις δυο πλευρές η συγκίνηση. Με δυσκολία οι αξιωματικοί προσπαθούσαν να επιβάλουν κάποια τάξη.
Η πρώτη φάλαγγα ξεκίνησε για τα ενδότερα. Οι άνδρες προχώρησαν, ενώ δεξιά κι αριστερά τους ο κόσμος έτρεχε παραληρώντας από συγκίνηση και ενθουσιασμό. Σε μια στροφή, με το που φάνηκε κρατώντας υψωμένη τη σημαία ο σημαιοφόρος με τους παραστάτες εύζωνες, μια ομοβροντία ακούστηκε. Ο σημαιοφόρος κι ένας εύζωνας χτυπήθηκαν. Ταυτόχρονα, άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί από παράθυρα ξενοδοχείων και σπιτιών. Οι Έλληνες είχαν πέσει σε ενέδρα. Ανασυντάχθηκαν γρήγορα και ξεκίνησαν συστηματική εκκαθάριση των οπλισμένων Τούρκων, ενώ την ίδια ώρα ο κυβερνήτης ιταλικού θωρηκτού στο λιμάνι ζητούσε να γίνει απόβαση ιταλικών αγημάτων «για την αποκατάσταση της τάξης». Του την απαγόρευσε ο Βρετανός ναύαρχος. Η τάξη αποκαταστάθηκε με νεκρούς και τραυματίες πολλούς Έλληνες και Τούρκους ενώ στη διάρκεια της αναταραχής, σημειώθηκαν λεηλασίες και βανδαλισμοί.
Εκφράστηκε η άποψη ότι η ενέδρα στήθηκε έπειτα από ιταλοτουρκική συνεννόηση. Οι Ιταλοί στόχο είχαν να εκβιάσουν δική τους συμμετοχή στην κατάληψη και διοίκηση της Σμύρνης. Οι Τούρκοι να πείσουν τους δικούς τους ότι οι Έλληνες σκοπό έχουν να τους αφανίσουν. Ο ιταλικός στόχος απέτυχε. Των Τούρκων αντιμετωπίστηκε με συστηματική προσπάθεια.
Ο Βενιζέλος δεν μπορούσε να πάει στη Σμύρνη καθώς έτσι είχε συμφωνηθεί με τους τρεις μεγάλους. Πήγε ο αντιπρόεδρος, Εμμ. Ρέπουλης. Ήρθε σε επαφή με τους Τούρκους προεστούς και τους διαβεβαίωσε ότι ελληνική πολιτική βούληση ήταν η ειρηνική συνύπαρξη, όπως ήδη από το 1912 συνέβαινε στη Θεσσαλονίκη. Ταυτόχρονα, δήλωσε ότι το ελληνικό δημόσιο θα αποζημίωνε όσους έπαθαν ζημιές. Παράλληλα, κινήθηκε η διαδικασία για τον εντοπισμό εκείνων που είχαν μετάσχει στις λεηλασίες. Βρέθηκαν δυο εύζωνες αλλά και άλλοι Έλληνες και Τούρκοι. Οι δυο εύζωνες καταδικάστηκαν σε θάνατο. Οι υπόλοιποι σε βαριές ποινές. Η εκτέλεση των δύο έγινε στη Σμύρνη. Οι εκεί Τούρκοι είχαν χειροπιαστές αποδείξεις ότι δεν κινδύνευαν.
Στα τέλη 1919 με αρχές 1920, το ενδιαφέρον του Βενιζέλου επικεντρώθηκε στην απελευθέρωση εδαφών που κατείχαν η Τουρκία και η Βουλγαρία. Όμως, τον πρώτο λόγο είχαν, όπως πάντα, οι μεγάλες δυνάμεις. Ένα ατελείωτο παζάρι ακολούθησε την υπογραφή της συνθήκης του Νεϊγί. Η τύχη της Μακεδονίας και της Θράκης παιζόταν περίπου ένα χρόνο, ώσπου (10 Αυγούστου 1920) με ειδικά παραρτήματα στη συνθήκη των Σεβρών παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα. Κι αυτό, επειδή η Τουρκία υποχρεωνόταν να παραχωρήσει στην Ελλάδα την Ανατολική Θράκη ως τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, οπότε η Ελλάδα έπαιρνε την Ανατολική Θράκη κι έφτανε ως την Τσατάλτζα, ενώ η ευρωπαϊκή Τουρκία περιοριζόταν στην Κωνσταντινούπολη και τα προάστιά της. Στην Ελλάδα κατακυρωνόταν και η Σμύρνη στη Μ. Ασία. Ο Βενιζέλος γύρισε στην Αθήνα αναγγέλλοντας: «Σας φέρνω την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Οι αντιβενιζελικοί απάντησαν: «Την προτιμούμε μικρή αλλά έντιμη». Αναφορικά με την Ελλάδα, η συνθήκη των Σεβρών δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Στις 12 Οκτωβρίου, ο βασιλιάς Αλέξανδρος πέθανε από δάγκωμα πιθήκου. Οι εκλογές της 14ης Νοεμβρίου πήραν πολιτειακό χαρακτήρα. Οι Φιλελεύθεροι έπαθαν εκλογική πανωλεθρία κι ο Βενιζέλος έφυγε στο εξωτερικό. Ένα δημοψήφισμα επανέφερε τον Κωνσταντίνο στον θρόνο. Γαλλία, Ιταλία και Αγγλία όμως είχαν εξομαλύνει τις διαφορές τους και είχαν ξαναπάρει τον χάρακα και τον διαβήτη χωρίζοντας την οικουμένη σε σφαίρες επιρροής και τη Μέση Ανατολή σε ακριβοδίκαιες φέτες ανάλογα με το πετρέλαιο που κάθε κομμάτι έκρυβε στα σπλάχνα του.
Από το εξωτερικό, όπου βρέθηκε μετά την ήττα του στις εκλογές του 1920, ο Ελευθέριος Βενιζέλος παρακολουθούσε ανήμπορος τη μοιραία πορεία της Ελλάδας προς την καταστροφή. Γαλλία, Ιταλία και Βρετανία είχαν ενθουσιαστεί με την προοπτική εξευρωπαϊσμού του ό,τι είχε απομείνει από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Και συμφωνούσαν ότι η μεταπολίτευση στην Ελλάδα ερχόταν σε αντίθεση με τις αρχές της συμμαχίας. Δεν αναγνώρισαν το νέο καθεστώς (Κωνσταντίνου – Λαϊκού κόμματος) κι άρχισαν να ενισχύουν την Τούρκους, ενώ ανέτειλε το άστρο του Γαζί Μουσταφά Κεμάλ. Κι ο Κεμάλ μοχθούσε να δώσει ένα ευπρεπισμένο ευρωπαϊκό πρόσωπο στη χώρα του.
Η παρτίδα στη σκακιέρα των συμφερόντων άρχισε να παίρνει δραματική για τους Έλληνες μορφή. Η αλαζονεία του δίδυμου των βασιλιά Κωνσταντίνου – Δημητρίου Γούναρη δεν είδε την έξοδο κινδύνου που μισάνοιξε με την αγγλογαλλική πρόταση της 19ης Μαρτίου 1922.
Ο Κωνσταντίνος είχε αλλάξει τους αρχηγούς του στρατού και προχωρούσε σε εκστρατεία προς την Άγκυρα. Ο στρατός πέρασε τον ποταμό Σαγγάριο φτάνοντας, τον Αύγουστο, στο απώτατο σημείο. Τον ίδιο μήνα, ξαναγύρισε στο Εσκί Σεχίρ. Και, από τον Οκτώβριο, οι Αγγλογάλλοι ενίσχυαν τον Κεμάλ φανερά, πιστεύοντας ότι ήταν το μέλλον της νέας Τουρκίας. Στα τέλη του 1921, ο ελληνικός στρατός έμοιαζε εξουθενωμένος από την έλλειψη εφοδίων. Έχοντας εξασφαλίσει τα πάντα, οι Αγγλογάλλοι σκέφτηκαν να περισώσουν ολίγα και για τους Έλληνες. Στις 8 Μαρτίου 1922, άρχισε στο Παρίσι διάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών Γαλλίας, Αγγλίας και Ιταλίας. Στις 19 του μήνα, παρουσίασαν το ειρηνευτικό τους σχέδιο:
Προέβλεπε ειρηνική εκκένωση της Μικράς Ασίας από τους Έλληνες, ενώ η Ελλάδα θα έπαιρνε την Ανατολική Θράκη ως και την χερσόνησο της Καλλίπολης, καθώς και τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος. Η Σμύρνη θα γινόταν αυτόνομη περιοχή. Οι αντιμαχόμενοι στην Τουρκία, οπαδοί του σουλτάνου και κεμαλικοί, δέχτηκαν αυτή τη λύση. Σκεπτικισμός υπήρξε μόνο για την αυτονομία της Σμύρνης, καθώς το παρελθόν δεν εγγυούταν τίποτα καλό γι’ αυτούς. Όμως, την αγγλογαλλική πρόταση απέρριψαν ο Κωνσταντίνος και η κυβέρνηση Γούναρη. Πίστευαν πως, αν συνέχιζαν τον πόλεμο, θα έπαιρναν και την Κωνσταντινούπολη.
Η τουρκική αντεπίθεση εκδηλώθηκε τον Αύγουστο κι έφερε την καταστροφή του ελληνικού στρατού. Στις 27 Αυγούστου 1922, άτακτοι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη κι άρχισαν να σφάζουν τους Έλληνες κατοίκους της, ανάμεσα τους και τον μητροπολίτη Χρυσόστομο. Στις 31, έβαλαν φωτιά κι έκαψαν την αρμενική και τις περισσότερες ελληνικές συνοικίες: 300.000 οι νεκροί. Εκατοντάδες χιλιάδες θύματα ανάμεσα και στους Έλληνες του Πόντου που ξεκληρίστηκαν. Η μικρασιατική καταστροφή έφερε και την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης, ενώ η Ίμβρος και η Τένεδος έμειναν στην Τουρκία.
Η ελληνική Δημοκρατία
Αμέσως μετά την καταστροφή της Σμύρνης, στις 12 Σεπτεμβρίου 1922, ξέσπασε η επανάσταση των Πλαστήρα Γονατά. Στις 13, παραιτήθηκε η κυβέρνηση. Στις 14, παραιτήθηκε κι ο Κωνσταντίνος, οριστικά αυτή τη φορά. Οι επαναστάτες προσέφυγαν στον Ελευθέριο Βενιζέλο, στο Παρίσι. Με ραδιοσήμα, του εξέφρασαν την εμπιστοσύνη τους και του ανέθεσαν να αναλάβει την ευθύνη των διαπραγματεύσεων, οπουδήποτε στο εξωτερικό. Ο Βενιζέλος έσπευσε στη Λοζάννη.
Οι μεγάλες δυνάμεις κατείχαν ακόμη την Κωνσταντινούπολη ως έδρα του νικημένου σουλτανάτου που είχε απομείνει από την άλλοτε Οθωμανική αυτοκρατορία, όταν κατέρρευσε το ελληνικό μέτωπο της Μικράς Ασίας. Κι ενώ στην Ελλάδα διαδραματίζονταν τα γεγονότα της επανάστασης, οι εκπρόσωποι της Αντάντ υπέγραφαν ανακωχή με τον Κεμάλ (11 Οκτωβρίου 1922) κι οργάνωσαν συνδιάσκεψη στη Λοζάννη. Κατέφτασαν εκεί εκπρόσωποι της Ελλάδας οι Ελ. Βενιζέλος και Δημήτριος Κακλαμάνος, της Τουρκίας του Κεμάλ και των Γιουγκοσλαβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Σοβιετικής Ένωσης, Πορτογαλίας, Βελγίου, ΗΠΑ καθώς και των ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων.
Η συνδιάσκεψη ξεκίνησε στις 20 Νοεμβρίου 1922 με τους κεμαλικούς να συμπεριφέρονται σα να είχαν νικήσει όχι τους Έλληνες αλλά το σύνολο των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Είδαν κι απόειδαν οι εκπρόσωποι των μεγάλων και (Ιανουάριος 1923) κατέβασαν τα ρολά. Η συνδιάσκεψη ξεκίνησε πάλι, όταν οι Τούρκοι έμμεσα διαμήνυσαν ότι ηρέμησαν. Στο περιθώριο των διαπραγματεύσεων, οι Τούρκοι εκβίασαν την Ελλάδα να υπογράψει σύμβαση για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών (17/30 Ιανουαρίου 1923): Όλοι οι μουσουλμάνοι που ζούσαν στην Ελλάδα (εκτός από εκείνους της Δυτικής Θράκης, το καθεστώς της οποίας παιζόταν) έπρεπε να μεταναστεύσουν στην Τουρκία, ήταν δεν ήταν Τούρκοι. Κι όλοι οι ορθόδοξοι που ζούσαν στην Τουρκία (εκτός από εκείνους της Κωνσταντινούπολης κι αργότερα της Ίμβρου και της Τενέδου) υποχρεώνονταν να προστεθούν στους πρόσφυγες από τη Σμύρνη, τη Μικρά Ασία και τον Πόντο, που περιφέρονταν σε άθλια κατάσταση στην Ελλάδα χωρίς στον ήλιο μοίρα. Ξεριζώθηκαν τότε 335.000 μουσουλμάνοι από την Ελλάδα και πάνω από 1.500.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας και του Πόντου.
Ο πολιτισμένος κόσμος ξεσηκώθηκε. Ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών, μαρκήσιος Γεώργιος Ναθαναήλ Κόρζον, ωρυόταν ότι επρόκειτο για «αισχρή λύση» την οποία η οικουμένη θα πλήρωνε ακριβά τον επόμενο αιώνα. Λόγια. Εκείνος που έδρασε αμέσως ήταν ο Νορβηγός θαλασσοπόρος και εξερευνητής Φρίτιοφ Νάνσεν. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, επισκέφτηκε την Ελλάδα και, ως αντιπρόσωπος της ΚΤΕ, υπέβαλε έκθεση που σχεδόν εξανάγκασε τον διεθνή οργανισμό να χρηματοδοτήσει την αποκατάσταση των προσφύγων. Το δράμα των Ελλήνων προσφύγων όμως δεν ήταν εύκολο να αντιμετωπιστεί. Επιτάθηκε με την εθελοντική ανταλλαγή πληθυσμών που συμφωνήθηκε ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία.
Οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή μιας συνθήκης, που θα έβαζε τέλος στις εκκρεμότητες του ανατολικού ζητήματος, διάρκεσαν περίπου οκτώ μήνες και πέρασαν από πολλές διακυμάνσεις. Η Τουρκία προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί τον ολοένα και πιο έντονο ανταγωνισμό Βρετανίας και Γαλλίας, η φασιστική Ιταλία ονειρευόταν επανάληψη των εχθροπραξιών ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους για να επωφεληθεί κι ο Βενιζέλος έδειχνε να μη βιάζεται, καθώς προχωρούσε η ανασύνταξη των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων και η επαναστατική επιτροπή αναζητούσε μια ρεβάνς που θα μπορούσε να ξεπλύνει την «ντροπή της Μικρασίας».
Ο Βενιζέλος σίγουρα δεν ήθελε την επανάληψη των εχθροπραξιών. Επιθυμούσε την ενίσχυση του ελληνικού στρατού περισσότερο ως διαπραγματευτικό ατού και ως αποτρεπτική δύναμη σε μια τουρκική εισβολή στη Θράκη. Ταυτόχρονα, καλλιεργούσε τις σχέσεις με τη Βρετανία και την άποψη πως «ό,τι έγινε, έγινε. καιρός ήταν Έλληνες και Τούρκοι να τα βρουν μια για πάντα».
Οι υπογραφές έπεσαν στις 24 Ιουλίου 1923, όταν όλοι τα είχαν βρει μεταξύ τους. Ή υποχρεώθηκαν να τα βρουν. Η συνθήκη της Λοζάννης απαρτίστηκε από 143 άρθρα, μόνο στα γαλλικά, και θα ίσχυε εφόσον επικυρωνόταν από τις τρεις μεγάλες δυνάμεις και την Τουρκία. Περιείχε ό,τι επιθυμούσε ή αποδεχόταν ο κεμαλισμός. Γι’ αυτό κυρίως η Ελλάδα, στα κατοπινά χρόνια, εξαρτά κάθε της κίνηση από τα κείμενα αυτής της συνθήκης. Την επέβαλε η Τουρκία, τα δικά της συμφέροντα κατοχύρωσε, την υπέγραψε με ελεύθερη βούληση, καμιά δικαιολογία δεν έχει όταν την παραβιάζει.
Με τη συνθήκη, οι μικρασιατικές ακτές της Τουρκίας έπρεπε να είναι αποστρατικοποιημένες, όπως και τα κοντά στην παραλία της ελληνικά νησιά. Το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης παρέμεινε εκεί με τον όρο να περιοριστεί στα εκκλησιαστικά του και μόνο καθήκοντα, ενώ Ελλάδα και Τουρκία παραιτήθηκαν από τις πολεμικές αποζημιώσεις που η μια διεκδικούσε από την άλλη. Ρυθμίστηκε ακόμα το καθεστώς των στενών, ενώ η Ίμβρος και η Τένεδος παρέμειναν στην Τουρκία κι εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή πληθυσμών με ιδιαίτερη διοικητική ρύθμιση που ποτέ δεν εφαρμόστηκε. Η Δυτική Θράκη επικυρώθηκε οριστικά στην Ελλάδα και ο ποταμός Έβρος έγινε το σύνορο των δυο κρατών. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επέστρεψε στην Ελλάδα έχοντας περισώσει περισσότερα από όσα οι επαναστάτες υπολόγιζαν, όταν ξεκινούσαν οι διαπραγματεύσεις.
Μετά τις εκλογές του Δεκεμβρίου 1923, το κόμμα των Φιλελευθέρων (με απούσα την αντιπολίτευση) πλειοψήφησε. Οι βουλευτές της Δημοκρατικής Ένωσης (του Παπαναστασίου) ζήτησαν να φύγει ο Γεώργιος, ώσπου να αποφασίσει ο λαός για το πολιτειακό. Οι φιλελεύθεροι το δέχτηκαν. Ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης ανέλαβε αντιβασιλιάς.
Ο Βενιζέλος σίγουρα δεν ήθελε την επανάληψη των εχθροπραξιών. Επιθυμούσε την ενίσχυση του ελληνικού στρατού περισσότερο ως διαπραγματευτικό ατού και ως αποτρεπτική δύναμη σε μια τουρκική εισβολή στη Θράκη.
Στις 11 Ιανουαρίου 1924, ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε πρωθυπουργός για μια ακόμα φορά. Στη Βουλή και στην εθνοσυνέλευση, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου υποστήριζε τη δημοκρατία, ενώ ο Βενιζέλος τη συνταγματική βασιλεία. Στις θορυβώδεις συνεδριάσεις που ακολούθησαν, διαπιστώθηκε πως οι δημοκρατικοί είχαν την πλειοψηφία. Στις 4 Φεβρουαρίου 1924, λιγότερο από ένα μήνα αφότου ανέλαβε, ο Ελευθέριος Βενιζέλος παραιτήθηκε, δηλώνοντας ότι εγκαταλείπει οριστικά την πολιτική κι έφυγε στο Παρίσι. Τον διαδέχτηκε ο Γεώργιος Καφαντάρης, που παραιτήθηκε στις 4 Μαρτίου, οπότε ανάλαβε ο Παπαναστασίου. Μέσα από την 4η εθνοσυνέλευση, ψήφισε την κατάργηση της βασιλείας και την ανακήρυξη τη δημοκρατίας (25 Μαρτίου 1924). Το δημοψήφισμα (13 Απριλίου) επισφράγισε την απόφαση της εθνοσυνέλευσης και μαζί εξέλεξε τον Παύλο Κουντουριώτη πρώτο πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Τέσσερα χρόνια αργότερα κι ενώ είχε μεσολαβήσει η δικτατορία του Παγκάλου, στα 1928, η ελληνική Δημοκρατία πελαγοδρομούσε, όταν κάποιοι εντόπισαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο να κάνει διακοπές στην Κρήτη. Τον έπεισαν να επανέλθει στην πολιτική. Ηγέτης των Φιλελευθέρων ποτέ δεν είχε πάψει να είναι. Ανέλαβε πρωθυπουργός με ένα κύμα αισιοδοξίας να διατρέχει τη χώρα. Προκήρυξε εκλογές για τις 19 Αυγούστου με πλειοψηφικό κι έβγαλε μιαν ασύλληπτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία:
178 έδρες έναντι 72 όλων των άλλων (εννέα) κομμάτων! Με ποσοστό 46.94% έναντι 23.94% του Λαϊκού κόμματος που έβγαλε 19 βουλευτές, ενώ η Δημοκρατική Ένωση του Παπαναστασίου είκοσι με 6.71%. Με το ΚΚΕ χωρίς κοινοβουλευτική εκπροσώπηση (1.41%) και την Προοδευτική Ένωση με πέντε βουλευτές (1.32%), ενώ οι Ελευθερόφρονες του Ιωάννη Μεταξά έβγαλαν μόνον έναν με ποσοστό 5.30%.
Απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού, ο Βενιζέλος προχώρησε στην αναδιοργάνωση της οικονομίας και την αποκατάσταση των προσφύγων. Η τότε θέση του ΚΚΕ για «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία» του έδωσε την αφορμή, το 1929, να ψηφίσει το «ιδιώνυμο» (φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών σε όποιον «επιδιώκει την εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την δια βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της Επικρατείας ή ενεργεί υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμόν»). Και δημιούργησε συνθήκες φιλίας με Ιταλία, Γιουγκοσλαβία, Ουγγαρία και Αυστρία, ενώ έκανε τολμηρό άνοιγμα προς την Τουρκία.
Βενιζέλος και Κεμάλ υποσχέθηκαν να θάψουν το παρελθόν και να ξεκινήσουν την ελληνοτουρκική προσέγγιση με μια συνθήκη φιλίας, ουδετερότητας, συνδιαλλαγής και διαιτησίας. Οι υπογραφές έπεσαν στην περιθρύλητη συνθήκη της Άγκυρας ή «Βενιζέλου – Κεμάλ» (30 Οκτωβρίου 1930).
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου είχε ρίξει την ιδέα για βαλκανική ένωση στα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ήταν της μόδας να συζητιέται τότε στις πρωτεύουσες της γηραιάς ηπείρου ως προοπτική. Το βαλκανικό σύμφωνο υπογράφτηκε από την Ελλάδα, τη Ρουμανία, τη Γιουγκοσλαβία και την Τουρκία. Έλειπαν οι υπογραφές Βουλγαρίας και Αλβανίας. Έλειπε και ο Βενιζέλος.
Η πολιτική της λιτότητας, που ακολούθησε μετά την πτώχευση, και τα πολιτικά πάθη, που οξύνονταν, έφεραν την ανατροπή του από την ενωμένη αντιπολίτευση (Παναγιώτης Τσαλδάρης, Γεώργιος Κονδύλης, Ιωάννης Μεταξάς και Α. Χατζηκυριάκος) που πήρε τις εκλογές του 1933 (5 Μαρτίου). Ο Πλαστήρας προσπάθησε να ανατρέψει το εκλογικό αποτέλεσμα με πραξικόπημα (6 του μήνα). Απέτυχε. Όπως είπε τότε ο έμπειρος Κονδύλης, «όλες οι ημέρες του χρόνου είναι καλές για πραξικόπημα εκτός από μία: την επομένη των εκλογών».
Στις 10 του μήνα, ανέλαβε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Παναγιώτη Τσαλδάρη. Οι εκκρεμότητες, όμως, συνέχιζαν να υπάρχουν. Μια απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Βενιζέλου και της συζύγου του (6 Ιουνίου 1933) όξυνε την κατάσταση. Με τους Φιλελευθέρους στην αντιπολίτευση και τα πνεύματα επικίνδυνα οξυμένα, υπογράφτηκαν το οριστικό ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας (11 Σεπτεμβρίου 1933) και το Βαλκανικό σύμφωνο (8 Φεβρουαρίου 1934).
Η πολιτική διαμάχη, όμως, κορυφωνόταν όλο και πιο πολύ και η ελληνική ζωή κυλούσε στους ρυθμούς της έντονης κομματικής αντιπαράθεσης που απειλούσε να οδηγήσει σε εμφύλια σύρραξη. Την κατάσταση ήρθε να επιδεινώσει ένα νέο πραξικόπημα (1 Μαρτίου 1935) που ο Βενιζέλος υιοθέτησε. Το πραξικόπημα πνίγηκε στο αίμα και οι ηγέτες του κατέφυγαν στην Ιταλία, όπου δραπέτευσε κι ο Βενιζέλος.
Η Ε’ Εθνοσυνέλευση συγκροτήθηκε στις 6 Ιουνίου 1935 και ψήφισε την παλινόρθωση της δυναστείας (10 Οκτωβρίου) που επικυρώθηκε με δημοψήφισμα (3 Νοεμβρίου). Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ έφτασε στην Ελλάδα κι ανέθεσε την εντολή σχηματισμού εκλογικής κυβέρνησης στον Κωνσταντίνο Δεμερτζή που συνέχισε πρωθυπουργός και μετά τις εκλογές (26 Ιανουαρίου 1936), καθώς δεν αναδείχτηκε νικητής.
Στις 18 Μαρτίου 1936, ένα τηλεγράφημα αναστάτωσε τη χώρα: Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι νεκρός! Πέθανε αυτοεξόριστος στο Παρίσι, στις 8 το πρωί. Ο θάνατός του προκάλεσε διεθνή συγκίνηση. Στις 21 Μαρτίου, η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στην ελληνορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Στεφάνου, στη γαλλική πρωτεύουσα. Χιλιάδες Έλληνες αλλά και Γάλλοι, επίσημοι και απλοί πολίτες, έσπευσαν να αποτίσουν φόρο τιμής. Στις 23 του μήνα, το φέρετρο μεταφέρθηκε στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών και τοποθετήθηκε σε ειδικό βαγόνι. Ξεκίνησε το ταξίδι για το Πρίντιζι της Ιταλίας. Χρειάστηκε τρεις μέρες για να φτάσει καθώς, σε κάθε σταθμό του τρένου, κοσμοπλημμύρα περίμενε να αποχαιρετήσει τον μεγάλο νεκρό. Στο Πρίντιζι, περίμεναν Έλληνες εκπρόσωποι που είχαν φτάσει εκεί με τα πολεμικά «Κουντουριώτης» και «Ύδρα». Το φέρετρο τοποθετήθηκε στο «Κουντουριώτης». Με τη σύμφωνη γνώμη του Θεμιστοκλή Σοφούλη (επικεφαλής των Φιλελευθέρων), τα πλοία κατευθύνθηκαν στην Κρήτη ώστε να αποφευχθούν επεισόδια αντιφρονούντων. Το «Κουντουριώτης» έφτασε στα Χανιά στις 27 Μαρτίου. Η κηδεία έγινε στις 29. Ο ενταφιασμός στις 30.
Ο πρωθυπουργός Δεμερτζής πέθανε λίγες μέρες αργότερα. Ο Γεώργιος διόρισε πρωθυπουργό τον Ιωάννη Μεταξά (13 Απριλίου 1936), αρχηγό του κόμματος των Ελευθεροφρόνων που με επτά βουλευτές σε σύνολο τριακοσίων εκπροσωπούσε το 3.94% του εκλογικού σώματος. Στις 4 Αυγούστου 1936, ο Μεταξάς επέβαλε βασιλική δικτατορία. Ο φασισμός ήρθε καθυστερημένος στην Ελλάδα.
(περισσότερη Ιστορία στο www.historyreport.gr)
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News