Ποιος το φανταζόταν. Και όμως, το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, στο 128 της Queen Victoria Street του Λονδίνου, «έστειλε» τον Λέοναρντ Κοέν για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στις 13 Απριλίου του 1960. Μπουχτισμένος από την ομίχλη και τα χιόνια του Κεμπέκ, αλλά και από τη βροχή και την υγρασία του Λονδίνου (χώρια η γκρίνια της εκεί σπιτονοικοκυράς του), όπως έλεγε το 1991 στο περιοδικό Les Inrockuptibles, «είδα την πόρτα της Τράπεζας μπροστά μου. Αποφάσισα να μπω, είδα έναν ταμία ηλιοκαμένο και τον ρώτησα “Τι καιρό κάνει στην Ελλάδα;” “Είναι άνοιξη”, μου απάντησε. Δύο ημέρες αργότερα έφυγα για την Ελλάδα». Εφτασε στην Αθήνα και την επομένη έπλεε για την Υδρα, διαβάζοντας Χένρι Μίλερ για την «άγρια και γυμνή τελειότητα της Υδρας». Αλλες καταγραφές τον θέλουν να φτάνει στο νησί στις 27 Σεπτεμβρίου 1960, έξι μέρες μετά τα 26α γενέθλιά του, ημερομηνία που συνδέεται με την αγορά από τον Κοέν ενός αρχοντικού του 19ου αιώνα (μετέπειτα γνωστού στους Υδραίους ως «αρχοντικό του Λεονάρδου»), δίχως τρεχούμενο νερό ή ρεύμα. Μιλάμε για την εποχή που μόλις είχε ανοίξει η θρυλική «Λαγουδέρα» και έπαιζε, όσο υπήρχε παροχή ηλεκτρικού ρεύματος από τη μικρή μονάδα παραγωγής του νησιού, ήτοι μέχρι τα μεσάνυχτα, δίσκους στο πικάπ και μετά τις 12:00 δίσκους στο γραμμόφωνο.
Αργότερα, ο Λέοναρντ Κοέν έγραφε για την Yδρα: «Ορκίζομαι ότι εδώ μπορώ να γευτώ τα μόρια που χορεύουν στα βουνά. Τούτο το φως έχει κάτι έντιμο και φιλοσοφικό. Δεν σ’ αφήνει να προδώσεις τη σκέψη και το νου σου, καλώντας σε συνάμα την ψυχή σου σε γλεντοκόπι».
Στο νησί του Σαρωνικού, που το συνέδεε πάντα στα κείμενά του με το Αιγαίο, το φως, τον ήλιο, τη θάλασσα, πήγε με προτροπή του φίλου του, τότε, Τζέικομπ Ρότσιλντ, μετέπειτα Λόρδου Ρότσιλντ, που τον έστειλε να φιλοξενηθεί στο αρχοντικό της υδραίας Ελένης Γκίκα (συζύγου του ναυάρχου και υπουργού Ανδρέα Χατζηκυριάκου) στο Καμίνι, όπου έμενε ο ζωγράφος Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, με την τότε σύζυγό του, μητέρα του Ρότσιλντ, Μπάρμπαρα Χάτσινσον, πρώην σύζυγο τού Ναθάνιελ Βίκτορ Ρότσιλντ. Σύμφωνα με μία εκδοχή, την πόρτα του αρχοντικού (στο οποίο είχαν φιλοξενηθεί, μεταξύ άλλων, ο Χένρι Μίλερ και ο «Κολοσσός του Μαρουσιού» Γιώργος Κατσίμπαλης) άνοιξε στον Κοέν η αδελφή του Τζέικομπ Ρότσιλντ, αλλά την έκλεισε γρήγορα καθώς φαίνεται ότι ο αδελφός της δεν είχε ειδοποιήσει για τον απρόσμενο επισκέπτη και φίλο του. Ο Κοέν θυμόταν πως είχε θυμώσει που έμεινε στο δρόμο και κατά μία εκδοχή «είχε καταραστεί το σπίτι».
Οταν πια ο βάρδος αγόρασε το αρχοντικό του 19ου αιώνα, διαρθρωμένο σε πέντε επίπεδα, λίγο καιρό μετά από το δυσάρεστο περιστατικό, από την ταράτσα του, δίπλα στο «μουσικό δωμάτιο» που είχε διαμορφώσει, είδε το αρχοντικό της Ελένης Γκίκα να τυλίγεται σε φλόγες. Δεν έκρυβε δε ότι πέρασε από το μυαλό του η «κατάρα» του ως υπαίτια για την καταστροφή, αν και η πυρκαγιά ξεκίνησε από ένα μπιτόνι κηροζίνης που είχε αφήσει έκθετο ο επιστάτης, σύμφωνα με την τελική αποτίμηση του συμβάντος.
Πέρα από το μύθο, ο Κοέν αφότου αγόρασε το λευκό αρχοντικό, με 1.500 δολάρια που είχε από κληρονομιά, μετά το θάνατο της γιαγιάς του, με τη βοήθεια και την ενυπόγραφη μαρτυρία στα συμβόλαια, από τον «μεταφραστή» του στην Yδρα Δημήτρη Γιασουμή, ο τροβαδούρος δήλωνε πολύ συχνά ότι αυτή ήταν ίσως η πιο έξυπνη απόφαση που πήρε στην ζωή του. «Hταν μία καλή συμφωνία για ένα μυστήριο μέρος με ασυνήθιστους ανθρώπους».
«Το σπίτι πρέπει να είναι πάνω από 200 ετών και πολλές γενιές ψαράδων πρέπει να έζησαν εδώ», έγραφε σε μια επιστολή προς τη μητέρα του, τη λιθουανικής καταγωγής Μάσα Κοέν. «Τριγυρνάω μες στα δωμάτια με ένα κερί στο χέρι σαν την οικονόμο της “Ρεβέκκας” πάνω κάτω στο τρομαχτικό υπόγειο. Ο ήχος των κουδουνιών από τα μουλάρια καθώς σκύβουν να φάνε σου σκίζει την καρδιά έτσι όπως μπλέκεται με τις μουσικές της ταβέρνας δύο η ώρα το πρωί της Δευτέρας», έγραφε στην αδελφή του, Έστερ. Και στα κείμενά του: «Ζω σε έναν λόφο και σκέφτομαι πως η ζωή παραμένει η ίδια εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Ολη μέρα ακούω τις φωνές των μικροπωλητών από κάτω και είναι τόσο μουσικές».
Ο Κοέν και το μπουζούκι
Η Ελλάδα και όχι μόνον η Υδρα, πέρα από την κιθάρα, «γέννησε» στον Λέοναρντ Κοέν μία ακόμη αγάπη: το μπουζούκι. Φαίνεται ότι το αγάπησε στα χέρια του Υδραίου Θανάση, οδηγού τρικύκλου, που έπαιζε μπουζούκι και κιθάρα και τραγουδούσε, σύμφωνα με το βιβλίο «Hydra and the Bananas of Leonard Cohen» του Ρότζερ Γκριν. Και πολύ σύντομα το άφησε να εισβάλλει στις ενορχηστρώσεις των τραγουδιών του, ειδικά αφότου γνώρισε τον Σόλομον Φέλντχαουζ, του αμερικανικού συγκροτήματος ψυχεδελικής φολκ (μεταξύ 1966 και 1970) Kaleidoscope, που έπαιζε μπουζούκι και σάζι.
Κάτι το οποίο έκανε στο «Teachers» του Κοέν, αλλά και σε κομμάτια του, όπως το «The Partizan» και το πολυαγαπημένο «Hallelujah», σε αρκετές συναυλίες τους και κυρίως στο 47ο Τζαζ Φεστιβάλ του Μοντρέ. Μπουζούκι ακούγεται και στο ύστατο άλμπουμ του «You Want It Darker», στο κομμάτι «Travelling Light», στο οποίο του κάνει φωνητικά η Ελληνίδα Αθηνά Ανδρεάδη (διεθνώς: Athena), που θα συνεργαστεί και με το γιο του Κοέν, Ανταμ, στο επόμενο άλμπουμ του, που δουλεύει εδώ και καιρό μεταξύ Yδρας και Μόντρεαλ και έχει ως άξονα τον ήλιο, τη θάλασσα και το φως της Ελλάδας. Μάρτυρας και ένα βίντεο που ανέβασε στο Διαδίκτυο ο Aνταμ Κοέν, ως προανάκρουσμα το 2014.
Το λευκό «αρχοντικό του Λεονάρδου» συνδέθηκε και με έναν μεγάλο έρωτά του, που έσβησε, χτυπημένη από καρκίνο, στις 28 του περασμένου Ιουλίου, στην πατρίδα της, το Όσλο της Νορβηγίας. Μιλάμε για τη Μαριάνε του τραγουδιού του «So Long, Marianne», μούσα του για σχεδόν δέκα χρόνια και συμβία του στην Υδρα, αλλά και σύντροφο στα ταξίδια του με ορμητήριο το νησί του Σαρωνικού για την πατρίδα του, το Κεμπέκ (συγκεκριμένα: το Μόντρεαλ), τη Νέα Υόρκη, το Οσλο, την Κούβα.
Την εποχή εκείνη στην Υδρα τα μισά σπίτια και αρχοντικά ήταν ακατοίκητα και υπήρχαν μόνον τέσσερα καφενεία. Σε ένα από αυτά τα καφενεία, στα οποία καθόταν ο Κοέν, μπήκε μια μέρα η Νορβηγή 22χρονη τότε καλλονή Μαριάνε Ιλεν, που είχε εγκατασταθεί από το Δεκέμβριο του 1957 στην Ύδρα, μαζί με τον σύντροφό της, καταξιωμένο συγγραφέα Άξελ Γιένσεν και το νεογέννητο αγοράκι τους, Άξελ Γιόακιμ Γιένσεν. «Είδα το “Παιδί και το δελφίνι” (του Γιάν Νεγκουλέσκο, με τη Σοφία Λόρεν και το τραγούδι του Τάκη Μωράκη “Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη”) στον εξώστη ενός σινεμά στο Οσλο, τη δεκαετία του ’50, και σκέφτηκα να ένα μέρος που δεν θα πάω ποτέ. Αν δεν γνώριζα τον Δαλάι Λάμα στη Νορβηγία το ’52 δεν θα ερχόμουν ποτέ στην Ύδρα. Εκείνος ήταν που μου έδωσε το κουράγιο να φύγω απ’ την πατρίδα μου. Πάντα η Ύδρα με διαλύει και ξαναενώνει τα κομμάτια μου», αφηγούνταν εκείνη αργότερα. «Η ζωή μου στην Υδρα είναι μια ηλιόλουστη ιστορία. Και δεν ξεχνάω πόσο όμορφα μου φέρθηκαν οι ντόπιοι όταν πρωτοήρθα». Βέβαια τα χρόνια που ήρθαν μετά, έφεραν και το τραγικό μαζί: ο μικρός Αξελ Γιοακίμ έχει κλειστεί από τα 15 του σε άσυλο, όταν (κατά τη Μαριάνε) ο πατέρας του του πρόσφερε LSD, σύμφωνα με το βιβλίο «So Long Marianne, Μαριάνε Ιλέν – Λέοναρντ Κοέν: μια ιστορία έρωτα» της Κάρι Χεστχάμαρ (Εκδόσεις Ποταμός).
Οι ερωτικές «στραβοτιμονιές» του συντρόφου της και τα πολλά ταξίδια του, είχαν αφήσει μόνη και απογοητευμένη την όμορφη Marianne του τραγουδιού. Σε αυτή τη φάση συνάντησε τον Λέοναρντ Κοέν. Με δικά της λόγια: «Στεκόμουν σε ένα μαγαζί με το καλάθι μου περιμένοντας να πάρω νερό και γάλα. Εκείνος στεκόταν στην είσοδο με τον ήλιο πίσω του κι έτσι δεν έβλεπα το πρόσωπό του, μόνο το περίγραμμα. Ακούω τη φωνή του να λέει: “Θα ήθελες να έρθεις στην παρέα μας; Καθόμαστε έξω”. Απάντησα “ευχαριστώ” και τελείωσα τα ψώνια μου. Βγήκα έξω και κάθισα στο τραπέζι τους».
Η σχέση με τον Κοέν, που έλεγε ότι «οι θεοί την έφεραν στον δρόμο μου», μετά τον οριστικό χωρισμό της Μαριάνε με τον Γιένσεν, γλύκανε την ψυχή της, όπως ομολογούσε αργότερα. Εβλεπε τον Κοέν να γράφει στον τοίχο του σπιτιού της Υδρας «Αλλάζω, είμαι ίδια, αλλάζω, είμαι ίδια» (I change, I am the same, I change, I am the same). Ή να γράφει: «Ακόμα τραγουδούν στου Ντούσκου/ καθισμένοι κάτω από τα γέρικα πεύκα/ μεσάνυχτα με αστέρια και πεφταστέρια/ Αν πας στο παράθυρό σου θα τους ακούσεις/ Γιορτάζουν το τέλος κάποιους γάμου/ ή ίσως το σαλπάρισμα ενός αγοριού το πρωί/ υπάρχει θέση για σένα στο τραπέζι/ κρασί και μήλα από τη στεριά/ ένα κενό στα τραγούδια για τη δική σου φωνή», μιλώντας για την ταβέρνα, με ιστορία κάπου 180 ετών, «Ξερή Ελιά», δυο βήματα από το λιμάνι, στο ποίημά του «Η Ταβέρνα του Ντούσκου», στο «Βιβλίο του Πόθου», το 1967 (Εκδόσεις Ιανός).
Οταν η νορβηγή καλλονή φωτογραφιζόταν το 1969 σε ένα δωμάτιο του αρχοντικού της Υδρας για το οπισθόφυλλο του δίσκου του «Songs from a Room», η σχέση τους είχε αποδώσει ήδη τα μυθιστορήματα «The Game Favourite» (1963) και «Beautiful Losers» (1966) και τραγούδια όπως το αγαπημένο της Μαριάνε, «Bird On A Wire» και, βέβαια, το «So Long Marianne», που αποδείχτηκε τραγούδι αποχαιρετισμού: «Ελα στο παράθυρο, μικρή μου αγάπη, να προσπαθήσω να σου διαβάσω την παλάμη. / Κάποτε νόμιζα πως ήμουν τσιγγανάκι, πριν σε αφήσω σπίτι να με πας / Και τώρα εις το επανιδείν, Μάριαν, ήρθε η ώρα να αρχίσουμε / να γελάμε και να κλαίμε…». Ο ίδιος ο Κοέν έλεγε: «Οταν το έγραφα, δεν καταλάβαινα ότι με εκείνο το τραγούδι την αποχαιρετούσα. Αυτό έκανα όμως».
Δύο μέρες προτού ξεψυχήσει, τον Ιούλιο που μας πέρασε, η Μαριάνε Ιλέν, από κοινό φίλο έμαθε τα μαντάτα της αρρώστιας της ο Λέοναρντ Κοέν και της έστειλε μια επιστολή: «Λοιπόν, Μαριάνε, έφτασε αυτή η ώρα που παραμεγαλώσαμε και τα σώματά μας αρχίζουν να καταρρέουν… Νομίζω πως θα σε ακολουθήσω πολύ σύντομα. Θέλω να ξέρεις πως είμαι σε απόσταση αναπνοής πίσω σου – αν απλώσεις το χέρι σου νομίζω ότι μπορείς να αγγίξεις το δικό μου! Να ξέρεις ότι πάντα σε αγαπούσα, για την ομορφιά σου και τη σοφία σου. Δεν χρειάζεται να πω περισσότερα, γιατί τα γνωρίζεις καλά.
Θέλω απλά να σου ευχηθώ να έχεις ένα πολύ καλό ταξίδι. Αντίο παλιά μου φίλη. Σου στέλνω απέραντη αγάπη. Τα λέμε σύντομα» (όπερ και εγένετο σήμερα, 11 Νοεμβρίου 2016).
Οταν οι δρόμοι του Λέοναρντ και της Μαριάνε χωρίζουν πια, αλλά η αγάπη μεταξύ τους και η αγάπη για την Υδρα παραμένει, εκείνος γνωρίζει στο ξενοδοχείο Τσέλσι, στο ασανσέρ, την (ερωμένη του) Τζάνις Τζόπλιν και γράφει το «Chelsea Hotel #2». Σε ασανσέρ γνώρισε και την επίσης καλλονή Σουζάνα Ελροντ, την οποία έπεισε να εγκαταλείψει τον σύζυγό της και να ζήσει μαζί του, αποκτώντας και δυο παιδιά, τον Ανταμ και τη Λόρκα (από τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, πρώτη του ποιητική αγάπη, μαζί με την πρώτη μουσική, την κιθάρα).
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News