Η συγγραφέας Κιτάνια Χάρισον μεγάλωσε βλέποντας τις ταινίες του Ιντιάνα Τζόουνς. Και της άρεσαν. Μέχρι που αποφάσισε, πολλά χρόνια αργότερα, να τις ξαναδεί αρχίζοντας από την πρώτη ταινία της σειράς, «Ο Ιντιάνα Τζόουνς και οι Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού». Και το πράγμα δεν πήγε καθόλου καλά.
Πάντα της άρεσε η σιωπή στην αρχή των «Κυνηγών της Χαμένης Κιβωτού», γράφει η Κιτάνια Χάρισον στην στήλη της στο Medium. Για μεγάλο διάστημα δεν υπάρχει διάλογος, αλλά τα μηνύματα μεταφέρονται. Το κοινό αντιλαμβάνεται ότι ο ήρωας τον οποίο υποδύεται ο Χάρισον Φορντ βρίσκεται σε μια επικίνδυνη κατάσταση. Η εξαιρετική οπτική αφήγηση αποδεικνύει, από τα πρώτα λεπτά, τη μαεστρία του Στίβεν Σπίλμπεργκ.
Ωστόσο ξαναβλέποντας την ταινία 40 χρόνια μετά την πρώτη προβολή της, η διάθεσή σου αλλάζει. Γιατί όταν ο Ιντιάνα Τζόουνς παραβιάζει την απαγορευμένη είσοδο του αρχαίου ναού στην περουβιανή ζούγκλα και διασχίζει έναν λαβύρινθο γεμάτο παγίδες για να βρει το Χρυσό Είδωλο, αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό που παρουσιάζεται σαν πνεύμα περιπέτειας και θάρρους δεν είναι παρά αλαζονεία και ένα δικαίωμα που δεν έχει. Το είδωλο ανήκει σε έναν λαό -τους Χοβίτος- και τον πολιτισμό του και ο Ιντιάνα Τζόουνς είναι ένας ανεπιθύμητος επισκέπτης, που δεν έχει κανένα δικαίωμα να το πάρει για να το εκθέσει στο περίεργο βλέμμα των λευκών.
Οι Χοβίτος εφευρέθηκαν για τις ανάγκες της ταινίας, αλλά ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται στην ιστορία οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα: Οι ταινίες του Ιντιάνα Τζόουνς εξιδανικεύουν την αποικιοκρατία και την ιδέα της περί ανωτερότητας και θεϊκού δικαιώματος, γράφει η Χάρισον στο Medium. Η γλώσσα τους είναι αυτή του «Manifest Destiny», που έγραψε το 1845 ο Τζον Ο’ Σάλιβαν νομιμοποιώντας τον αμερικανικό επεκτατισμό: ό, τι λαχταρά ο αποικιστής, του ανήκει.
Ο Ιντιάνα Τζόουνς ασκεί ένα πατερναλιστικό είδος λευκής υπεροχής. Παρουσιάζει την κλοπή του ειδώλου για να το βάλει σε ένα μουσείο, σαν κάτι ευγενές αφού το προστατεύει από πραγματικούς ληστές, όπως ο εχθρός του, Ρενέ Μπελόκ (Πολ Φρίμαν). Η ιδέα ότι οι άνθρωποι, που έφτιαξαν το είδωλο και το σέβονται, πρέπει να έχουν λόγο δεν μπαίνει ποτέ σε συζήτηση. Στην πραγματικότητα, είναι και εκείνοι ανταγωνιστές του Ιντι, επειδή τόλμησαν να ενοχληθούν βλέποντας να γίνεται διάρρηξη στον ιερό ναό τους.
Η λευκή υπεροχή του Ιντιάνα Τζόουνς φαίνεται καλοκάγαθη σε αντίθεση με την ακραία παραλλαγή της, που τροφοδοτείται από το ναζιστικό μίσος. Τι θα προτιμούσατε, δηλαδή, να πάρει ο Ιντι τα είδωλα και να τα τοποθετήσει σε μουσείο ή να πέσουν στα χέρια των κακών Ναζί; Η Χάρισον πάντως θα προτιμούσε όλοι οι λευκοί να πάνε από κει που ήρθαν και να αφήσουν ήσυχους τους ανθρώπους, που λήστεψαν. Γράφει ακόμη, ότι θα προτιμούσε τα μουσεία να επιστρέψουν στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους όλα τα πολύτιμα αντικείμενα, που έχουν λεηλατήσει.
Ο Μπέλοκ, εν τω μεταξύ, ο κακός της ιστορίας και συνεργάτης των Ναζί, φρόντισε τουλάχιστον να μάθει τη γλώσσα και τον πολιτισμό των Χοβίτος αντί να οργανώσει μια λεηλασία σπάζοντας και γκρεμίζοντας στα γρήγορα ότι βρει μπροστά του, όπως έκανε ο καλός Ιντιάνα. Υπάρχει βέβαια το επιχείρημα ότι η χειραγώγηση του Μπέλοκ είναι χειρότερη, αλλά κάπου εκεί αποκρύπτεται η αντίληψη ότι οι Χοβίτος ήταν άνθρωποι με ικανότητα επιλογής και αυτή τους η ικανότητα θα έπρεπε να υπολογίζεται. Ο Ιντιάνα Τζόουνς τους αγνοεί εντελώς και φαινομενικά προσπαθεί να διατηρήσει τον πολιτισμό τους κλέβοντάς τον. (Αμφιβάλλετε, λοιπόν, τώρα για το αν θα έπρεπε να τον πετύχουν τα δηλητηριώδη βέλη τους; Καλά θα έκαναν βέβαια να έστελναν και τον Μπέλοκ στον αγύριστο).
Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν το ο Ιντιάνα Τζόουνς ταξιδεύει στο Νεπάλ και ανακαλύπτει ότι ο Ρέιβενγουντ, ο μέντοράς του, έχει πεθάνει. Βρίσκει μόνο την κόρη του, Μάριον Ρέιβενγουντ (Κάρεν Αλεν), η επίσκεψή του την δυσαρεστεί και μαλώνουν (οι ατάκες τους υπάρχουν στο Imdb): «Ημουν παιδί. Ημουν ερωτευμένη. Ηταν λάθος και το ήξερες», του φωνάζει η Μάριον και ο Ιντιάνα της απαντάει: «Ηξερες τι έκανες»…
Η σκηνή είναι φευγαλέα και θα μπορούσε κάποιος –όπως και η Χάρισον- να μην πάρει τοις μετρητοίς τη λέξη «παιδί» και να υποθέσει ότι η Μάριον ήταν μια από τις φοιτήτριες του κολεγίου, που έκαναν τα γλυκά μάτια στον γοητευτικό καθηγητή Τζόουνς, εκείνος εκμεταλλεύτηκε την εξουσία, που του πρόσφερε η θέση του, και η σχέση τους προκάλεσε τη σύγκρουσή του με τον πατέρα της. Αλλά αυτή είναι η δύναμη του ήρωα: επωφελείται από την αμφιβολία ακόμη και όταν η φρικτή αλήθεια σε χτυπάει κατακούτελα.
Ωστόσο το 2009, κυκλοφόρησε η απομαγνητοφώνηση μιας συνάντησης των Τζορτζ Λούκας, Στίβεν Σπίλμπεργκ και Λόρενς Κάσνταν για το σενάριο, που αποκάλυψε τον ακόλουθο ανησυχητικό διάλογο για τη σχέση της Μάριον με τον Ιντιάνα Τζόουνς.
Λούκας: Σκεφτόμουν ότι αυτός ο γέρος θα μπορούσε να ήταν ο μέντοράς του. Θα μπορούσε να είχε γνωρίσει αυτό το κοριτσάκι όταν ακόμα ήταν παιδί. Είχε σχέση μαζί της όταν ήταν 11 ετών.
Κάσνταν: Και εκείνος ήταν 42.
Λούκας: Δεν την έχει δει εδώ και 12 χρόνια. Τώρα είναι 22 ετών. Είναι μια πραγματικά περίεργη σχέση.
Σπίλμπεργκ: Καλύτερα να είναι μεγαλύτερη από 22.
Λούκας: Εκείνος είναι 35 ετών και τη γνώρισε πριν από 10 χρόνια όταν ήταν 25, και εκείνη μόλις 12. Θα ήταν διασκεδαστικό να την κάνουμε κάπως νέα τότε.
Σπίλμπεργκ: Και ατίθαση. Του την έπεσε.
Λούκας: Τα 15 είναι στην κόψη του ξυραφιού. Ξέρω ότι είναι εξωφρενική ιδέα, αλλά είναι ενδιαφέρουσα. Στα 16 ή 17 δεν έχει πλέον ενδιαφέρον. Αλλά αν ήταν 15 και εκείνος 25 και είχαν πράγματι σχέση την τελευταία φορά που συναντήθηκαν. Και ήταν τρελά ερωτευμένη μαζί του και εκείνος…
Σπίλμπεργκ: Εχει φωτογραφίες του.
Ενας ενήλικας, όμως, δεν «κάνει σχέση» με ένα παιδί 11, 12 ή 15 ετών. Ενας ενήλικας κακοποιεί ένα παιδί. Η αντίληψη ότι υπάρχει κάτι «διασκεδαστικό» στο σενάριο είναι πρόστυχη, όπως και η δικαιολογία ότι «του την έπεσε».
Οπως αποκαλύπτει στο Medium η Χάρισον, αυτό που την τρόμαξε περισσότερο καθώς έβλεπε και πάλι την ταινία ήταν ότι είχε ακούσει για την απομαγνητοφώνηση του διαλόγου που έγινε το 2009, αλλά την είχε ξεχάσει μέχρι που είδε τη Μάριον να αντιμετωπίζει τον Ιντιάνα Τζόουνς. «Η ιστορία είχε προκαλέσει θόρυβο για λίγο, μετά εξαφανίστηκε γρήγορα, όπως κάνουν πάντα, και η άμμος του χρόνου την έθαψε», γράφει. Δεν είναι εύκολο να τα κρατάς όλα στο μυαλό σου. Μετά από λίγο, ξεχνιούνται, πράγμα στο οποίο υπολογίζουν οι άνθρωποι που θέλουν να ξεγλιστρήσουν. Επωφελούνται και από το αβαντάζ της αμφιβολίας, που επεκτείνουμε σε άτομα άξια θαυμασμού, όπως ο Λούκας και ο Σπίλμπεργκ. Υπάρχει λόγος που το concept είναι τόσο βαθιά ενσωματωμένo σε έργα όπως οι «Kυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού».
Μετά την μικρή αντιπαράθεσή τους, η κακοποίηση της Μάριον παραμερίζεται, αγαπιούνται πάλι, και εκείνη απαλλάσσει τον Ιντιάνα και του επιτρέπει να συνεχίσει να φοράει τον μανδύα του καλού. Ολη η ζημιά και ο πόνος, που ξεπήδησαν για λίγο με τον αλκοολισμό της παραμερίστηκαν, έτσι ο Ιντιάνα Τζόουνς μπορεί να παραμείνει αλώβητος στα μάτια του κοινού, στα μάτια των παιδιών, για τα οποία σχεδιάστηκε και διαφημίστηκε η ταινία.
Για σκεφτείτε λοιπόν πόσο προπαγανδιστική μπορεί να είναι η ψυχαγωγία, που καταναλώνουν τα παιδιά. Και θέλει δουλειά για να την αναιρέσουν και επαναφέρουν τις αξίες τους, όπως προσπαθεί να κάνει τώρα η Χάρισον. Ο Ιντιάνα Τζόουνς δεν είναι ήρωας, γράφει στο Medium. Είναι κάποιος, που πιστεύει ότι είναι σπουδαίος και έχει δικαιώματα, ένας ύπουλος διαρρήκτης και κλέφτης με μαστίγιο και όπλο, που ληστεύει ιθαγενείς και κακοποίησε ένα παιδί που τον εμπιστεύτηκε. Ο Ιντιάνα Τζόουνς είναι κακός.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News