Η αναζωπύρωση των συζητήσεων για την πιθανότητα επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ συνδέεται με τις ανησυχίες σε διεθνές επίπεδο για τις πιθανές προεκτάσεις της. Οι ειδικοί, όπως η Μπρόνγουεν Μέιντοξ σε άρθρο της στους Financial Times, σταθμίζουν την προοπτική διατάραξης των διεθνών συμμαχιών, των εμπορικών συμφωνιών και της γεωπολιτικής σταθερότητας.
Η Μέιντοξ, διευθύντρια της δεξαμενής σκέψης Chatham House που εδρεύει στο Λονδίνο, στέκεται σε δύο εικόνες της περασμένης εβδομάδας: στο αεροπλάνο του Πριγκόζιν να πέφτει από τον ουρανό και στη φωτογραφία της σύλληψης του Ντόναλντ Τραμπ. Ο διεθνής προβληματισμός, σημειώνει, δεν προέρχεται ωστόσο από τα φλεγόμενα συντρίμμια του αεροπλάνου που κατέπεσε κοντά στη Μόσχα. Παρά τον δραματικό του χαρακτήρα, ο θάνατος του ηγέτη της ομάδας Βάγκνερ ήταν αναμενόμενος λόγω της απόπειρας ανταρσίας του κατά του Βλαντίμιρ Πούτιν. Αντιθέτως, αυτή η επίδειξη αδίστακτης συμπεριφοράς από τον ισχυρό άνδρα του Κρεμλίνου μοιάζει να ενισχύει, όπως γράφει η ίδια στους FT, την αποφασιστικότητα της Ουκρανίας να αντιμετωπίσει τον Πούτιν.
Αντιθέτως, είναι η αστυνομική φωτογραφία του Ντόναλντ Τραμπ που χρήζει βαθιάς προσοχής, σημειώνει: λεπτομερώς σκηνοθετημένη -επιλέγοντας μια αυστηρή έκφραση αντί για ένα χαμόγελο κάτω από τα σχολαστικά περιποιημένα μαλλιά του- διαδόθηκε γρήγορα από την ομάδα κρούσης του Τραμπ στο Διαδίκτυο, συμβολίζοντας το υποτιθέμενο μαρτύριό του. Και στη συνέχεια η viral εικόνα εκτόξευσε τα ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις για το χρίσμα των Ρεμπουμπλικανών ακόμη πιο ψηλά.
Αυτή η δεύτερη εικόνα εκτιμάται ότι θα παίξει ρόλο στην επερχόμενη προεκλογική εκστρατεία για την προεδρία των ΗΠΑ το 2024, με δεδομένο ότι η κυριαρχία του Τραμπ παραμένει αδιαμφισβήτητη στην κούρσα για το χρίσμα του κόμματός του. Η έναρξη της ομοσπονδιακής ποινικής δίκης του ορίστηκε στις 4 Μαρτίου 2024 στην Ουάσινγκτον και αφορά την απόπειρα ανατροπής του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών του 2020, την βαρύτερη κατηγορία που του έχει απαγγελθεί μέχρι σήμερα. Η ημερομηνία αυτή τοποθετεί τη διαδικασία την παραμονή της «Σούπερ Τρίτης», όταν οι Ρεπουμπλικανοί ψηφοφόροι σε περισσότερες από δώδεκα πολιτείες θα κάνουν τις επιλογές τους για το χρίσμα.
Ας δούμε τι συμβαίνει με τους κύριους συμμάχους της Αμερικής που ασφαλώς παρακολουθούν και σταθμίζουν τις εξελίξεις.
Η βρετανική εξωτερική πολιτική, όπως και αυτή μεγάλου μέρους της Ευρώπης και πολλών δημοκρατιών πέραν αυτής, βασίζεται στην υπόθεση ότι οι ΗΠΑ παραμένουν σταθερές. Οι πρόεδροί τους, οι πολιτικές τους, οι πόλεμοι στους οποίους επιλέγουν να εμπλακούν (σε μικρό η μεγαλύτερο βαθμό) έρχονται και φεύγουν. Αλλά πάντα η Αμερική υποστηρίζει τους διεθνείς θεσμούς, ακόμη και αν καταφέρεται εναντίον ορισμένων από αυτούς ή τους χρηματοδοτεί με κάποια ασυνέχεια. Πάνω απ’ όλα, συνεχίζει να πληρώνει τον τεράστιο λογαριασμό για το ΝΑΤΟ.
Αυτές οι παραδοχές θα καταρρεύσουν, σημειώνεται στο άρθρο των Financial Times, αν επανεκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ. Οι επικριτές του Τραμπ υποστηρίζουν ότι δεν θα καταφέρει να αποσπάσει μεγαλύτερη υποστήριξη από το εκλογικό σώμα σε σύγκριση με το 2016. Από την άλλη, οι στιγμές που ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν φάνηκε -κυριολεκτικά και μεταφορικά- να μην πατάει καλά στα πόδια του, σε συνδυασμό με τη χαμηλή δημοτικότητα της Κάμαλα Χάρις ως αντιπροέδρου, εγείρουν ζητήματα για τη συσπείρωση της ψήφου των Δημοκρατικών.
Το κείμενο που επικαιροποιεί τις προτεραιότητες της Βρετανίας στον τομέα της ασφάλειας, της άμυνας, της ανάπτυξης και της εξωτερικής πολιτικής για το 2023, υπό την ονομασία Integrated Review Refresh, συζητά τις πιθανές αλλαγές πολιτικής που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν μετά τις αμερικανικές εκλογές του 2024.
Ωστόσο η Μέιντοξ εκτιμά ότι δεν εμβαθύνει όσο θα έπρεπε στις επιπτώσεις του «Τραμπ ΙΙ». Οι πολιτικές του, λέει, θα μπορούσαν να προκαλέσουν σοβαρή αποδιοργάνωση στο διεθνές πεδίο, ενώ πολλές από αυτές μοιάζουν να τις μοιράζονται και άλλοι υποψήφιοι. Σε ό,τι αφορά την Ουκρανία, ο Τραμπ έχει μιλήσει για τον «τερματισμό του πολέμου για να σταματήσουν οι σκοτωμοί» και ο Ρον ΝτεΣάντις, ο αμέσως επόμενος υποψήφιος βάσει δημοσκοπήσεων, είναι επιφυλακτικός ως προς τη συνέχιση της υποστήριξης των ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ έχουν προμηθεύσει στην Ουκρανία περισσότερο εξοπλισμό από ό,τι όλη η Ευρώπη μαζί, ενώ το Κίεβο θα δυσκολευόταν να συνεχίσει τον πόλεμο χωρίς την Ουάσινγκτον.
Σε ό,τι αφορά την Κίνα, η Μέιντοξ εκτιμά ότι είναι δύσκολο να σταθμιστεί πώς ο ορμητικός χαρακτήρας του Τραμπ στην εξουσία (ως γνωστόν έχει επιβάλει αυστηρούς δασμούς στις κινεζικές εξαγωγές) θα επιδράσει στον κίνδυνο αύξησης των εντάσεων γύρω από την Ταϊβάν. Πάντως Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί μοιάζουν να βρίσκονται στην ίδια σελίδα σε ό,τι αφορά τον ανταγωνισμό προς το Πεκίνο.
Μια δεύτερη κυβέρνηση από πλευράς Τραμπ θα φέρει πρωτοφανείς προκλήσεις. Η Μέιντοξ υποστηρίζει ότι σημάδια όπως η αμφισβήτηση από τον Τραμπ των αποτελεσμάτων των εκλογών του 2024 και η περιφρόνηση των μηχανισμών λογοδοσίας θα επαναπροσδιορίσει τον ρόλο των ΗΠΑ στην παγκόσμια σκηνή. Οι πιθανές επιπτώσεις στους διεθνείς θεσμούς, την παγκόσμια τάξη και την προβλεψιμότητα μιας μεγάλης υπερδύναμης θα είναι σημαντικές.
Με άλλα λόγια, αν ο Τραμπ βρεθεί ξανά στον Λευκό Οίκο, εκτιμάται ότι θα είναι ένας πρόεδρος με μια εντελώς διαφορετική αντίληψη για τον ρόλο της Αμερικής στο διεθνές στερέωμα αλλά και για την ίδια τη φύση της δημοκρατίας της στο εσωτερικό της Αμερικής. Θα μιλάμε για μια νέα, ενδεχομένως επικίνδυνη αντίληψη περί του κράτους δικαίου και της ισχύος των κανόνων τόσο στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Αν συμβεί κάτι τέτοιο η Μέιντοξ εκτιμά ότι αυτομάτως οι ΗΠΑ γίνονται για τους συμμάχους τους μια εντελώς διαφορετική χώρα.
«Οι συνέπειες για τους παγκόσμιους θεσμούς, για το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή τάξη» θα είναι σοβαρές, καθώς πολλά εξαρτώνται από την προβλεψιμότητα μιας παγκόσμιας υπερδύναμης. Η ίδια σημειώνει πως το γεγονός ότι αυτές οι πιθανές συνέπειες συζητούνται ελάχιστα οφείλεται ίσως στην ανησυχία για τη διακινδύνευση των σημερινών σχέσεων με την Αμερική. «Ωστόσο η προοπτική να ηγείται των ΗΠΑ ένας πρόεδρος που αρνείται τις αρχές της αμερικανικής δημοκρατίας είναι αρκετά πιθανή ώστε αυτό δεν αποτελεί πλέον καλή δικαιολογία», λέει, σχολιάζοντας τη σημερινή σιωπή στα φόρα των διεθνών σχέσεων. Και με το άρθρο της στους FT η Μέιντοξ υπογραμμίζει την ανάγκη για μια συνολική επανεκτίμηση των στρατηγικών από το Ηνωμένο Βασίλειο και τους συμμάχους του, καθώς το διολου απίθανο «Τραμπ ΙΙ» θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει την παγκόσμια δυναμική με απρόβλεπτους τρόπους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News