Εξακολουθεί να αποφέρει δισεκατομμύρια αλλά και να προκαλεί. Στις 31 Ιανουαρίου ο ιδρυτής του σφυροκοπήθηκε με ερωτήσεις και παρατηρήσεις από αμερικανούς γερουσιαστές για τη διάδοση επιβλαβούς υλικού, ενώ την επομένη ανακοίνωσε ακόμη μια σειρά από εντυπωσιακά οικονομικά αποτελέσματα. Μιλάμε για το Facebook, τον Μαρκ Ζάκερμπεργκ, την τεράστια βιομηχανία των social media που δεν μετράει παρά δύο δεκαετίες και έχει αλλά τα πάντα —ακόμα και τον ίδιο της τον ζωτικό χώρο.
Την Κυριακή 4 Φεβρουαρίου το Facebook συμπλήρωσε 20 χρόνια ζωής, με τη Meta, τη μητρική του εταιρεία, να αξίζει πλέον 1,2 τρισ. δολάρια. Ωστόσο, παρότι εξακολουθούν να προσελκύουν τεράστια προσοχή, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης «υφίστανται μια βαθιά αλλά ελάχιστα αντιληπτή μεταμόρφωση» υποστηρίζει ο Economist, κάνοντας λόγο, στο εξώφυλλό του μάλιστα, για «το τέλος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης».
«H ιδιότυπη μαγεία των διαδικτυακών κοινωνικών δικτύων έγκειτο στον συνδυασμό των προσωπικών αλληλεπιδράσεων και της μαζικής επικοινωνίας. Τώρα αυτό το αμάλγαμα χωρίζεται ξανά στα δύο. Οι ενημερώσεις κατάστασης από φίλους έχουν δώσει τη θέση τους σε βίντεο από αγνώστους, οι δημόσιες αναρτήσεις μεταφέρονται ολοένα περισσότερο σε κλειστές ομάδες, αυτό που ο Ζάκερμπεργκ αποκαλεί ψηφιακή “πλατεία της πόλης” αναμορφώνεται – και προκαλεί προβλήματα» σημειώνει καταρχάς το έγκριτο βρετανικό έντυπο.
Η μεταμόρφωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς μέσω αυτών βιώνει η πλειονότητα των ανθρώπων ανά τον κόσμο την πραγματικότητα του Διαδικτύου. Μόνο το Facebook αριθμεί περισσότερους από 3 δισ. χρήστες, ενώ οι εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης καταναλώνουν σχεδόν το ήμισυ του χρόνου επί της οθόνης του κινητού, το οποίο με τη σειρά του καταναλώνει περισσότερο από το 1/4 των ωρών που κάποιος είναι ξύπνιος.
«Καταβροχθίζουν 40% περισσότερο χρόνο από όσο το 2020 […] Εκτός από διασκεδαστικά, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι επίσης το χωνευτήρι του διαδικτυακού διαλόγου και ένα εφαλτήριο για πολιτικές εκστρατείες. Σε μια χρονιά που η μισή υφήλιος θα προσέλθει στις κάλπες, πολιτικοί από τον Ντόναλντ Τραμπ μέχρι τον Ναρέντρα Μόντι θα είναι απασχολημένοι στο Διαδίκτυο» συνοψίζει το λονδρέζικο περιοδικό.
Οσον αφορά τα νέα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό τους είναι το γεγονός ότι «πλέον δεν είναι ιδιαίτερα κοινωνικά». Ακολουθώντας το παράδειγμα του TikΤok, εφαρμογές όπως τo Facebook προσφέρουν ολοένα περισσότερο μια σειρά από βίντεο που επιλέγονται από συστήματα Τεχνητής Νοημοσύνης με βάση, όχι τις κοινωνικές διασυνδέσεις των χρηστών, αλλά τις συνήθειες θέασης.
Επιπλέον, έχουν μειωθεί αισθητά και οι αναρτήσεις, με το ποσοστό των Αμερικανών που δηλώνουν ότι απολαμβάνουν να τεκμηριώνουν τη ζωή τους στο διαδίκτυο να μειώνεται από 40% το 2020, σε 28%. Ολοένα περισσότεροι χρήστες στρέφονται πλέον σε κλειστές πλατφόρμες, όπως το WhatsApp και το Telegram.
«Τα φώτα έσβησαν στην πλατεία της πόλης. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν πάντοτε αδιαφανή, αφού κάθε ροή είναι διαφορετική. Ωστόσο το TikTok, το κινεζικό φαινόμενο ροής βίντεο, είναι ένα μαύρο κουτί για τους ερευνητές. Το Twitter, που μετονομάστηκε σε X, δημοσίευσε μέρος του κώδικά του αλλά περιόρισε την πρόσβαση σε δεδομένα σχετικά με το ποια tweets βλέπονται. Οι ομάδες ιδιωτικών μηνυμάτων είναι συχνά πλήρως κρυπτογραφημένες» συνοψίζει ο Economist.
Ορισμένες από τις συνέπειες αυτής της στροφής είναι ευπρόσδεκτες. Οι υπεύθυνοι πολιτικών εκστρατειών αναγνωρίζουν, για παράδειγμα, ότι πρέπει να μετριάζουν τα μηνύματά τους για να κερδίζουν τις ιδιωτικές ομάδες, καθώς μια προκλητική ανάρτηση που προσελκύει «likes» στο X μπορεί να αποξενώσει μια ομάδα κηδεμόνων ενός σχολείου στο WhatsApp.
Οι αναρτήσεις στις εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων ταξινομούνται χρονολογικά και όχι με βάση έναν αλγόριθμο, οπότε περιορίζεται αισθητά το κίνητρο για εντυπωσιασμό, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, ειδικά για τους εφήβους και την ψυχική υγεία τους, δεδομένου ότι πιέζονται έως και αφόρητα όταν η ιδιωτική τους ζωή αναλύεται δημόσια.
Φυσικά, αυτός ο «νέος κόσμος» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχει τα δικά του προβλήματα. Καταρχάς, οι εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων είναι σε μεγάλο βαθμό μη ελεγχόμενες. Για μικρές ομάδες αυτό είναι καλό, καθώς «οι πλατφόρμες δεν θα πρέπει να ελέγχουν τα άμεσα μηνύματα περισσότερο από όσο οι τηλεφωνικές εταιρείες τις κλήσεις», υπογραμμίζει ο Economist.
«Στις δικτατορίες οι κρυπτογραφημένες συνομιλίες σώζουν ζωές», προσθέτει, «αλλά οι ομάδες των 200.000 ατόμων στο Telegram μοιάζουν περισσότερο με ανεξέλεγκτες εκπομπές παρά με συνομιλίες. Πολιτικοί στην Ινδία χρησιμοποιούν το WhatsApp για να διαδίδουν ψεύδη που σίγουρα θα αφαιρούνταν από ένα ανοιχτό δίκτυο όπως το Facebook».
Καθώς οι άνθρωποι μετακινούνται σε κλειστές ομάδες, τα ανοιχτά δίκτυα που μένουν πίσω καθίστανται σταδιακά λιγότερο χρήσιμα, λόγω της μείωσης των δημόσιων αναρτήσεων. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας επιστήμονες και γιατροί συνέβαλαν σε μια διαδικτυακή συζήτηση που περιείχε πραγματικά δεδομένα και γνώσεις (αλλά και ψευδείς πληροφορίες). Και σχεδόν αμέσως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία άρχισαν να ρέουν εξαιρετικά χρήσιμα δεδομένα ανοιχτής πηγής.
Σήμερα, όμως, παρόμοιες συζητήσεις εξαφανίζονται ή μεταφέρονται σε κλειστά κανάλια, επιβραδύνοντας έτσι τη διάδοση πληροφοριών/ειδήσεων και ιδεών. Εν τω μεταξύ, όσοι εξακολουθούν να συμμετέχουν σε δημόσια δίκτυα «είναι δυσανάλογα άνδρες, και το πιθανότερο είναι να περιγράφουν τους εαυτούς τους ως πολύ αριστερούς ή πολύ δεξιούς – με απλά λόγια, βαρετοί» αναφέρει ο Economist.
Επίσης, οι αλγόριθμοι των ανοιχτών δικτύων που καθοδηγούνται από τη συμπεριφορά των χρηστών τείνουν να διαδίδουν τα πιο πικάντικα βίντεο. Πριν από μερικά χρόνια, για να γίνει κάτι viral σε ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης, οι χρήστες έπρεπε να επιλέξουν να το μοιραστούν. Πλέον, το προωθούν, απλά παρακολουθώντας το, καθώς ο αλγόριθμος επιβραβεύει τα περιεχόμενα που προσελκύουν περισσότερο την προσοχή.
«Προβοκάτορες όπως ο Τραμπ ή ο Ναγίμπ Μπουκέλε (ΣτΜ: ο μεγάλος νικητής των εκλογών της προηγούμενης Κυριακής στο Ελ Σαλβαδόρ) επωφελούνται, όπως και οι έμποροι της παραπληροφόρησης. Οι πλατφόρμες λένε ότι έχουν βελτιωθεί στο να ξεχωρίζουν τις ψευδείς αναρτήσεις. Η Τέιλορ Σουίφτ, το τελευταίο επώνυμο θύμα ενός deepfake, μάλλον διαφωνεί» σημειώνει ο Economist.
Ζήτημα αποτελεί επίσης το γεγονός ότι, καθώς αυξάνονται οι ψευδείς ειδήσεις, τείνουν να εξαφανιστούν οι πραγματικές. Κάποτε ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ είχε πει ότι ήθελε το Facebook να λειτουργεί ως μια εξατομικευμένη εφημερίδα. Αλλά από τότε που το δίκτυο στράφηκε προς την ψυχαγωγία, οι ειδήσεις αποτελούν μόνο το 3% όλων όσα βλέπουν οι άνθρωποι σε αυτό.
Σε όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μόνο το 19% των ενηλίκων μοιράζεται ειδήσεις εβδομαδιαίως, από 26% το 2018. Και ακριβώς τη στιγμή που οι πλατφόρμες αποφασίζουν ότι οι ειδήσεις δεν είναι πλέον ενδιαφέρουσες, σχεδόν οι μισοί νέοι δηλώνουν ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν την κύρια πηγή ενημέρωσής τους.
«Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι τα ελαττώματα των κοινωνικών δικτύων μπορούν να διορθωθούν με καλύτερη διοίκηση, έξυπνο προγραμματισμό (coding) ή ένα διαφορετικό επιχειρηματικό μοντέλο. Αυτά, φυσικά, μπορούν να βοηθήσουν. Αλλά τα προβλήματα που εγείρονται από τη νέα γενιά εφαρμογών υποδηλώνουν ότι τα ελαττώματα των κοινωνικών δικτύων είναι επίσης απόρροια συμβιβασμών, που αποτελούν μέρος της ανθρώπινης επικοινωνίας.
»Οταν οι πλατφόρμες στρέφονται προς τις ιδιωτικές ομάδες, αναπόφευκτα εποπτεύονται λιγότερο. Oταν οι άνθρωποι δραπετεύουν στους “θαλάμους αντήχησης”, ενδέχεται να έρθουν αντιμέτωποι με πιο ακραία περιεχόμενα. Οταν οι χρήστες εστιάζουν στην ακίνδυνη ψυχαγωγία, βλέπουν λιγότερες ειδήσεις. Καθώς τα κοινωνικά δίκτυα μαραζώνουν, οι φορείς εκμετάλλευσης των πλατφορμών και οι χρήστες θα πρέπει να αφιερώνουν λιγότερο χρόνο στις παλιές διαμάχες και περισσότερο στην αντιμετώπιση των νέων», σύμφωνα, πάντα, με τον Economist.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News