Υπό τον τίτλο «WTF is Christine Lagarde up to?» –ας το μεταφράσουμε… ευγενικά ως «τι στην ευχή σκαρώνει η Κριστίν Λαγκάρντ;»–, το Politico αντιμετώπισε αυτή την εβδομάδα τη γαλλίδα πολιτικό με κριτική διάθεση. Παράλληλα, ο Economist έθεσε το ερώτημα αν θα πρέπει να μπει ένα φρένο στις υπερεξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), της οποίας η ίδια προΐσταται.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Το Politico, σε ένα εκτενές άρθρο που υπογράφει ο Μπεν Μάνστερ, υπογραμμίζει ότι η πρόεδρος της ΕΚΤ «έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για το δολάριο και προέβλεψε το τέλος της παγκόσμιας οικονομίας όπως την ξέρουμε». Και διερωτάται: «Μήπως ξέρει κάτι που δεν ξέρουμε εμείς;»
Ο Μάνστερ εστιάζει στις αναφορές της Λαγκάρντ πριν από λίγες μέρες στο οικονομικό συμπόσιο του Τζάκσον Χολ, στο Γουαϊόμινγκ των ΗΠΑ, και κυρίως στην ακόλουθη φράση της: «Υπάρχουν εύλογα σενάρια με βάση τα οποία θα μπορούσαμε να δούμε μια θεμελιώδη αλλαγή στη φύση των παγκόσμιων οικονομικών αλληλεπιδράσεων».
Παράλληλα με τις ανησυχίες της για την τύχη της διεθνούς τάξης των ελεύθερων αγορών, ο Μάνστερ θυμίζει ότι «μόλις τον Απρίλιο, ήταν η πρώτη μεγάλη κεντρική τραπεζίτης της Δύσης που διατύπωσε ρητές ανησυχίες για την ευθραυστότητα του δολαρίου, του οποίου η διεθνής κυριαρχία, όπως είπε, “δεν θα πρέπει πλέον να θεωρείται δεδομένη”».
Το κείμενο του Politico αποτελεί ένα πορτρέτο-ψυχογράφημα της Λαγκάρντ και των σταθμών της καριέρας της, συμπεριλαμβανομένης της θητείας της στο ΔΝΤ. Περιλαμβάνει ακόμη και δηλώσεις του Γιάνη Βαρουφάκη, που λέει μεταξύ άλλων για το μοιραίο εξάμηνο της υπουργίας του το 2015, πως, παρότι «σε προσωπικό επίπεδο ήταν ζεστή», τελικά «ήταν χαρούμενη να συμφωνήσει στο να μας συντρίψουν».
Η εστίαση όμως του Politico παραμένει στην αποκρυπτογράφηση των πρόσφατων δηλώσεών της, με δεδομένο πως όσα λέει ένας κεντρικός τραπεζίτης είναι συνήθως πολύ ζυγισμένα και στεγνά.
Στο πλαίσιο αυτό σημειώνεται ότι «οι προβλέψεις ενός μεγάλου κεντρικού τραπεζίτη ενέχουν τον κίνδυνο να λειτουργήσουν ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία» και το εκτενές άρθρο κλείνει με ένα καρφί: «Αν η πολιτική της ΕΚΤ αποτύχει να οδηγήσει την Ευρώπη με ασφάλεια μέσα από τον παγκόσμιο οικονομικό κατακερματισμό, η Λαγκάρντ μπορεί να πει με μεγάλη άνεση ότι, συγγνώμη, αλλά πάντα προειδοποιούσα ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο. Και να βγει αλώβητη»…
Παράλληλα, ο Economist εστιάζει στο γεγονός ότι η ΕΚΤ έχει μετεξελιχθεί σε μια από τις μεγάλες δυνάμεις της ευρωπαϊκής πολιτικής. «Εχοντας πρόσφατα κλείσει τα 25 του χρόνια, ο θεσμός είναι τόσο ισχυρός που αντιμετωπίζει τώρα ένα δύσκολο ερώτημα. Ξέρει πoύ να σταματήσει;» διερωτάται η βρετανική επιθεώρηση. Και θυμίζει ότι η μοναδικότητα της ΕΚΤ συνίσταται στο ότι δεν έχει πολιτικό προϊστάμενο: η ανεξαρτησία της είναι κατοχυρωμένη από τις Συνθήκες της ΕΕ.
Επί των ημερών του Μάριο Ντράγκι, η φράση του ότι θα κάνει «ό,τι χρειαστεί» για να προστατεύσει το ευρώ έπαιξε κρίσιμο ρόλο για τη σταθερότητα της ευρωζώνης. Αργότερα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η ΕΚΤ αγόρασε επί Λαγκάρντ δημόσιο χρέος ύψους 1,7 τρισ. ευρώ για να καλμάρει τις αμφιβολίες των αγορών σχετικά με τη ρευστότητα των κυβερνήσεων της ευρωζώνης.
Η ΕΚΤ χειρίζεται, λοιπόν, οικονομικές κρίσεις και λειτουργεί ως ο δανειστής τελευταίας καταφυγής για τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης. Επιπλέον, «η γεωπολιτική την ωθεί τώρα σε έναν ακόμη πιο ευαίσθητο ρόλο», σχολιάζει η βρετανική επιθεώρηση, σημειώνοντας ότι «έχει λόγο και για το τι πρέπει να συμβεί με τα παγωμένα περιουσιακά στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας». Παράλληλα, ως κύρια αρχή εποπτείας των τραπεζών της ΕΕ, αξιολογεί τους αναδυόμενους κινδύνους που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή.
«Ο κίνδυνος σε όλα αυτά είναι ότι η ΕΚΤ κάνει πάρα πολλά» υπογραμμίζει ο Economist, προσθέτοντας ότι προς το παρόν δεν καταγράφεται καμία επιθυμία μεταξύ των εθνικών κυβερνήσεων να της θέσουν κάποια όριο. Από τη μια πλευρά μπορεί πράγματι να προσφέρει μια οδό για να επιτευχθούν πράγματα που οι πολιτικοί της ΕΕ δεν μπορούν να κάνουν, υπό το φόβο των αντιδράσεων της κοινής γνώμης. Από την άλλη, όμως, τονίζει το βρετανικό περιοδικό, όσο η ΕΚΤ επιχειρεί να εισέλθει σε πεδία όπου οι απόψεις διίστανται, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να τεθεί το ερώτημα από που αντλεί η ίδια τη νομιμοποίησή της.
«Προς το παρόν, τόσο οι πολιτικοί όσο και οι κεντρικοί τραπεζίτες είναι ευχαριστημένοι. Θα αρχίσουν κάποια μέρα οι πολίτες να αντιδρούν;» καταλήγει ο Economist.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News