Το δεκαήμερο που διανύουμε περιλαμβάνει πολλές εξελίξεις που, παρότι άσχετες μεταξύ τους, επηρεάζουν όλες μαζί την ελληνοτουρκική παράμετρο. Το Σάββατο, το κυρίαρχο στη γερμανική πολιτική σκηνή Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) εξέλεξε ως νέο πρόεδρό του τον Αρμιν Λάσετ, μια επιλογή «βελούδινης» διαδοχής της Ανγκελα Μέρκελ στο κόμμα και, λογικά, στην καγκελαρία, αφού εκείνη διανύει τους τελευταίους μήνες της θητείας της στο τιμόνι της Γερμανίας.
Την Τετάρτη ορκίζεται ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, με ήδη ανακοινωμένα μια σειρά από προεδρικά διατάγματα που έχουν κύριο στόχο την επαναφορά των ισορροπιών μέσα στη διχασμένη αμερικανική κοινωνία και τη σταδιακή επάνοδο στη διεθνή «κανονικότητα» με την επιστροφή στη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή.
Σε μια εβδομάδα ξεκινάει και ο 61ος γύρος των διερευνητικών επαφών, με τις προοπτικές ουσιαστικής συζήτησης να είναι μάλλον θολές. Την ελληνική αντιπροσωπεία φαίνεται ότι αναμένει στην Κωνσταντινούπολη ένα ξεδίπλωμα όλης της αναθεωρητικής ατζέντας της Τουρκίας, με τις «γκρίζες ζώνες», την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, τα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας να είναι μέρος ενός συνολικού πακέτου.
Είναι πασιφανές ότι μια τέτοια συζήτηση δεν θα οδηγήσει πουθενά, ενώ με βάση την εμπειρία της τελευταίας δεκαετίας, είναι ζήτημα αν μπορεί να γίνει και 62ος γύρος μέσα στο εξάμηνο που ακολουθεί έως τα τέλη Ιουνίου, περίοδο που —θεωρητικά τουλάχιστον— οι Τούρκοι έχουν παραχωρήσει για τις όποιες συνομιλίες.
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η λεπτομέρεια ότι και αρκετοί τούρκοι αναλυτές (π.χ. ο Μετίν Γκουρκάν στο al-monitor) εκτιμούν πως η κάθοδος της Αγκυρας στις διερευνητικές είναι προσχηματική και έχει βασικό στόχο την προσέγγιση με την Ευρωπαϊκή Ενωση και τις ΗΠΑ, με τις οποίες ο Ταγίπ Ερντογάν έχει ανοικτά αρκετά μέτωπα.
Η ορκωμοσία Μπάιντεν σημαίνει για την Αθήνα ότι, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, η Ουάσιγκτον θα επιστρέψει ως ο βασικός παράγοντας στα Ελληνοτουρκικά, με τη Γερμανία να ακολουθεί σε δεύτερο πλάνο. Η μέχρι τώρα γερμανική εμπειρία στη διαμεσολάβηση ήταν μάλλον πικρή για το Βερολίνο, καθώς ο Ερντογάν αγνόησε τρεις φορές την Ανγκελα Μέρκελ, με την οποία υποτίθεται είχε καλλιεργήσει μια σχέση εμπιστοσύνης τα τελευταία 18 χρόνια.
Η επαναφορά του αμερικανικού παράγοντα στις… εργοστασιακές ρυθμίσεις, δεν σημαίνει, βέβαια, ότι αναμένεται άμεση δράση. Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, επιχειρεί τις τελευταίες εβδομάδες να συγκαλέσει μια Σύνοδο Κορυφής της Συμμαχίας στις Βρυξέλλες, με σκοπό την έναρξη της προσπάθειας να γεφυρωθεί το διατλαντικό χάσμα της περιόδου Τραμπ. Σε αυτή την περίπτωση είναι κάτι περισσότερο από δεδομένο ότι η Τουρκία θα βρεθεί στο επίκεντρο των συζητήσεων, κυρίως για τους S-400 και για τις πολύ στενές σχέσεις που διατηρεί με τη Ρωσία και, ολοένα και περισσότερο, με την Κίνα.
Είναι αμφίβολο ότι τα Ελληνοτουρκικά θα συζητηθούν αυτόνομα, αλλά η ένταση στην ανατολική Μεσόγειο αποτελεί ένα ζήτημα που προκαλεί αναταράξεις στη νότια πτέρυγα της Συμμαχίας και αυτό οι Αμερικανοί το γνωρίζουν καλά.
Γι’ αυτό και υποστηρίζουν εμφατικά το, αποκαλούμενο από ορισμένους, «μικρό ΝΑΤΟ» που δημιουργείται στην περιοχή, αργά αλλά σταθερά, με τη συμμετοχή της Ελλάδας, της Κύπρου, κυρίως όμως του Ισραήλ και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Οι τριμερείς μηχανισμοί συνεργασίας, και η επέκτασή τους προς διάφορες κατευθύνσεις, ικανοποιούν την αντίληψη των ΗΠΑ για την αρχιτεκτονική ασφαλείας της περιοχής.
Εχοντας αυτά κατά νου, ο Ταγίπ Ερντογάν επιχειρεί να «παζαρέψει» για ακόμα μια φορά τη γεωγραφία της Τουρκίας. Οι πιθανότητες να επιτύχει κάποια αποτελέσματα είναι σημαντικές. Ωστόσο, το παιχνίδι αρχίζει ξανά από το μηδέν και οι επόμενοι μήνες θα κρίνουν αν η Αθήνα θα έχει εν τω μεταξύ κατορθώσει να διασαφηνίσει τις θέσεις της έναντι όχι μόνο της απρόθυμης Τουρκίας, αλλά και των συμμάχων της.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News