1375
| REUTERS / CreativeProtagon

Ελλάδα-Γαλλία-ΗΠΑ: Σύννεφα στον συμμαχικό ορίζοντα

|REUTERS / CreativeProtagon

Ελλάδα-Γαλλία-ΗΠΑ: Σύννεφα στον συμμαχικό ορίζοντα

Αν κανείς ανατρέξει στα κλασικά, εν είδει Καζαμία, αφιερώματα του περασμένου Δεκεμβρίου με θέμα όσα μας περιμένουν το νέο έτος, θα ξεχωρίσει τα κείμενα για τις δεκάδες εκλογικές αναμετρήσεις που ήταν –ή εξακολουθούν να είναι– προγραμματισμένες εντός του 2024. Δύο εξ αυτών, οι αμερικανικές αλλά και οι γαλλικές, οι οποίες προέκυψαν ξαφνικά ως απότοκο των ευρωεκλογών, προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία στην ελληνική πρωτεύουσα, διότι τα αποτελέσματά τους ενδέχεται αφενός να κλονίσουν τις πλέον σημαντικές συμμαχίες της χώρας, αφετέρου να επιτείνουν τις συνθήκες της παγκόσμιας αναταραχής, εν μέσω μάλιστα των δύο εξελισσόμενων πολέμων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξε να αναβαθμίσει τις διμερείς σχέσεις της με τη Γαλλία του Εμανουέλ Μακρόν, υπογράφοντας τον Σεπτέμβριο του 2021 αμυντική συμφωνία, με ρήτρα συνδρομής σε περίπτωση που μία από τις δύο χώρες δεχθεί επίθεση στο έδαφός της, συμπεριλαμβανομένης δε και της αγοράς φρεγατών Belharra από το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Παραλλήλως υλοποιείται το πρόγραμμα ενίσχυσης της Πολεμικής Αεροπορίας με 18 γαλλικά μαχητικά Rafale.

Οι δύο ηγέτες, οι οποίοι έως πρότινος διακρίνονταν από πανομοιότυπη πολιτική φιλοσοφία, αλλά και κοινό βηματισμό σε μια σειρά από ζητήματα εσωτερικού και ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, πρωτοστάτησαν στη δημόσια συζήτηση περί της ανάγκης στρατηγικής αυτονομίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με στόχο τη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών ώστε να σχεδιαστεί και να υλοποιηθεί το δυσχερές όραμα της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας.

Ολα αυτά, μάλιστα, πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όπου και αναδείχθηκαν οι δομικές αδυναμίες των «27» να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής. Ελλάδα και Γαλλία, αμφότερες ισχυρά μέλη του ΝΑΤΟ, είχαν αντιληφθεί επί προεδρίας Τραμπ ότι εντός της Ατλαντικής Συμμαχίας πρέπει να δημιουργηθούν επιμέρους ομαδοποιήσεις, παρεμβατικές, αξιόμαχες και αποτελεσματικές ως προς την υπεράσπιση των ευρωπαϊκών συμφερόντων. Μια τέτοια ομαδοποίηση επί του πεδίου ήταν η επιχείρηση «Ασπίδες» που συνεχίζει να αναπτύσσεται στην Ερυθρά Θάλασσα, με στόχο την προστασία του παγκόσμιου εμπορίου.

Μετά την –για πολλούς αναλυτές έως και αυτοκτονική–επιλογή του να οδηγήσει τη χώρα σε βουλευτικές εκλογές και τη βαριά ήττα του κόμματός του στον πρώτο γύρο, ο γάλλος πρόεδρος μοιάζει πιο αδύναμος από ποτέ. Ουδείς μπορεί μεν να προεξοφλήσει τη νίκη της Εθνικής Συσπείρωσης, άρα και μια αδιανόητη έως πρότινος συγκατοίκηση με ακροδεξιά κυβέρνηση, αλλά είναι παραπάνω από σαφές ότι ο Μακρόν είναι ο ηττημένος της υπόθεσης, περίπου δυόμισι χρόνια πριν εγκαταλείψει οριστικά τα Ηλύσια Πεδία.

Μαζί με τον 46χρονο ηγέτη φαίνεται ότι θα τελματώσουν τα φιλόδοξα γεωπολιτικά σχέδιά του. Είτε αυτά έχουν να κάνουν με την ανάπτυξη ευρωπαίων στρατιωτών στην Ουκρανία είτε πολύ περισσότερο με την προώθηση της ευρωπαϊκής αμυντικής ατζέντας. Αν πράγματι η επισπεύδουσα σε αυτό το ζήτημα Γαλλία του Μακρόν κατέβει από το άρμα, μένει να δούμε τι σθένος θα επιδείξουν αυτοί που θα μείνουν πίσω, υποχρεωμένοι να ισορροπήσουν σε ένα όλο και πιο ταλαντευόμενο τεντωμένο σχοινί.

«Την Ελλάδα συμφέρει η συνέχιση και περαιτέρω ενδυνάμωση μιας Γαλλίας με όραμα και πρόγραμμα όσον αφορά στην επίτευξη μιας αυτόνομης ευρωπαϊκής πολιτικής στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας», λέει στο Protagon o καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Εξωτερικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγιώτης Τσάκωνας. «Στο –όχι ιδιαίτερα πιθανό– ενδεχόμενο συγκατοίκησης με την Ακροδεξιά, ένας πολιτικά αποδυναμωμένος Μακρόν θα συναντήσει ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες προώθησης της υπόθεσης της στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ. Ετσι είναι πιθανότερο να επιλέξει να μην ταχθεί υπέρ της –με “ευρωπαϊκό πρόσημο”– “ελληνο-πολωνικής” πρωτοβουλίας για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ασπίδας αεράμυνας αλλά υπέρ της –με “νατοϊκό πρόσημο”– “Πρωτοβουλίας για την Ασπίδα του Ευρωπαϊκού Ουρανού”, την οποία προωθεί η Γερμανία και στην οποία έχουν ήδη ενταχθεί περισσότερες από 20 χώρες», προσθέτει.

Ανώτερες διπλωματικές πηγές από την Αθήνα σημειώνουν στο Protagon ότι ακόμα και το ενδεχόμενο σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης των ακροδεξιών δεν σημαίνει αυτομάτως ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΝΑΤΟ. Πράγματι, οι δεσμοί των δύο πλευρών είναι μακροχρόνιοι και εξαιρετικά ισχυροί, η δε γαλλική οικονομία είναι σε τέτοιο βαθμό αλληλεξαρτώμενη από τη Δύση, που οποιεσδήποτε σκέψεις για ανατροπές θα μπουν αυτομάτως στο περιθώριο.

Πολλοί αναλυτές επικαλούνται σχετικά την πορεία της Τζόρτζια Μελόνι. Μια πορεία κανονικοποίησης της ούλτρα συντηρητικής ατζέντας και περιορισμού της στα θέματα μετανάστευσης και παροχής οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία. Αμφότερα τα τελευταία, άλλωστε, αποτελούν προτεραιότητες και για έτερες, όχι απαραιτήτως δεξιές, ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Οι ίδιες πηγές επισημαίνουν ότι όσον αφορά το διμερές επίπεδο δεν τίθεται κανένα ζήτημα αμφισβήτησης των ελληνογαλλικών αμυντικών συμφωνιών.

Μιλώντας στο Protagon, ο Μάνος Καραγιάννης, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, υπενθυμίζει ότι το σύνταγμα της Πέμπτης Δημοκρατίας προβλέπει ότι η διαμόρφωση της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής είναι προνόμιο του γάλλου προέδρου. «Ως εκ τούτου, οι ελληνογαλλικές σχέσεις δεν πρόκειται να διαταραχθούν σε καμία περίπτωση», λέει. Η Μαρίν Λεπέν, πάντως, έχει ήδη διαμηνύσει ότι σε περίπτωση που η Συσπείρωση κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία, τότε θα διεκδικήσει μερίδιο στις αποφάσεις περί εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Μια πιθανή εκλογή της, δε, το 2027 στην προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας αλλάζει άρδην τα δεδομένα της συζήτησης.

Προσώρας, το μείζον ζήτημα, σύμφωνα με τον κ. Καραγιάννη, έγκειται αλλού: «Η Γαλλία θα βγει σαφώς αποδυναμωμένη από μια παρατεταμένη πολιτική κρίση λόγω των βουλευτικών εκλογών. Δεν είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας, λοιπόν, ο σημαντικότερος σύμμαχος της μέσα στην ΕΕ να μπει σε μια δίνη εσωστρέφειας. Χρειαζόμαστε τη Γαλλία να παραμείνει μια αξιόπιστη ευρωπαϊκή δύναμη που μπορεί να παίζει έναν εξισορροπητικό ρόλο στη Μεσόγειο». Αξίζει να θυμηθεί κανείς τη στάση των Παρισίων, όχι μόνο στη διπλωματία, αλλά και επί του πεδίου, τις επικίνδυνες ημέρες του Αυγούστου 2020 όταν ο ελληνικός και ο τουρκικός στόλος βρέθηκαν στα πρόθυρα της σύγκρουσης στην Ανατολική Μεσόγειο.

«Τεράστια απειλή ο Τραμπ»

Μια νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές, που πλέον φαντάζει πιο πιθανή από ποτέ, αποτελεί για την Αθήνα σαφώς δυσμενέστερη εξέλιξη, ειδικά αν συνδυαστεί με πολλαπλασιασμό της αβεβαιότητας και της αστάθειας εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Χωρίς να παραβλέπουν το γεγονός ότι επί της τελευταίας θητείας των Ρεπουμπλικάνων οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις αναβαθμίστηκαν εξελισσόμενες σε στρατηγικές, οι ίδιες διπλωματικές πηγές κρούουν των κώδωνα του κινδύνου διότι στην ήδη προβληματική γεωπολιτική εξίσωση προστίθεται ένας ακόμα «απρόβλεπτος» παράγοντας. «Δεν υπάρχει καμία δέσμευση για το ΝΑΤΟ», λένε, προσθέτοντας ότι πολλά θα κριθούν από το επιτελείο που θα πλαισιώσει τον Τραμπ. «Στην προηγούμενη θητεία είχε και πέντε σοβαρούς ανθρώπους, τώρα κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει».

Βέβαια, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις έχουν διαχρονικό χαρακτήρα, όπως σταθερές είναι και οι θέσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ υπέρ της ασφάλειας και της ειρήνης στην Ανατολική Μεσόγειο, ειδικά μετά και το ξέσπασμα του πολέμου μεταξύ Ισραήλ – Χαμάς. «Στην Ουάσιγκτον υπάρχει μια διακομματική συναίνεση για τα θέματα που αφορούν την Ελλάδα και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει εύκολα. Ωστόσο, η επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο είναι πολύ πιθανόν να οδηγήσει σε εντάσεις μέσα στο ΝΑΤΟ λόγω της διαφορετικής θέσης που έχει για τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε νέα διλήμματα για την ελληνική εξωτερική πολιτική», υπογραμμίζει ο κ. Καραγιάννης.

Πιθανή αναδιάταξη του γεωπολιτικού σκηνικού σε σχέση με τις συμμαχίες των Ηνωμένων Πολιτειών με την Ευρώπη ή απέναντι στη Ρωσία, την Κίνα, ενδεχομένως και την Τουρκία προβλέπει ο κ. Τσάκωνας σε περίπτωση αλλαγής στο Λευκό Οίκο. «Σε αυτό το νέο, εξαιρετικά ρευστό πλαίσιο θα επηρεαστούν και οι σχέσεις ΗΠΑ – Ελλάδας. Από την άλλη πλευρά είναι ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι οι εξαιρετικές ελληνοαμερικανικές σχέσεις των τελευταίων χρόνων έχουν επίσης αποκτήσει –τόσο λόγω καλών επιλογών της Ελλάδας όσο και λόγω κακών επιλογών της Τουρκίας– μια σχετική αυτονομία, η οποία θα μπορεί να απορροφά μέχρι έναν βαθμό τους εξωτερικούς κραδασμούς και πιέσεις που θα φέρουν οι επιλογές μιας αμερικανικής προεδρίας Τραμπ», προσθέτει.

Αυτό που θα επιδιώξει η Αθήνα σε περίπτωση επιστροφής του Τραμπ στον Λευκό Οίκο είναι να αποκτήσει απευθείας επαφή με το περιβάλλον του νέου προέδρου. Πρωταρχικός στόχος θα είναι, προφανώς, να διατηρηθούν οι ισορροπίες στο τρίγωνο Αθήνα – Ουάσινγκτον – Αγκυρα, με πάγια θέση της σημερινής ηγεσίας της ελληνικής διπλωματίας, και σχεδόν του συνόλου του ακαδημαϊκού κατεστημένου που εμπλέκεται στο σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής, να είναι ότι οι καλές σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας λειτουργούν προς όφελος και της Ελλάδας.

Τι διαφορετικό μπορεί να κάνει η Ελλάδα εν μέσω ενός κόσμου που αλλάζει ραγδαία; Θα ήταν δυνατόν να αναπροσανατολίσει τις βασικές αρχές της διπλωματίας της, ρωτάμε τον κ. Καραγιάννη. «Η συμμαχία με τις ναυτικές δυνάμεις της Δύσης, ΗΠΑ και Γαλλία τώρα και άλλοτε με τη Μεγάλη Βρετανία, είναι μια στρατηγική επιλογή που έχουν κάνει πολλές γενιές Ελλήνων και δεν πρόκειται να αλλάξει στο προβλέψιμο μέλλον. Μια μικρομεσαία χώρα όπως η δική μας δεν έχει το περιθώριο να ακολουθήσει μια δική της μοναχική πορεία σε ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα, όπου κυριαρχεί ο σκληρός ανταγωνισμός».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...