Ποια είναι η Ελεν Μίρεν; Κοιτάζοντας την καριέρα της, καθώς φτάνει αισίως τα 75 —γεννημένη στις 26 Ιουλίου του 1945—, μπορεί κανείς να τη δει ως δύο ξεχωριστά άτομα:
Στην αρχή ήταν μια ειλικρινής νέα κλασική ηθοποιός που αντιστάθηκε σθεναρά στο να γίνει αντικείμενο, είτε από εφημερίδες (η «βασίλισσα του σεξ του Στράτφορντ» ήταν ένας διαβόητος τίτλος των Sunday Times) είτε από οικοδεσπότες τηλεοπτικών εκπομπών.
Στη συνέχεια ήρθε η ώριμη Μίρεν με το χάρισμα και την άνεση να υποδυθεί βασίλισσες (την Ελισάβετ Α’ στην τηλεόραση και την Ελισάβετ Β’ στον κινηματογράφο και στο θέατρο), να σαρώσει τα βραβεία και εν τέλει να είναι μια μεγάλη κυρία που συνδέεται με εξαιρετικούς σκοπούς.
Δυνατή γυναίκα που υποστηρίζει την ισότητα των φύλων και εμπνέει με τη στάση της πολλές γυναίκες σε όλο τον κόσμο, η ντέιμ Ελεν Μίρεν είναι μεταξύ άλλων και πρέσβειρα της Women International.
Ωστόσο, δεν υπάρχει μεγάλο χάσμα ανάμεσα στις δύο Μίρεν γράφει ο Μάικλ Μπίλινγκτον στον Guardian. Παρακολουθώντας την καριέρα της εδώ και 50 χρόνια, ο επιφανής βρετανός κριτικός δηλώνει εντυπωσιασμένος από την αφοσίωσή της στην τέχνη της και τις εξαιρετικές υποκριτικές της ικανότητες, αλλά και από ένα μείγμα χαρακτηριστικών περιπετειώδους διάθεσης και μεγαλοπρέπειας: με άλλα λόγια, γράφει, δεν μπορείς να παίξεις την Κλεοπάτρα, όπως την υποδύθηκε η Μίρεν στο Εθνικό Θέατρο Νέων όταν ήταν 20 ετών, χωρίς κάποια έμφυτη αίσθηση κυριαρχίας.
Από πού προέρχεται αυτή η αυτοπεποίθηση; Θα μπορούσε να πει κανείς ότι εν μέρει οφείλεται στο DNA της: η Μίρεν γεννήθηκε ως Ελεν Μιρόνοφ και ο παππούς της από την πλευρά του πατέρα της ήταν ρώσος αριστοκράτης, που πολέμησε με τον στρατό του τσάρου και διαπραγματευόταν μια συμφωνία όπλων στη Βρετανία όταν αυτός και η οικογένειά του αποκλείστηκαν από την Επανάσταση του 1917.
Δεν είναι η μόνη μεγάλη ηθοποιός της Βρετανίας που έχει ξένη καταγωγή. Ο –χρηματιστής– πατέρας του σερ Τζον Γκίλγουντ καταγόταν από μια οικογένεια Σλάβων και η μητέρα της Πέγκυ Ασκροφτ ήταν εν μέρει Δανή και εν μέρει Γερμανοεβραία. Οσο για τη Μίρεν, δεν είναι τυχαίο ότι ο σερ Τρέβορ Ναν, μεγάλος θεατρικός σκηνοθέτης και πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Royal Shakespeare Company (RSC), την έχει χαρακτηρίσει «ρωσίδα πριγκίπισσα» ούτε και ότι μια από τις μεγαλύτερες τηλεοπτικές επιτυχίες της ήταν η «Μεγάλη Αικατερίνη».
Ωστόσο, η αριστοκρατική Ελεν Μίρεν διέθετε ανέκαθεν και κάτι το τυχοδιωκτικό, ήταν πάντα έτοιμη για κάθε πρόκληση. Από το 1967 έως το 1971, ήταν βασικό μέλος του RSC, παίζοντας –μεταξύ πολλών άλλων ρόλων– τη Χρυσηίδα και την Οφηλία του Σαίξπηρ, αλλά και τη «δεσποινίδα Τζούλια» του Στρίντμπεργκ. Και με μια κλασική καριέρα στις αποσκευές της, πήγε στο Παρίσι για να ενταχθεί στο Διεθνές Κέντρο Θεατρικής Έρευνας που είχε μόλις ιδρύσει ο Πίτερ Μπρουκ.
Ακολούθησε ένα ταξίδι στην Αφρική, το 1972, με τον Μπρουκ και μια ομάδα ηθοποιών που προσπαθούσαν να διερευνήσουν την προέλευση της παράστασης. Το ταξίδι ήταν δύσκολο και εξαντλητικό, αλλά ο Μπρουκ θαύμασε την ικανότητα αυτοσχεδιασμού της Μίρεν. Το βασικό εργαλείο της παράστασης ήταν ένα χαλί, και ο Μπρουκ περιέγραψε πώς, μια μέρα σε ένα χωριό στη βόρεια Νιγηρία, «χωρίς προειδοποίηση, αυτή η όμορφη νεαρή ηθοποιός πήδηξε στο χαλί και έπαιξε με το σώμα της, το τσαλάκωσε και το έστριψε σαν κουτσή γριά». Ήταν τόσο επιτυχημένη, που πολλοί θεατές στενοχωρήθηκαν και έσπευσαν να τη βοηθήσουν…
Η Μίρεν ανταπέδωσε τον θαυμασμό του Μπρουκ με τρόπο που είχε απρόβλεπτες συνέπειες. Το 1974, ο Μπίλινγκτον πήγε στο Παρίσι για να καλύψει την παράσταση «Τίμων ο Αθηναίος» με την οποία ο μεγάλος Πίτερ Μπρουκ εγκαινίασε το παρισινό του θέατρο Théâtre des Bouffes-du-Nord. Και η κριτική του στον Guardian κατέληγε με μια έκκληση προς τους Βρετανούς –σε μια εποχή που το Εθνικό Θέατρο του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο ήταν ακόμα στα σπάργανα, και η RSC αντιμετώπιζαν ατελείωτες κρίσεις– να ανακαλύψουν εκ νέου την απλότητα του «κενού χώρου» του Μπρουκ: «Προς έκπληξή μου», γράφει ο θεατρικός κριτικός, «η Μίρεν έγραψε στον Guardian, υποστηρίζοντας την άποψή μου και δηλώνοντας ότι οι δαπάνες για σκηνικά και κοστούμια στα εθνικά μας θέατρα ήταν “υπερβολικές, περιττές και καταστροφικές για την τέχνη του θεάτρου”».
Η επιστολή της προκάλεσε μεγάλες συζητήσεις, μάλιστα οδήγησε ακόμη και σε επερώτηση στη Βουλή. Το εξαιρετικό, όμως, ήταν ότι την έγραψε σαν να έπαιζε τη Λαίδη Μάκβεθ στη σκηνή του Στράτφορντ και φαίνεται ότι δεν υπέστη κυρώσεις για την απερίσκεπτη ευθύτητά της.
Αν και η Μίρεν έχει κάνει μέχρι τώρα πολλές ταινίες για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, το θεατρικό σανίδι εξακολουθεί να είναι ο φυσικός της χώρος. Στη σκηνή άλλωστε έδειξε την ευελιξία της το 1975, όταν έπαιξε μια αυτοκαταστροφική ροκ σταρ στο «Teeth’n’Smiles» του συγγραφέα Ντέιβιντ Χέαρ στο Ρόγιαλ Κορτ του Λονδίνου, και τη Νίνα στο «The Seagull» στο Γουέστ Εντ, όπου «μας έδειξε μια γυναίκα που έχει μάθει πώς να υπομένει υποφέροντας», γράφει ο Μπίλινγκτον.
Επιστρέφοντας στον RSC, ακολούθησε –όχι για πρώτη φορά– τα βήματα της Ασκροφτ παίζοντας τη βασίλισσα Μαργαρίτα στον Ερρίκο ΣΤ’, και στο Ρόγιαλ Εξτσέιντζ του Μάντσεστερ μια εκπληκτική δούκισσα του Μάλφι: περήφανη, σέξι και ορμητική.
Σήμερα η Ελεν Μίρεν είναι γνωστή στους περισσότερους ανθρώπους μέσω της δουλειάς της στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη, στροφή την οποία έκανε το 1991 όταν υποδύθηκε την ντετέκτιβ Τζέιν Τένισον στην τηλεοπτική σειρά «Prime Suspect», όπου απέδειξε ότι μπορεί ταυτόχρονα να είναι σκληρή σαν ατσάλι και ευάλωτη. Η Τένισον της Μίρεν είναι αποφασισμένη, εμμονική, πολεμά συνεχώς τον καταπιεστικό θεσμικό σεξισμό της αστυνομίας, αλλά δείχνει επίσης το προσωπικό της κόστος όταν πρέπει συνέχεια να αποδεικνύει το δικαίωμά της να λειτουργεί σε έναν ανδρικό κόσμο.
Η Μίρεν έκανε επτά κύκλους του «Prime Suspect» και, ενώ κατά καιρούς επιστρέφει στη σκηνή, η φήμη της στηρίζεται πλέον κυρίως στο σινεμά και στην τηλεόραση, διατηρώντας όμως πάντα το ίδιο μείγμα μεγαλοπρέπειας και περιπετειώδους διάθεσης που έδειξε ότι διαθέτει στα νιάτα της.
Πάρτε ως παράδειγμα τους δυο ρόλους της ως Ελισάβετ Β’. Το 2006, πρωταγωνίστησε στην ταινία «Η Βασίλισσα» του Στίβεν Φρίαρς. Παρόλο που η ταινία αφορά το annus horribilis (φρικτό έτος) της Βασίλισσας, όταν ο θάνατος της πριγκίπισσας Νταϊάνα αποκάλυψε την αποτυχία της να πιάσει τη δημόσια διάθεση, η Μίρεν εξακολουθεί να υπαινίσσεται ότι η επιφυλακτικότητα του μονάρχη είναι τελικά πηγή δύναμης.
Η Μίρεν επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας ως βασίλισσα Ελισάβετ Β’ το 2013 με το έργο «Ακρόαση» του Πίτερ Μόργκαν σε σκηνοθεσία Στίβεν Ντάλντρι (προβλήθηκε και στην Ελλάδα στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης στις 18/12/2019 μέσω του προγράμματος National Theatre Live), υπενθυμίζοντας στο κοινό ότι σχεδόν όλα τα έργα για τη μοναρχία είναι μελέτες μοναξιάς: για άλλη μια φορά υποδύθηκε μια γυναίκα που, για παρόλο τον πλούτο και τα προνόμιά της, υποφέρει από μια φανερή αίσθηση παγίδευσης.
Βλέποντας τις πρόσφατες ταινίες της Μίρεν παρατηρεί κανείς ότι οι ιδιότητές της παραμένουν σταθερές, γράφει ο Μάικλ Μπίλινγκτον. Έχει την ηρεμία και τη γαλήνη που έρχεται με την ηλικία, αλλά δείχνει επίσης εσωτερική ανθεκτικότητα. Δείτε την στο «Χίτσκοκ», ταινία στην οποία υποδύεται την σύζυγο του σκηνοθέτη, Άλμα Ρεβίλ, και στον «Καλό Ψεύτη» ως χήρα Μπέτι Μπακλίς, την περιουσία της οποίας βάζει στο μάτι ο γερο-κομπιναδόρος Ρόι Κόρτνεϊ – Ιαν ΜακΚέλεν.
Ο πιο συναρπαστικός από όλους, όμως, είναι ο ρόλος της στη «Γυναίκα από χρυσό» του Σάιμον Κέρτις (2015). Υποδύεται την Μαρία Άλτμαν, Εβραία από τη Βιέννη, η οποία διεκδίκησε από την αυστριακή κυβέρνηση το πορτρέτο της θείας της Αντέλε Μπλοχ-Μπάουερ του Γκούσταφ Κλιμτ, που είχε κλαπεί από τους Ναζί. Εδώ η Μίρεν πιάνει ακριβώς την αλαζονεία και την ανυπομονησία μιας Αυστριακής της ανώτερης τάξης, η οποία δεν ανέχεται κανένα επιχείρημα.
Ποια λοιπόν είναι η Ελεν Μίρεν; Είναι μια απόλυτα αφοσιωμένη, σκληρά εργαζόμενη, εξαιρετικά προικισμένη ηθοποιός, είτε παίζει στο θέατρο είτε στην οθόνη, μεγάλη ή μικρή. «Αλλά επιμένω ότι, αν και έχει αναπτύξει και διευρύνει την γκάμα της με την ηλικία, δεν διαφέρει πολύ στα 75 από τη γυναίκα που είδα για πρώτη φορά να παίζει την Κλεοπάτρα όταν ήταν 20 ετών», γράφει με θαυμασμό ο Μάικλ Μπίλινγκτον.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News