«Ολη η τέχνη είναι προπαγάνδα αλλά δεν όλη η προπαγάνδα τέχνη», έγραψε ο Τζορτζ Οργουελ το 1940. «Λίγοι άνθρωποι θα διαφωνούσαν με το δεύτερο μέρος αυτού του αφορισμού», γράφει ο Economist, αναφέροντας ενδεικτικά πως δεν υπάρχει τίποτα το καλλιτεχνικό στο βιβλίο «Ο Αγώνας Μου» του Χίτλερ. Οσο για το πρώτο μέρος του αφορισμού, θα μπορούσε να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα μόνον με σημείο αναφοράς έναν σχετικά ευρύ ορισμό της έννοιας της προπαγάνδας. «Αυτές τις μέρες τα σπουδαία έργα τέχνης σπάνια επιχειρούν να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς μιας κυβέρνησης. Ενδέχεται να προωθούν σκοπούς, αλλά συνήθως δεν είναι αυτός ο λόγος που οι άνθρωποι τα εκτιμούν», αναφέρεται στο δημοσίευμα του βρετανικού περιοδικού.
Ωστόσο υπάρχουν ορισμένα βιβλία που δικαιώνουν τον Οργουελ: «κυβερνήσεις ή ιδεολογικές ομάδες είτε ενθάρρυναν τους συγγραφείς τους να τα γράψουν είτε προώθησαν τα γραπτά τους για πολιτικούς σκοπούς. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι δυτικές υπηρεσίες πληροφοριών επιχορηγούσαν συγγραφείς, ενίοτε πολύ καλούς. Η CIA ίδρυσε λογοτεχνικά περιοδικά στη Γαλλία, στην Ιαπωνία και στην Αφρική. Ενας στόχος ήταν η αντιμετώπιση της λογοκρισίας από τα αυταρχικά καθεστώτα. Ενας άλλος ήταν να καταστεί ο παγκόσμιος πολιτισμός πιο φιλικός προς τους δυτικούς στόχους», αναφέρουν οι δημοσιογράφοι του Economist. «Οι βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών παρήγγειλαν έργα μυθοπλασίας που υποστήριζαν την αυτοκρατορία. Μερικοί συγγραφείς πρόσφεραν συνειδητά την πένα τους στο κράτος, ενώ άλλοι δεν αντιλήφθηκαν ότι κυβερνήσεις ή οι ομάδες θα προωθούσαν τα έργα τους για προπαγανδιστικούς σκοπούς», προσθέτουν, παραθέτοντας έξι βιβλία, όλα από αξιόλογους συγγραφείς, «που είναι έργα προπαγάνδας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο».
«Τα Μάτια της Ασίας»
του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ
Ο ρόλος του Κίπλινγκ ως προπαγανδιστή των συμφερόντων της βρετανικής αυτοκρατορίας συχνά λησμονείται. Οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες στρατολόγησαν τον συγγραφέα κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου για να γράψει μυθιστορήματα, επιδιώκοντας την υπονόμευση του ινδικού εθνικισμού. Το 1916 ο Τζέιμς Ντάνλοπ Σμιθ, ένας βρετανός αξιωματούχος, έστειλε στον Κίπλινγκ ιδιωτικές επιστολές ινδών στρατιωτών που πολεμούσαν στη Γαλλία. Του ζήτησε να τις ξαναγράψει, διαγράφοντας κάθε φιλο-ινδικό ή επαναστατικό συναίσθημα. Το αμερικανικό περιοδικό Saturday Evening Post δημοσίευσε τέσσερις από αυτές τις επιστολές μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου 1917, ενώ τρεις δημοσιεύτηκαν στην λονδρέζικη εφημερίδα London Morning Post. Ο Κίπλινγκ τις υπέγραψε μόνον όταν τις συγκέντρωσε όλες σε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Τα Μάτια της Ασίας».
Ο συγγραφέας είπε στον Ντάνλοπ Σμιθ ότι, ξαναγράφοντας τις επιστολές, είχε «ενισχύει κάπως το πνεύμα [που νόμιζε ότι διέκρινε] πίσω από αυτές». Στην πραγματικότητα, όμως, οι τροποποιήσεις στις οποίες προέβη ήταν πολύ πιο ευρηματικές. Μετατρέποντας τις επιστολές των στρατιωτών σε μυθοπλασία τις ωραιοποίησε. Διέγραψε καταγγελίες όπως «είμαστε σαν κατσίκες δεμένες στο πάσσαλο ενός χασάπη» και πρόσθεσε εγκωμιαστικές περιγραφές της Βρετανίας ως γεμάτης με «επιχρυσωμένα έπιπλα, μάρμαρα, μετάξια, καθρέφτες». Στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες άρεσε αυτό που διάβασαν. Πολλοί αναγνώστες έχουν εκτιμήσει αυτό που ένας κριτικός (γράφοντας για το μυθιστόρημα «Κιμ») χαρακτήρισε ως «θετική, λεπτομερής και μη στερεοτυπική παρουσίαση» του λαού της Ινδίας από τον Κίπλινγκ, ωστόσο οι υπηρεσίες που προσέφερε ως προπαγανδιστής εν τέλει θόλωσαν το σχετικό όραμά του.
«Δόκτωρ Ζιβάγκο»
του Μπορίς Παστερνάκ
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η CIA επιδίωξε την υπονόμευση της λογοκρισίας στη Σοβιετική Ενωση, προωθώντας μυστικά την κυκλοφορία βιβλίων και περιοδικών. Η αμερικανική υπηρεσία είχε προμηθευτεί από συνδέσμους της τα μυθιστορήματα των Ντοστογιέφσκι, Τολστόι και Ναμπόκοφ, όμως ο αγαπημένος ρώσος συγγραφέας της CIA ήταν ο Μπορίς Παστερνάκ. Το μυθιστόρημά του «Δόκτωρ Ζιβάγκο» είχε «μεγάλη προπαγανδιστική αξία», όπως επισημαινόταν σε μια έκθεση της υπηρεσίας το 1958, γεγονός φαινομενικά παράδοξο για μια ιστορία αγάπης. Ομως το ενδιαφέρον της CIA εδραζόταν όχι τόσο στον «στοχαστικό χαρακτήρα» του μυθιστορήματος, όσο στις «περιστάσεις της δημοσίευσής του».
Τα σοβιετικά λογοτεχνικά περιοδικά και οι εκδοτικοί οίκοι είχαν απορρίψει το βιβλίο, με ορισμένους να επικαλούνται ως λόγο τη «μη αποδοχή» του σοσιαλισμού από τον Παστερνάκ. Επιπλέον οι Σοβιετικοί είχαν μεγάλο πρόβλημα με τη θρησκευτική ζέση του συγγραφέα. Τελικά το χειρόγραφο φυγαδεύτηκε στο εξωτερικό, συγκεκριμένα στην Ιταλία, όπου εκδόθηκε το 1957. Στη συνέχεια η CIA διέκρινε την «ευκαιρία να κάνει τους πολίτες της ΕΣΣΔ να διερωτηθούν τι πηγαίνει στραβά με την κυβέρνησή τους, όταν ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό έργο ενός ανθρώπου που αναγνωρίζεται ως ο μεγαλύτερος εν ζωή ρώσος συγγραφέας δεν είναι καν διαθέσιμο στη χώρα του».
Η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ μετέφρασε το βιβλίο στα ρωσικά, τυπώνοντας περισσότερα από 1.000 αντίτυπα τα οποία κυκλοφόρησαν με τη βοήθεια πρακτόρων στην Ανατολική Ευρώπη και μοιράστηκαν κατά τη διάρκεια της Παγκόσμιας Εκθεσης στο Βέλγιο του 1958. Υπήρχε η ελπίδα ότι η κυκλοφορία του βιβλίου στα ρωσικά θα επέτρεπε στον Παστερνάκ να κερδίσει ακόμη και το Νομπέλ Λογοτεχνίας, όπως συνέβη τελικά, αν και οι Σοβιετικοί τον υποχρέωσαν να το απορρίψει.
«Παρτιζάνοι»
του Πίτερ Μάθισεν
νΟταν ιδρύθηκε το 1947, η CIA προσέλαβε, μεταξύ άλλων, πολλούς τελειόφοιτους του Γέιλ. Ενας εξ αυτών ήταν ο Πίτερ Μάθισεν τον οποίο η αμερικανική υπηρεσία κατασκοπείας επέλεξε να στείλει στο Παρίσι, όπου, τελικά, έγραψε δύο μυθιστορήματα. Στους «Παρτιζάνους», το δεύτερο μυθιστόρημά του, ο συγγραφέας ακολουθεί τον «Μπάρνι Σαντ», δημοσιογράφο ενός αμερικανικού πρακτορείου στο Παρίσι, καθώς εντοπίζει έναν πρώην ηγέτη του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος από τον οποίο ελπίζει να πάρει συνέντευξη. Ο γάλλος κομμουνιστής είχε βοηθήσει τον αμερικανό δημοσιογράφο να ξεφύγει από τον ισπανικό εμφύλιο όταν ήταν παιδί. Οπως γράφει ο Economist η περιγραφή του τρόπου λειτουργίας του κόμματος είναι τόσο λεπτομερής η Chicago Tribune, πρότεινε στον συγγραφέα του να πάει στη Μόσχα.
Ωστόσο ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ της Δύσης, καταλήγοντας να θεωρεί τους κομμουνιστές ιδιοτελείς και ανέντιμους, καθώς ενισχύεται, συγχρόνως, ο πατριωτισμός του. Στη συνέχεια ο Μάθισεν ίδρυσε το Paris Review, ένα λογοτεχνικό περιοδικό, το οποίο χρησιμοποιούσε επίσης ως κάλυψη για να κατασκοπεύει αριστερόστροφους αμερικανούς διανοούμενους και καλλιτέχνες που ζούσαν στο Παρίσι.
«Διαβάζοντας τη Λολίτα
στην Τεχεράνη»
της Αζάρ Ναφίζι
Η Αζάρ Ναφίζι, ιρανή μετανάστρια στις ΗΠΑ (στη συνέχεια πολιτογραφήθηκε Αμερικανίδα) και καθηγήτρια αγγλικής φιλολογίας, έγινε διάσημη το 2003 όταν δημοσίευσε τα απομνημονεύματά της για την Ισλαμική Επανάσταση. Το «Διαβάζοντας τη “Λολίτα” στην Τεχεράνη» σημείωσε αμέσως τεράστια επιτυχία στις ΗΠΑ, παραμένοντας επί 117 εβδομάδες στη λίστα με τα best sellers των New York Times. Πρόκειται για τη συγκλονιστική ιστορία οκτώ ιρανών γυναικών που συναντιούνται κρυφά στην Τεχεράνη και μελετούν τα μυθιστορήματα του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, του Γκουστάβ Φλωμπέρ και του Χένρι Τζέιμς.
Οι γυναίκες, πρώην φοιτήτριες της Ναφίζι στο πανεπιστήμιο, είναι παιδιά της Ισλαμικής Δημοκρατίας που επαναστατούν ενάντια στις απαγορεύσεις βιβλίων και στη «σάπια και παραπλανητική υπερβολή» της ρητορικής του καθεστώτος, ωστόσο το βιβλίο δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό. Πάντως είναι αλήθεια πως η ιρανοαμερικανή συγγραφέας κατάφερε να το γράψει χάρη σε μια χορηγία που έλαβε από το Smith Richardson Foundation, ένα ίδρυμα με αποστολή την «προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων και αξιών» ανά τον κόσμο. Σύμφωνα με τον Economist το «Διαβάζοντας τη Λολίτα» είναι διαφωτιστικό με τον τρόπο που ήταν τα απαγορευμένα έργα της δυτικής λογοτεχνίας για τις πρώην φοιτήτριες της συγγραφέα.
«Εκατό Χρόνια Μοναξιάς»
του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
Η Αμερική δεν επέτρεπε στον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες να εισέλθει στη χώρα επί τρεις δεκαετίες, λόγω των σχέσεών του με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κολομβίας τη δεκαετία του 1950 (για σύντομο χρονικό διάστημα ο κολομβιανός συγγραφέας ανήκε σε πυρήνα του κόμματος). Ωστόσο το Mundo Nuevo, ένα κολομβιανό περιοδικό που χρηματοδοτούσε η CIA, τύπωσε δύο κεφάλαια του αριστουργήματος του «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς», έναν χρόνο πριν από την έκδοση του βιβλίου το 1967. Στα αποσπάσματα δεν περιλαμβανόταν η αφήγηση για τη «σφαγή της μπανάνας» του 1928, κατά την οποία ο κολομβιανός στρατός, δεχόμενος πιέσεις από τις ΗΠΑ να αναλάβει δράση κατά των εργαζομένων της United Fruit Company που απεργούσαν, σκότωσε περί τους 75 εξ αυτών.
Το περιοδικό, το οποίο δημοσίευε κυρίως φιλοαμερικανικά και αντικομμουνιστικά άρθρα, μέσω της δημοσίευσης αποσπασμάτων του αριστουργήματος του Γκαρσία Μάρκες, ήθελε να δείξει ότι ήταν ανοιχτό και σε έργα γραμμένα από οπαδούς της αριστεράς. Πάντως όταν ο συγγραφέας πληροφορήθηκε ότι το Mundo Nuevο χρηματοδοτούταν από τη CIA εξοργίστηκε. Σε μια επιστολή του προς τον εκδότη του έγραψε πως αισθανόταν όπως ένας απατημένος σύζυγος.
«Το Φεγγάρι Επεσε»
του Τζον Στάινμπεκ
Τον Ιούνιο του 1940, δύο ημέρες αφότου η Γαλλία υπέγραψε ανακωχή με τη ναζιστική Γερμανία, ο Τζον Στάινμπεκ έγραψε στον πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούσβελτ, προτρέποντας την κυβέρνησή του να προβεί στη δημιουργία «άμεσου, ελεγχόμενου και μελετημένου» προπαγανδιστικού υλικού. Ο Στάινμπεκ ακολούθησε και ο ίδιος τη συμβουλή του, γράφοντας μια ιστορία με στόχο να εμπνεύσει τους ανθρώπους στην κατεχόμενη Ευρώπη να εξεγερθούν ενάντια στους ναζί. Η πλοκή του βιβλίου «Το Φεγγάρι που Επεσε» εκτυλίσσεται σε μια φανταστική ευρωπαϊκή χώρα (δεν κατονομάζεται) στην οποία έχει εισβάλει μια φασιστική δύναμη.
Το φανταστικό μέρος, όπως έγραψε ο ίδιος ο συγγραφέας, χαρακτηρίζεται από τη σοβαρότητα της Νορβηγίας, την πονηριά της Δανίας και τη λογική της Γαλλίας. Το βιβλίο μεταφράστηκε από μέλη της αντίστασης ενώ στη συνέχεια εισήχθη παράνομα στις τρεις αυτές χώρες. Το 1945, μετά από το τέλος του πολέμου, ο βασιλιάς της Νορβηγίας απένειμε στον αμερικανό συγγραφέα τον Σταυρό της Ελευθερίας της Νορβηγίας για την υποστήριξη του αντιστασιακού κινήματος ανά την Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News