Τι ακριβώς είναι το «cool»; Δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί, γιατί ως έννοια είναι ταυτόχρονα απογοητευτικά άπιαστη και συνεχώς σε ροή. Στη μόδα, στη μουσική και στον κινηματογράφο η γέννηση του «cool» είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένη με την εμφάνιση της ποπ κουλτούρας: από την αμερικανική σκηνή της τζαζ, από όπου ξεπήδησε ο όρος, μέχρι τη μεταπολεμική ανάπτυξη του έτοιμου ενδύματος στον χώρο της μόδας που απευθυνόταν στη νεοεμφανιζόμενη εφηβική αγορά, και μέσα από την ποπ μουσική και τον κινηματογράφο, που έγιναν οι κυρίαρχοι τρόποι δημιουργικής έκφρασης την ίδια περίοδο, γράφει στο BBC ο Ανταμ Σκόβελ.
Αν υπάρχει κάποιο στοιχείο που ορίζει το «cool», αυτό είναι ίσως μια αίσθηση ήρεμης αυτοπεποίθηση· πρόκειται για μια ποιότητα τόσο επιθυμητή ώστε να προκαλεί την αντιγραφή της. Είναι κάτι που ισχύει ιδιαίτερα στον κινηματογράφο: το στυλ ταινιών, κινηματογραφιστών και ηθοποιών που χαρακτηρίζονται «cool» αντιγράφεται έντονα καθώς περνάει ο χρόνος.
Από τις ταινίες του Ζαν-Λικ Γκοντάρ μέχρι τους κλασικούς σταρ του Χόλιγουντ, όπως ο Τζέιμς Ντιν και ο Μάρλον Μπράντο, το «cool» στον κινηματογράφο υπήρξε συχνά ένα μείγμα μόδας, ταλέντου και φινέτσας. Ωστόσο, το απόλυτο παράδειγμα κινηματογραφικού «cool» δεν είναι άλλο από το αριστουργηματικό «8½» (1963) του Φεντερίκο Φελίνι, σκηνοθέτη και «μάγου» ταυτόχρονα.
Σε μια σκηνή της ταινίας, ο φανταστικός σκηνοθέτης Γκουίντο Ανσέλμι (το alter ego του Φελίνι), τον οποίο υποδύεται ο απόλυτα cool Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, και ένας μάγος, συνομιλούν σε μια βεράντα. «Υπάρχουν πολλά τρικ, αλλά ένα μέρος τους είναι κατά κάποιο τρόπο αληθινό», λέει ο μάγος όταν συζητούν για την τέχνη του· μπορεί όμως να αναφέρεται και στην τέχνη του σκηνοθέτη.
Πιστό στη δήλωση του μάγου, το «8½» είναι μια ταινία φανταστικής απάτης, η οποία ταυτόχρονα διατηρεί μια καρδιά που χτυπά κάτω από το κομψό περίβλημά της. Κλείνοντας 60 χρόνια αυτή την εβδομάδα, το «8½» εξακολουθεί να είναι μια από τις πιο cool κινηματογραφικές ψευδαισθήσεις του 20ού αιώνα, γράφει στο BBC ο Ανταμ Σκόβελ.
Πνευματώδης αυτοαναφορά στην καριέρα του, το «8½» (ένα φιλμ με θέμα τη φύση της κινηματογραφικής δημιουργίας) είναι η ένατη ταινία του εμβληματικού ιταλού σκηνοθέτη μετά από επτά μεγάλου μήκους και δύο επεισόδια μικρού μήκους με τα οποία συμμετείχε σε δύο σπονδυλωτές ταινίες.
Ο Φελίνι εξακολουθεί να θεωρείται ο πιο διάσημος δημιουργός του ιταλικού κινηματογράφου, με πληθώρα αξιοσημείωτων ταινιών, από κλασικά δράματα όπως « La Strada» (1954), «Νύχτες της Καμπίρια» (1957) και «Γλυκιά Ζωή» (1960), μέχρι πιο σουρεαλιστικές ταινίες, όπως «Ιουλιέτα των Πνευμάτων» (1965), «Ρόμα» (1972) και «Αμαρκόρντ» (1973). «Πάντα μου αρέσει να βλέπω τη ζωή με το κλειδί της φαντασίας», είχε πει ο σκηνοθέτης το 1963, σε μια συνέντευξη με τη δημοσιογράφο Οριάνα Φαλάτσι, συνοψίζοντας το δημιουργικό του όραμα.
Με αυτοβιογραφική διάθεση, το «8½» ακολουθεί στη Ρώμη τον 43χρονο Γκουίντο Ανσέλμι, έναν ήδη διάσημο σκηνοθέτη που καλείται να γυρίσει μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, περιτριγυρισμένο από έναν σωρό ακολούθους, κριτικούς, παραγωγούς, ηθοποιούς και κοσμικές κυρίες, ενώ ο γάμος του με τη Λουίζα (Ανούκ Εμέ) καταρρέει.
Ετοιμος να αφήσει την ταινία, ο Γκουίντο γλιστρά ανάμεσα στην πραγματικότητα, τις φαντασιώσεις και τις αναμνήσεις. Το κεντρικό αίνιγμα με το οποίο παλεύει είναι το εξής: μια πιο ανοιχτά προσωπική ταινία θα αποτελούσε μια λύση στο δημιουργικό του μπλοκάρισμα ή θα θεωρούνταν επιεικώς εγωισμός;
Ταυτόχρονα, ο Γκουίντο ενσαρκώνει έναν ήρεμο κοσμοπολιτισμό με το φτιαγμένο στα μέτρα του κοστούμι Brioni, ενίοτε κρατώντας ένα τσιγάρο περιφερόμενος αδιάφορα ανάμεσα σε φλύαρους που συνεχώς απαιτούν πράγματα από αυτόν. Το να αποτύχει κάποιος να γυρίσει μια ταινία ποτέ δεν ήταν τόσο cool, γράφει στο BBC ο Ανταμ Σκόβελ.
Η αγαπημένη ταινία των κινηματογραφιστών
«Το “8½” είναι η καλύτερη ταινία που έχει γίνει ποτέ για τη δημιουργία ταινιών», κατέληγε στην κριτική του ο αείμνηστος κριτικός κινηματογράφου Ρότζερ Εμπερτ. Μάλιστα, η ταινία του Φελίνι επηρέασε απροσδόκητα μια ολόκληρη γενιά κινηματογραφιστών τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 και συνεχίζει να εμπνέει: όλοι, από τον Ντέιβιντ Λιντς μέχρι τον Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, αντανακλούν τη δική του φανταστική απεικόνιση της κινηματογραφικής παραγωγής.
Μεταξύ των πιο αξιοσημείωτων πιστών του «8 ½» είναι ο Τέρι Γκίλιαμ, μέλος και σκηνοθέτης των Monty Python, γνωστός για παρόμοια ονειρικές καλτ δημιουργίες, όπως οι «Υπέροχοι Ληστές και τα Κουλουβάχατα της Ιστορίας» («Time Bandits», 1981), «Μπραζίλ» (1985) και «Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας» («Fear and Loathing in Las Vegas», 1998).
«Το “8½” είναι η ουσία του κινηματογράφου», είχε πει ο Γκίλιαμ σε ένα επεισόδιο της σειράς του BBC Arts «Close-Up» (1995) όταν του ζητήθηκε να επιλέξει μια αγαπημένη του στιγμή στον κινηματογράφο. Περισσότερα από 25 χρόνια αργότερα, το BBC Culture συνάντησε τον Γκίλιαμ για να συνομιλήσουν και πάλι για την ταινία του Φελίνι. «Μου είναι πολύ, πολύ αγαπητός ο γέρο Φεντερίκο» λέει ενθουσιασμένος ο σκηνοθέτης, «Είδα για πρώτη φορά το “8½” όταν κυκλοφόρησε, στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ημουν στη Νέα Υόρκη και εκείνη την εποχή ανακάλυπτα ευρωπαϊκές ταινίες. Η άμεση αντίδρασή μου ήταν ότι αυτή ήταν η πιο ξεκάθαρη, πιο ειλικρινής και πιο αληθινή απεικόνιση του πώς είναι να σκηνοθετείς μια ταινία, και μέχρι τότε δεν είχα σκηνοθετήσει καμία ταινία! Αλλά αποδείχθηκε ότι ήταν αλήθεια».
Ο Γκίλιαμ θυμάται το σοκ του όταν είδε την ταινία του Φελίνι: γι’ αυτόν ήταν «cool» επειδή άφηνε την αφήγηση υπέρ της διάθεσης και του στυλ: «Για εμένα και πάρα πολλούς κινηματογραφιστές», λέει, «το μεγάλο ξύπνημα ήταν η εισαγωγή στην ευρωπαϊκή κινηματογραφική παραγωγή. Δεν χρειαζόταν να κάνουν πράγματα η Ντόρις Ντέι και ο Ροκ Χάντσον. Μπορούσες να μπεις σε διαφορετικούς κόσμους. Νομίζω ότι γι’ αυτό έγινε cool ο Φελίνι. Εκείνη την εποχή το Χόλιγουντ έκανε αυτές τις πολύ χαρούμενες, ασφαλείς, άνετες ταινίες, ενώ οι Ευρωπαίοι μιλούσαν για όλους αυτούς τους εφιάλτες και ξαφνικά η αφήγηση ήταν λιγότερο σημαντική· ήταν περισσότερο η διάθεση και το στυλ, και είναι πραγματικά η καρδιά του cool!»
Ο καθηγητής Φρανκ Μπερκ, από το πανεπιστήμιο Queen’s του Καναδά, εκδότης του τόμου «A Companion to Federico Fellini» (2020), αναφέρεται στην αντίφαση του σκηνοθέτη, που αγκάλιαζε το πνεύμα της εποχής του, ενώ ταυτόχρονα του ασκούσε κριτική: «Ο Φελίνι μπήκε πολύ γρήγορα στον κόσμο της δεκαετίας του 1960» λέει στο BBC Culture. «Η “Dolce Vita” είχε υιοθετήσει επιμελώς την κουλτούρα των διασημοτήτων και την κοινωνία του θεάματος. Το “8½” επικεντρώθηκε σε έναν διάσημο σκηνοθέτη και προσέφερε αυτό που ήταν για την εποχή του το υπερθέαμα. Τόσο η φαινομενική γιορτή αλλά και η ταυτόχρονη κριτική της ακραίας υποκειμενικότητας αντικατοπτρίζει [τη μάχη μεταξύ] του αναδυόμενου ατομικιστικού «κάνε αυτό που θέλεις» της δεκαετίας του 1960 και του αντιθέτου του: μια αριστερή επίθεση στον αστικό ατομικισμό», επισημαίνει ο Μπερκ.
Η ταινία αναμφίβολα διακρίνεται χάρη στη σαγηνευτική κινηματογράφηση του Τζάνι ντι Βενάντσο. Ηταν η τελευταία ασπρόμαυρη ταινία που θα γύριζε ο Φελίνι και μια ιδιαίτερα κατάλληλη δημιουργική επιλογή. Οι έντονες αντιθέσεις αποδίδονται με μια κομψή λάμψη, από τα καπό των αυτοκινήτων μέχρι τα απίστευτα γυαλισμένα παπούτσια του Γκουίντο. Το κοινωνικό περιβάλλον με το οποίο ασχολείται η ταινία σημαίνει ότι παίζει φυσικά με τις αστραφτερές ονειροπολήσεις υπερβολής και κατανάλωσης.
Μολονότι έκανε αιχμηρή κριτική στην κενότητα ενός τέτοιου πλήθους, όπως ακριβώς είχε κάνει και στην «Dolce Vita», έχει ακόμα μια δικαιολογία για να διασκεδάσει με μια κοινωνική ομάδα που είχε τα καλύτερα από όλα: φαγητό, ρούχα, αυτοκίνητα. Είναι η νεοσύστατη καταναλωτική κοινωνία σε όλη της τη λάμψη, ακόμα και όταν αυτή η λαμπρότητα χάνει την ικανότητά της να θαμπώνει καθώς το δημιουργικό μπλοκάρισμα του Γκουίντο χειροτερεύει.
«Τα πάντα συμβαίνουν στην ταινία μου» λέει ο Γκουίντο. «Θα τα βάλω όλα μέσα». Ο φιλόδοξος φανταστικός σκηνοθέτης τελικά αποτυγχάνει, αναιρώντας την παραγωγή του, αλλά ο Φελίνι σίγουρα τα κατάφερε. Παρ’ όλη την προφανή αυτοβιογραφική χροιά της ταινίας, ωστόσο, ο Φελίνι άρχισε να αποστασιοποιείται γρήγορα από το alter ego του μόλις κυκλοφόρησε, διαμαρτυρόμενος στους δημοσιογράφους: «Είναι μια αποτυχία αυτός ο σκηνοθέτης», είχε πει στην Οριάνα Φαλάτσι. «Αποτυγχάνει. Εγώ, όμως, σου φαίνομαι αποτυχημένος;»
Πώς δίχασε τις απόψεις
Αυτή η αυθάδης σάτιρα, ωστόσο, δεν άρεσε σε όλους τους κριτικούς. «Το “8½” υποδηλώνει μερικά από τα προβλήματα του Φελίνι ως σκηνοθέτη», έγραψε η κριτικός Πολίν Κάελ, «αλλά δεν είναι τόσο φανταστικά ούτε τόσο ψυχαναλυτικά όσο αυτά που παρουσιάζει». Με άλλα λόγια, υποθέτει ότι η κύρια φαντασίωση της ταινίας είναι η παρουσίαση του κινηματογραφιστή και οι μάχες που αντιμετωπίζει.
Ωστόσο, άλλοι κριτικοί, μάλλον η πλειονότητα, αγάπησαν παράφορα το «8 ½». «Η συζήτηση για την ταινία διευρυνόταν και κείμενα πολλαπλασιάζονταν καθώς περνούσαν οι μήνες», έγραψε ο Χόλις Αλπερτ στο βιβλίο του «Fellini: A Life» (1986) «Και έτσι συνεχίστηκε, καθώς η ταινία έγινε αναμάσημα διανοουμένων». Η ειρωνεία είναι ότι στην ίδια την ταινία, αυτές οι πολύ φλύαρες κοινωνικές τάξεις απεικονίζονται σχεδόν δαιμονικά σαν ένα είδος αφηρημένου σμήνους που ενοχλεί τον Γκουίντο, σε σημείο που τον αναγκάζει να γλιστρήσει στα όνειρα και στις αναμνήσεις ως διαφυγή.
Το «8 ½» ανοίγει με μια φαντασίωση, που είναι μια από τις μεγαλύτερες ονειρικές σεκάνς του κινηματογράφου. Ο Γκουίντο ξεφεύγει από την κυκλοφοριακή συμφόρηση σε ένα τούνελ πετώντας, προτού βρεθεί να αιωρείται σαν χαρταετός, να κοιτάζει ζαλισμένος μια παραλία και να βλέπει το πόδι του δεμένο με σπάγκο. Αυτή ακριβώς η ιλιγγιώδης διολίσθηση ανάμεσα στα όνειρα και την πραγματικότητα ήταν που ενέπνευσε ιδιαίτερα τον Γκίλιαμ.
«Αυτή η αρχή επηρέασε πάρα πολλούς διαφορετικούς κινηματογραφιστές που προσπάθησαν να τον μιμηθούν», πιστεύει. «Το μποτιλιάρισμα, η αιώρηση… και μετά υπάρχει ένα σχοινί γύρω από τον αστράγαλό σου και κάποιος σε τραβάει πίσω στη Γη. Σκέφτηκα ότι ήταν ο πιο υπέροχος και όμορφος τρόπος να περιγραφεί η καλλιτεχνική εμπειρία. Πραγματικότητα και όνειρα ανακατεύονται, οπότε είναι δύσκολο να ξέρεις σε ποια πλευρά είσαι. Και αλληλοενημερώνονται και οι δύο με περίεργους τρόπους. [Ο Φελίνι] το καταγράφει αυτό καλύτερα από τον καθένα», παρατηρεί.
Ο ιταλός σκηνοθέτης ήταν κάτι περισσότερο από μια περιστασιακή επιρροή για τον Γκίλιαμ: θα συνέχιζε να δουλεύει με αρκετούς από τους συνεργάτες του Φελίνι, με αποτέλεσμα να συναντήσει και τον ίδιο αρκετές φορές. «Οταν γυρίζαμε τις “Περιπέτειες του Βαρώνου Μινχάουζεν” [1988]», θυμάται, «βρέθηκα στην περιοχή του Φελίνι, καθώς ήμουν [στη Ρώμη] με τον πρώην σχεδιαστή, ενδυματολόγο και κινηματογραφιστή του. Oταν ο Τζόναθαν Πράις και εγώ γυρίζαμε τo “Μπραζίλ”, συναντήσαμε για πρώτη φορά τον Φελίνι στα γυρίσματα –δεν είμαι σίγουρος σε ποια ταινία [του]– και ήταν σαν γίγαντας! Ολα του ήταν μεγάλα, τρομακτικά και υπέροχα. Και μετά από λίγα χρόνια, όταν ψάχναμε με τον Ντάντε [Φερέτι] τοποθεσίες για το “ Μινχάουζεν”, ο Ντάντε είπε “Αχ, ο Φεντερίκο είναι σε ένα μικρό μπαρ εκεί κάτω στο χωριό, ας πάμε να του πούμε ένα γεια!” Πήγαμε, λοιπόν, και ο Μαστρογιάννι ήταν επίσης εκεί. Αυτό συνέβαινε στον Φελίνι στα μεσοδιαστήματα των ταινιών του: τότε δεν ήταν αυτή η πανύψηλη παρουσία, αλλά μια πολύ μικρότερη. Οταν σκηνοθετείς μια ταινία έχοντας όλον αυτόν τον κόσμο γύρω σου, γίνεσαι γιγάντιος. Οταν δεν έχεις ταινία, ξαναγίνεσαι μικρός. Ετσι ήταν ο Φελίνι!», αφηγείται.
Ωστόσο, η ταινία του Φελίνι δεν απεικονίζει απλώς τον σκηνοθέτη τις στιγμές που είναι ο μεγάλος άνδρας στα γυρίσματα. Αντίθετα, έχουμε πρόσβαση στα όνειρα του Γκουίντο, καθώς τον επισκέπτονται οι νεκροί γονείς του, έχει οράματα από αναμνήσεις από τα σχολικά του χρόνια, ενώ φαντάζεται ακόμη και ένα φανταστικό χαρέμι όπου κατοικούν όλοι οι προηγούμενοι έρωτες και οι σεξουαλικές κατακτήσεις του, και τελικά επαναστατούν εναντίον του. Αποδεικνύεται ότι είναι ένα βαθιά ελαττωματικό, ακόμη και προβληματικό άτομο, χωρίς την αυτοπεποίθηση που υποδηλώνει το άψογο κοστούμι του. Πρόκειται για μια θερμή παραδοχή, με τον Φελίνι να είναι αναζωογονητικά ευάλωτος στην ανοιχτότητά του.
Τελικά, η τοποθέτηση μιας ειλικρινούς, τρυφερής αυτοβιογραφίας σε ένα τόσο cool, άδειο περιβάλλον εγείρει ερωτήματα για το τι είναι πραγματικό και τι φαντασία. Εξάλλου, δύο τόσο διαφορετικοί κόσμοι δεν κάθονται με φυσικότητα μαζί. «Αυτό που αγαπώ στον Φελίνι είναι ότι ήταν ψεύτης», είχε πει ο Γκίλιαμ στην πρώτη του συνέντευξη στο Close-Up. «Διαστρεβλώνει συνεχώς την αλήθεια», είχε πει, και το αναλύει περαιτέρω σήμερα: «Ο Φελίνι ήταν ένας μεγάλος ψεύτης, και όμως, τα ψέματά του ήταν πολύ κοντά στην αλήθεια», προσθέτει και μάλιστα «μια αλήθεια καλύτερη από τα γεγονότα!». Η άποψη του Γκίλιαμ είναι ότι η δημιουργία ταινιών είναι εξαρχής ένα τόσο παράλογο και σουρεαλιστικό εγχείρημα, ώστε μπορεί να είναι και ένα παράξενο όνειρο.
Ο κόσμος του Φελίνι εξακολουθεί να είναι μια ψευδαίσθηση, γράφει ο Ανταμ Σκόβελ στο BBC. Οπως ισχύει και με τη μαγεία, η ταινία είναι ένα κομψό τέχνασμα, αλλά η ανθρώπινη αντίδραση που εμπνέει είναι πολύ αληθινή και ισχυρή. «Εσπασε κάθε κανόνα που έπρεπε να σπάσει. Πράγματα που δεν έπρεπε να κάνει κάποιος, αυτός τα έκανε και τα κατάφερε όλα!», καταλήγει ο Γκίλιαμ. Και η απόρριψη των κινηματογραφικών κανόνων ήταν ένα look ριζοσπαστικό και αναμφισβήτητα cool.
Ωστόσο, η ταινία του Φελίνι δείχνει τελικά ότι αυτό που έχει σημασία είναι η καρδιά που χτυπά κάτω από την κομψή εξωτερική εμφάνιση· ίσως ο αέρας μιας ανθρωπότητας που μπορεί να κάνει λάθη, μαζί με το ξεκάθαρα διαχρονικό στυλ της, να είναι αυτό που κάνει την ταινία του Φελίνι να εξακολουθεί σήμερα να είναι cool. Αν δεν υπήρχε τίποτα κάτω από τα γυαλιά ηλίου –ο Γκουίντο φοράει ένα εμβληματικό ζευγάρι Prada SPR 07F, όπως κάθε καθώς πρέπει μέλος του ευρωπαϊκού jetset– 60 χρόνια μετά, η ταινία σίγουρα θα ηχούσε κούφια.
Το «8½» είναι αναμφισβήτητα μια απεικόνιση του τι σημαίνει να είσαι ζωντανός και ταυτόχρονα της ίδια της δημιουργικότητας. Ισως το τελευταίο κόλπο του Φελίνι είναι η απεικόνιση της ζωής ως ένα είδος ταινίας δικής μας κατασκευής, στην οποία μπαινοβγαίνεις όπως σε ένα όνειρο. Ποια ψευδαίσθηση, λοιπόν, θα μπορούσε να είναι όντως πιο cool από αυτή;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News