«We are moving from democracy to “emocracy”» αναφέρει ο τίτλος του κειμένου των Financial Times, και θα μπορούσε να αποδοθεί ως εξής: Μετακινούμαστε από τη δημοκρατία στην υπερίσχυση του συναισθήματος. Τι εννοεί όμως η ολλανδή πολιτική επιστήμων Κατερίν ντε Βρις, που υπογράφει το κείμενο στην οικονομική εφημερίδα;
Η Ντε Βρις, πρόεδρος του Ινστιτούτου χάραξης ευρωπαϊκής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Bocconi του Μιλάνου, εκτιμά ότι η φετινή χρονιά, κατά την οποία έχουν ήδη διεξαχθεί ή θα διεξαχθούν εκλογές σε περισσότερες από 50 χώρες σε όλον τον κόσμο, προσφέρει μια μοναδική εικόνα για το πώς λειτουργεί –ή δεν λειτουργεί– η δημοκρατία.
Μια αξιοσημείωτη τάση αναδύεται, σύμφωνα με την oλλανδή καθηγήτρια: η απομάκρυνση από τη δημοκρατία προς αυτό που ονομάζει «emocracy». Οι πολιτικές συζητήσεις καθοδηγούνται όλο και περισσότερο από τα συναισθήματα (emotions) παρά από τα στοιχεία και τα επιχειρήματα. Αυτή η διολίσθηση μάς βοηθά να καταλάβουμε γιατί η πολιτική σήμερα μοιάζει τόσο εύθραυστη.
Οπως σημειώνει στους Financial Times, δύο αλληλένδετες δυνάμεις, μία από την πλευρά της προσφοράς της πολιτικής και μία από την πλευρά της ζήτησης, οδηγούν σε αυτή τη μετατόπιση.
Η πρώτη μεταβλητή είναι αυτή που περιγράφει στο βιβλίο «Political Entrepreneurs» (Πολιτικοί Επιχειρηματίες), το οποίο συνυπογράφει με την δανή πολιτική επιστήμονα Σάρα Χόμπολτ. Οι παράγοντες, λοιπόν, από την πλευρά της προσφοράς αναφέρονται στους τύπους των πολιτικών ελίτ που απαρτίζουν τις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλιά μας, και από τους οποίους οι ψηφοφόροι μπορούν να επιλέξουν.
Στο βιβλίο οι δύο συγγραφείς υποστηρίζουν ότι μια βασική αλλαγή στα δημοκρατικά συστήματα τα τελευταία περίπου 20 χρόνια ήταν η άνοδος των πολιτικών επιχειρηματιών, οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται ως αουτσάιντερ και στοχεύουν να διαταράξουν το πολιτικό σύστημα.
«Οι πολιτικοί επιχειρηματίες –σκεφτείτε τον Ντόναλντ Τραμπ ή τον πρώην πρωθυπουργό της Ιταλίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι, τον ιδρυτή της emocracy– σπάνε τις νόρμες που στηρίζουν τους δημοκρατικούς πολιτικούς θεσμούς και χρησιμοποιούν τα αισθήματα αντί για αναλύσεις ως μέσα πολιτικής. Το ύφος τους τροφοδοτείται από συναισθηματικές επικλήσεις σε αυτό που νιώθουν ότι είναι σωστό και από τη συσπείρωση αρνητικών συναισθημάτων εναντίον των ανταγωνιστών τους» σημειώνει η Ντε Βρις.
Η άλλη πλευρά, αυτή της ζήτησης στο πολιτικό πεδίο –οι προτιμήσεις και η συμπεριφορά των ψηφοφόρων– έχει επίσης υποστεί δραματικές αλλαγές, κατά την ίδια. «Εχουν περάσει ανεπιστρεπτί οι μέρες που οι ψηφοφόροι υποστήριζαν ένα και μόνο κόμμα σε όλη τους τη ζωή. Οι ψηφοφόροι σήμερα συμπεριφέρονται περισσότερο σαν επιλεκτικοί καταναλωτές, αλλάζοντας συχνά μεταξύ των κομμάτων από τη μια εκλογική αναμέτρηση στην άλλη. Ως αποτέλεσμα αυτού, οι μη ιδεολογικοί παράγοντες που επηρεάζουν τις επιλογές που κάνουν οι άνθρωποι στην κάλπη, συμπεριλαμβανομένου του ρητορικού ύφους των υποψηφίων, έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία», τονίζει στους FT.
Τα μεταβαλλόμενα τοπία των μέσων ενημέρωσης έχουν επίσης επηρεάσει τους τρόπους με τους οποίους οι ψηφοφόροι λαμβάνουν και αφομοιώνουν τις πληροφορίες περί της πολιτικής.
«Ο Μπερλουσκόνι, για παράδειγμα», γράφει η Ντε Βρις, «υπήρξε πρωτοπόρος στη χρήση επαγγελματικών τεχνικών τηλεοπτικής προεκλογικής εκστρατείας στην Ιταλία. Η επίδρασή του στην επικοινωνία της ιταλικής πολιτικής δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Και ο Τραμπ, όπως ο Μπερλουσκόνι, προσαρμόστηκε επίσης γρήγορα στο μεταβαλλόμενο τοπίο των μέσων ενημέρωσης, κάνοντας προεκλογική εκστρατεία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και φροντίζοντας ώστε οι προκλήσεις του εκεί να διαχέονται στις εφημερίδες και στην τηλεόραση».
Οι αλλαγές αυτές στους τρόπους που οι ψηφοφόροι καταναλώνουν πολιτικές πληροφορίες έχουν επιδεινώσει, κατά την ολλανδή καθηγήτρια, το χάσμα μεταξύ αντίληψης και πραγματικότητας. «Πάρτε για παράδειγμα τον τρόπο με τον οποίο οι ισχυρές πρόσφατες επιδόσεις της αμερικανικής οικονομίας δεν αντικατοπτρίζονται στις αρνητικές οικονομικές αντιλήψεις που έχουν σήμερα μεγάλα τμήματα του αμερικανικού εκλογικού σώματος» γράφει.
Ενα άλλο παράδειγμα, κατά την ίδια, είναι η μείωση της εγκληματικότητας σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες την τελευταία δεκαετία, η οποία δεν έχει μεταφραστεί σε αλλαγές στις αντιλήψεις των ψηφοφόρων περί επικράτησης της εγκληματικότητας.
«Αν τα συναισθήματα διαβρώνουν τα γεγονότα, τέτοια χάσματα μεταξύ αντίληψης και πραγματικότητας είναι το πιο πιθανό αποτέλεσμα» σχολιάζει η Ντε Βρις. Κλείνοντας το άρθρο της στους Financial Times, επισημαίνει ότι η άνοδος των πολιτικών επιχειρηματιών που κινούνται και κυβερνούν με το συναίσθημα και η συμπεριφορά των ψηφοφόρων ως επιλεκτικών καταναλωτών μάς οδηγούν στο να σκεφτόμαστε πλέον τα πολιτεύματά μας ως «emocracies», συστήματα όπου επικρατεί το συναίσθημα, και όχι ως δημοκρατίες.
Ωστόσο, η συναισθηματική προσέγγιση για το τι μοιάζει σωστό δεν θα μας βοηθά, κατά την ολλανδή καθηγήτρια, να αντιμετωπίσουμε μια σειρά από τεράστιες προκλήσεις: από την κλιματική αλλαγή έως τον πληθωρισμό και από την τεχνολογική πρόοδο έως τις γεωπολιτικές συγκρούσεις. «Μόνο τα γεγονότα και τα στοιχεία μπορούν να το κάνουν αυτό», υπογραμμίζει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News