Η τελετή των Οσκαρ ήταν κάποτε η κορυφαία στιγμή στο ημερολόγιο της κινηματογραφικής βιομηχανίας· όχι πια. Το περσινό θέαμα του Γουίλ Σμιθ, που ανέβηκε στη σκηνή για να χαστουκίσει τον Κρις Ροκ επειδή προσέβαλε τη σύζυγό του, και λίγες στιγμές αργότερα λάμβανε το βραβείο του Καλύτερου Ηθοποιού ευχαριστώντας δακρυσμένος τον Θεό, ήταν μια από τις πιο αμήχανες σκηνές που έχει δείξει ποτέ η τηλεόραση· μια σκηνή που, όπως υποστήριξαν πολλοί, θα έπρεπε να είχε τελειώσει με τον Σμιθ να έχει συλληφθεί για επίθεση και να απομακρύνεται από την αίθουσα με χειροπέδες, γράφει στην Telegraph ο Αλεξάντερ Λάρμαν.
Οι φετινοί υποψήφιοι για το Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου -όλοι για πρώτη φορά- θα έχουν πάρει το μάθημά τους από τον Γουίλ Σμιθ, ο οποίος αποκλείστηκε από την τελετή για μια δεκαετία και αναπόφευκτα θα είναι ο στόχος των αστεϊσμών του οικοδεσπότη της εκδήλωσης Τζίμι Κίμελ στον εναρκτήριο μονόλογό του. Ακόμη, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τον Μπιλ Νάι του «Living» να ανεβαίνει κομψά στη σκηνή για να τιμωρήσει έναν παρουσιαστή επειδή, για παράδειγμα, χλεύασε την χαρακτηριστική εκφορά λόγου του βρετανού ηθοποιού, ή τον Οστιν Μπάτλερ να πηδάει θυμωμένος στη σκηνή και να ξεκινάει με ένα λάκτισμα καράτε, σε περίπτωση που γίνει κάποιο σαρκαστικό σχόλιο για το ότι δεν μπορεί να σταματήσει να μιλάει όπως ο Ελβις, πράγμα που έφερε μια υποψηφιότητα για Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας. (Δείτε τη σκηνή με το διαβόητο χαστούκι στην τελετή των Οσκαρ 2022)
Και οι πέντε υποψήφιοι φημίζονται για τη γοητεία τους και τη συμπάθεια που τρέφει για αυτούς το κοινό, είτε πρόκειται για τον 27χρονο Πολ Μέσκαλ, τον ιρλανδό συμπρωταγωνιστή του Κόλιν Φάρελ στα «Πνεύματα του Ινισέριν» ή τον Μπρένταν Φρέιζερ, που έχει επιστρέψει εντυπωσιακά στο σινεμά με τη «Φάλαινα» του Ντάρεν Αρονόφσκι. Ολοι τους αξίζουν το βραβείο. Ωστόσο, όποιος το κερδίσει στις 12 Μαρτίου μπορεί να συγχωρεθεί αν το κρατήσει ψηλά και αναρωτηθεί μήπως αγκαλιάζει ένα δισκοπότηρο με δηλητήριο, αντί για την υψηλότερη κινηματογραφική διάκριση, γράφει ο Λάρμαν στην Telegraph.
Κάποτε ειπώθηκε (με νωχελικό τρόπο και με μια υποψία μισογυνισμού) ότι το Οσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου ήταν πιο πιθανό να οδηγήσει σε ύφεση καριέρας, καθώς τοποθετούσε τις βραβευμένες στην επικίνδυνη περιοχή της καρατερίστα και όχι μιας σταρ του σινεμά, και ως εκ τούτου τις καταδίκαζε σε έργα χαμηλότερου προφίλ. Αξιες ηθοποιοί όπως οι Μπρέντα Φρίκερ, Μερσέντες Ρουλ και Μίρα Σορβίνο δυσφημίστηκαν έτσι. Ωστόσο, αυτή η ιδέα έχει απορριφθεί θεαματικά τα τελευταία χρόνια, με όλες τις βραβευμένες, από την Κέιτ Μπλάνσετ (Οσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου 2005 για την ερμηνεία της Κάθριν Χέπμπορν στον «Ιπτάμενο Κροίσο» του Μάρτιν Σκορσέζε), έως τη Βαϊόλα Ντέιβις (Οσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου 2017 για την ερμηνεία της Ρόουζ Μάξον στα «Εμπόδια» του Ντένζελ Ουάσινγκτον), να διαπιστώνουν ότι το Οσκαρ έδωσε μεγάλη ώθηση στην καριέρα τους.
Αντίθετα το βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου φαίνεται να καταστρέφει όλο και πιο συχνά τις επαγγελματικές ευκαιρίες πολλών ηθοποιών, λες και το τρόπαιο κουβαλάει και μια κατάρα, σχολιάζει ο Λάρμαν στην Telegraph. Από την αλλαγή της χιλιετίας, όταν ο Ράσελ Κρόου ήταν ο δημοφιλής νικητής για την άγρια ερμηνεία του στον «Μονομάχο», το βραβείο έχει πάει σε μια εκλεκτική ποικιλία ηθοποιών. Ο Σον Πεν και ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις το έχουν κερδίσει από δύο φορές, και όλοι, από τον Αντονι Χόπκινς και τον Κόλιν Φερθ, μέχρι τον Τζεφ Μπρίτζες και τον Ζαν Ντιζαρντέν έχουν αναγνωριστεί από την Ακαδημία Κινηματογράφου.
Αναμφισβήτητα εξαιρετικές ερμηνείες έχουν τιμηθεί με Οσκαρ –μπορεί κανείς να θυμηθεί για παράδειγμα τον Αντριεν Μπρόντι στον «Πιανίστα», ή τον Σον Πεν στο «Μιλκ»– και μερικές ακόμα αξέχαστες διακρίσεις, αλλά όσο λιγότερα λέγονται για την απεικόνιση του Φρέντι Μέρκιουρι από τον Ράμι Μάλεκ, βασισμένη στα δόντια, στην απίστευτα επιτυχημένη «Bohemian Rhapsody», τόσο το καλύτερο.
Ωστόσο -άσχετα από το αν αξίζει να γίνεται ή όχι-, φαίνεται ότι υπάρχει μια αυξανόμενη συσχέτιση μεταξύ του Οσκαρ Καλύτερου Ηθοποιού και της επακόλουθης πτώσης της καριέρας του βραβευμένου. Ο Μπρόντι, για παράδειγμα, κέρδισε το βραβείο του το 2002 σε ηλικία 29 ετών και ανταμείφθηκε με έναν ρόλο στο τρομερό ριμέικ του «Κινγκ Κονγκ» του Πίτερ Τζάκσον, ωστόσο ο πιο αξιομνημόνευτος πρόσφατος ρόλος του ήταν μια εμφάνιση καμέο -εκτεταμένη έστω- στη σειρά «Succession» του HBO.
Ο Ντιζαρντέν βραβεύτηκε με το Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου 2012, για την ερμηνεία του στην βωβή ταινία «The Artist» του Μισέλ Χαζαναβίσιους, και τώρα εμφανίζεται μαζί με τον Τζορτζ Κλούνεϊ σε διαφημίσεις της Nespresso· ο Κόλιν Φερθ, αποδέκτης της διάκρισης το 2011 για τον ρόλο του Γεώργιου ΣΤ΄στον «Λόγο του Βασιλιά», έκανε σε μεγάλο βαθμό αδιάφορες εμφανίσεις σε ταινίες όπως η πρόσφατη «Αυτοκρατορία του Φωτός» (2022), του Σαμ Μέντες· και ο Ράσελ Κρόου εμφανίζεται στην ταινία τρόμου «The Pope’s Exorcist» (2023) με δαίμονες και εξορκιστές… Και όμως· όλοι αυτοί θα έπρεπε να αναλαμβάνουν αξιοσημείωτους και δυνατούς ρόλους.
Σχεδόν όλοι οι ηθοποιοί, που έχουν τιμηθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες με Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου έχουν δει μια απότομη πτώση στους ρόλους που δέχονται. Ο Μάθιου ΜακΚόναχι μπορεί να εδραίωσε τη λεγόμενη «McConaissance» με το Οσκαρ του για το «Dallas Buyers Club» (2013), αλλά μια δεκαετία αργότερα, οι μεγαλύτερες επιτυχίες του ήταν οι φωνητικοί του ρόλοι στη σειρά ταινιών κινουμένων σχεδίων για παιδιά «Sing», ενώ όσο λιγότερα ειπωθούν για τον συμπρωταγωνιστή του Τζάρεντ Λέτο με το Οσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου και τις εντελώς αμήχανες επιλογές του στη συνέχεια, τόσο το καλύτερο. Ο Κέισι Αφλεκ, στα 42 του, θριάμβευσε με την ερμηνεία του στο «Manchester by the Sea», αλλά το Οσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου 2017 φάνηκε να τον καταδικάζει στη συνέχεια σε μια σειρά από ανεξάρτητες ταινίες παρόμοιου τύπου, καμία από τις οποίες δεν έχει μείνει στη συνείδηση του κοινού.
Ακόμη και ο Γκάρι Ολντμαν, που αυτή τη στιγμή θριαμβεύει στην τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου του Μικ Χέρον «Slow Horses», στον απόηχο του βραβείου του το 2018 για το ρόλο του Ουίνστον Τσόρτσιλ στην «Πιο Σκοτεινή Ωρα» βρέθηκε να γυρίζει αδιάφορα έργα όπως «Η Γυναίκα στο Παράθυρο» (2021) του Τζο Ράιτ.
Τουλάχιστον, όμως, όλοι αυτοί οι ηθοποιοί εργάζονται ακόμη, ενώ ο Κέβιν Σπέισι, βραβευμένος με Οσκαρ για το «American Beauty», έπρεπε να περιμένει τη δίκη του για σεξουαλική παρενόχληση και ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, ο οποίος τιμήθηκε για την παράξενη ερμηνεία του ως Τρούμαν Καπότε το 2005, πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών σε ηλικία 46 ετών.
Ο Αντονι Χόπκινς κέρδισε επάξια το Οσκαρ το 2021 για την συγκλονιστική εμφάνισή του στον «Πατέρα» αλλά στάθηκε αρκετά άτυχος ώστε να τον τρολάρουν εξοργισμένοι θαυμαστές του αείμνηστου Τσάντγουικ Μπόουζμαν, που πίστευαν ότι ο υπερήρωας βασιλιάς Τσάλα του «Black Panther» της Marvel άξιζε περισσότερο για την τελευταία του εμφάνιση στο «Ma Rainey’s Black Bottom». Μάλιστα, ήταν τόσο σίγουρο ότι ο Μπόουζμαν θα κέρδιζε το βραβείο ώστε ο Χόπκινς δεν ήταν καν παρών στην τελετή, αναγκάζοντας τον ντροπιασμένο οικοδεσπότη Χοακίν Φίνιξ να ανακοινώσει ότι η Ακαδημία δέχθηκε το βραβείο για λογαριασμό του απόντα νικητή.
Ωστόσο, ακόμη και στις περιπτώσεις επιτυχημένων ηθοποιών, που κέρδισαν το Οσκαρ και συνέχισαν την καριέρα τους με υψηλού επιπέδου ρόλους όπως πριν –οι Λεονάρντο Ντι Κάπριο και Εντι Ρέντμεϊν αυτού του κόσμου– υπάρχουν διάφορες ανάλογες αμήχανες στιγμές, στις οποίες εκτίθεται κάθε διάσημος ηθοποιός, είτε είναι ο Ντι Κάπριο όταν ανακρίνεται από το FBI για την εμπλοκή του με τον φυγόδικο χρηματιστή της Μαλαισίας Τζο Λόου είτε ο πρωταγωνιστής της σειράς «Fantastic Beasts» Εντι Ρεντμέιν όταν επικρίνεται για τις απόψεις του υπέρ της Τζ. Κ. Ρόουλινγκ από τότε που άρχισε να μιλάει απαξιωτικά για τα διεμφυλικά άτομα.
Αυτά τα ζητήματα, σημειώνει στην Telegraph ο Λάρμαν, δεν σχετίζονται με το ότι είναι ηθοποιοί που έχουν βραβευτεί με Οσκαρ, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για κάποιο διάστημα το βραβείο δίνει σε οποιονδήποτε αποδέκτη του ένα υψηλότερο προφίλ, και μαζί με αυτό τον αναπόφευκτο έλεγχο που ένας ερμηνευτής χαμηλότερου προφίλ μπορεί να ήλπιζε ότι θα αποφύγει. Ο Τζουντ Λο, υποψήφιος για Οσκαρ για τον ρόλο του Ινμαν στην «Επιστροφή στο Cold Mountain» (2003), αλλά όχι νικητής, δεν έχει υποστεί ανάλογη κριτική με τον συμπρωταγωνιστή του στα «Fantastic Beasts» όταν εξέφρασε τη γνώμη του για τις δηλώσεις της Ρόουλινγκ.
Φυσικά, υπάρχουν και αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα όταν κερδίζεις ένα Οσκαρ. Υποδηλώνει φήμη και περιουσία και επιτρέπει στον παραλήπτη του να επιλέξει τους καλύτερους ρόλους, τουλάχιστον για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Μερικές φορές, άλλωστε, μπορεί να του δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία: Ο Φ. Μάρεϊ Αμπρααμ κέρδισε το 1984 το Οσκαρ χάρη στην ερμηνεία του Σαλιέρι στο «Amadeus», για να δει στη συνέχεια την καριέρα του να ατονεί, εν μέσω φήμων ότι ήταν εντελώς αδύνατο να συνεργαστεί κανείς μαζί του. Οπως παραδέχτηκε ο ίδιος: «Εγινα αλαζόνας, έγινα πολύ απαιτητικός, νόμιζα ότι ήμουν πολύ σπουδαίος».
Εκτοτε, όμως, έκανε μια νέα και εξαιρετικά επιτυχημένη αρχή ως καρατερίστας, εμφανιζόμενος πιο πρόσφατα στις σειρές «Homeland» και «The White Lotus», και δεν έχει μετανιώσει για το βραβείο του. «Το Οσκαρ είναι το πιο σημαντικό γεγονός της καριέρας μου», δήλωσε ο Μάρεϊ, «Εχω δειπνήσει με βασιλιάδες, μοιράστηκα την ίδια δόξα με τα είδωλά μου, [και] έχω κάνει διαλέξεις στο Χάρβαρντ και το Κολούμπια. Αν αυτό είναι κακοτυχία, έχω δύο»…
Οποιος και αν κερδίσει φέτος, ωστόσο, μπορεί να ρίξει μια ματιά στον Τομ Κρουζ, τον τελευταίο αληθινό σταρ του Χόλιγουντ, ο οποίος είναι μεν υποψήφιος για Οσκαρ για την παραγωγή του «Top Gun: Maverick» αλλά όχι για την ερμηνεία του, και να αναρωτηθεί αν το γεγονός ότι δεν κέρδισε ποτέ Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου είχε αρνητικές επιπτώσεις στην καριέρα του. Στην περίπτωσή του, ό,τι λάμπει σίγουρα δεν είναι χρυσός…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News