Εναν και μόνο έναν νικητή στη μέχρι τώρα ενεργειακή σύγκρουση μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας διακρίνει το Politico, καθώς είμαστε ήδη στα μισά του πρώτου χειμώνα από την έναρξή της.
«Οταν, τον Σεπτέμβριο, ο Βλαντίμιρ Πούτιν προειδοποιούσε τους Ευρωπαίους πως θα “ξεπαγιάσουν” εάν η Δύση επιμείνει στις ενεργειακές κυρώσεις της εναντίον της Ρωσίας, ο εκβιασμός της Μόσχας έδειχνε να πηγαίνει σύμφωνα με το σχέδιό της», γράφει ο Τσάρλι Κούπερ.
Η αλήθεια είναι πως οι τιμές του φυσικού αερίου σε όλη την Ευρώπη εκτινάχθηκαν ξαφνικά στα 200 ευρώ ανά μεγαβατώρα, περίπου δέκα φορές ψηλότερα από όσο ήταν κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του 2021, ενώ ο κίνδυνος συνεχών μπλακάουτ φάνταζε υπαρκτός όσο ποτέ άλλοτε, σε πολλές χώρες της Γηραιάς Ηπείρου.
Η στρατηγική του Πούτιν να πλήξει τις ευρωπαϊκές χώρες κλείνοντας τη στρόφιγγα της ροής φυσικού αερίου, έτσι ώστε να τις εξαναγκάσει να άρουν την υποστήριξή τους προς την Ουκρανία, διαφαινόταν άκρως αποτελεσματική.
Τελικά, η τιμή του φυσικού αερίου έπεσε στα 65 ευρώ ανά MW/ώρα: επίσης υψηλή σε σύγκριση με το παρελθόν, αλλά σίγουρα πολύ πιο διαχειρίσιμη από όσο φοβούνταν αρχικά οι Ευρωπαίοι.
Η πτώση της τιμής και η σταθεροποίηση των αποθεμάτων φυσικού αερίου οφείλεται σε δύο παράγοντες. Πρώτον, «στον ανεπάντεχα ήπιο καιρό που επικρατεί», και δεύτερον, «στην επιτυχημένη απεξάρτηση της Ευρώπης, όσον αφορά τις ενεργειακές της ανάγκες, από τη Μόσχα, με ταυτόχρονη στροφή σε άλλες αγορές για εφοδιασμό με υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG)».
Πιο συγκεκριμένα, οι ευρωπαϊκές χώρες αύξησαν τα αποθέματά τους σε LNG, από 83 δισ. κυβικά μέτρα που ήταν το 2021, σε 141 δισ. το 2022, σύμφωνα με το Iνστιτούτο Ενεργεακών Μελετών της Οξφόρδης.
«Αυτή η κίνηση εξισορρόπησε την έλλειψη των 80 δισ. κ.μ. που είχαν πάψει να λαμβάνουν μέσω των ρωσικών αγωγών. Εργα υποδομής για να εξυπηρετηθούν οι νέες εισαγωγές LNG ξεπηδούν σε ολόκληρη τη Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων έξι τερματικών αγωγών που θα είναι λειτουργικοί μέχρι το τέλος του 2023 στη Γερμανία», σημειώνει το politico, προσθέτοντας ότι οι διαθέσιμοι χώροι αποθήκευσης σε ολόκληρη την ήπειρο είναι κατά 82% γεμάτοι, «κάτι που δεν ίσχυε πριν από τέσσερις μήνες, όταν ο Πούτιν εκτόξευε τις απειλές του για “ξεπάγιασμα”».
Την 1η Ιανουαρίου τα ευρωπαϊκά αποθέματα ήταν κατά περίπου 31 δισ. κ.μ. υψηλότερα σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2021, σημειώνει ο Τζακ Σαρπλς, του Ινστιτούτου της Οξφόρδης. «Αυτό σημαίνει πως είμαστε σε πολύ καλή θέση ενόψει της έναρξης της νέας χρονιάς».
Εν τω μεταξύ, η Μόσχα αρχίζει να νιώθει «στο πετσί της» τις συνέπειες των Δυτικών ενεργειακών αντιμέτρων. Σύμφωνα με ανάλυση του Κέντρου Ενεργειακών Ερευνών, εκτιμάται ότι η απαγόρευση εισαγωγών ρωσικού αργού πετρελαίου που έθεσε η ΕΕ, και ο ορισμός πλαφόν στα 60 δολάρια ανά βαρέλι από την GZ κοστίζουν αθροιστικά στη Ρωσία 160 εκατ. δολάρια ημερησίως.
Το 2022 η Μόσχα είχε κέρδη από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου της τάξης των 155 δισ. ευρώ, ωστόσο, με τη διεθνή πτώση των τιμών στα καύσιμα ορυκτά, το ίδιο το Κρεμλίνο εκτιμά ότι το 2023 τα έσοδά του από τη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα θα είναι μειωμένα κατά 23% – μια πρόβλεψη που για πολλούς φαντάζει ιδιαίτερα αισιόδοξη.
«Εχει, λοιπόν, κερδίσει τον ενεργειακό πόλεμο η Ευρώπη;», αναρωτιέται ο αρθρογράφος του politico. «Η λέξη “κερδίσει” είναι μάλλον τολμηρή», απαντά ο Ντίτερ Χελμ, καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στην Οξφόρδη και πρώην ενεργειακός σύμβουλος της Κομισιόν. «Είμαστε ακόμα στις αρχές του χειμώνα και πολλά πράγματα μπορεί να πάνε στραβά. Ωστόσο, η Ευρώπη τα έχει πάει πολύ καλύτερα από όσο ανέμεναν οι περισσότεροι σχολιαστές/αναλυτές».
«Προς το παρόν όλα δείχνουν να βαίνουν καλώς», συμφωνεί αξιωματούχος της ΕΕ τον οποίο το Politico δεν κατονομάζει. «Οι Ρώσοι είχαν ένα και μόνο όπλο για να διεξάγουν ενεργειακό πόλεμο: το φυσικό αέριο. Ενα όπλο ισχυρό, ικανό να προκαλέσει σοβαρό πλήγμα. Αλλά το έχουν ήδη χρησιμοποιήσει».
«Το οπλοστάσιο της ΕΕ διέθετε μεγαλύτερη ποικιλία, καθώς περιελάμβανε την ενίσχυση ανανεώσιμων πηγών, τον εφοδιασμό από άλλους ενεργειακούς παρόχους, αλλά και τη βούληση για αποφασιστικά βήματα προς τη μείωση κατανάλωσης ενέργειας. Από την άλλη, βέβαια, δεν της επιτρέπεται να εφησυχάζει», προσθέτει ο ευρωπαίος διπλωμάτης.
«Το σκόρ είναι Ευρώπη 1, Ρωσία 0», σχολιάζει από την πλευρά του ευρωπαίος υπουργός Ενέργειας, όμως ο αγώνας έχει ακόμα πολύ δρόμο μπροστά του. Εδώ και μήνες, οι ευρωπαίοι ηγέτες προειδοποιούν πως ο επόμενος χειμώνας αναμένεται να είναι πιο δύσκολος από αυτόν που βρίσκεται σε εξέλιξη, ενόψει μιας «σφιχτής» παγκοσμίως αγοράς LNG και της πιθανότητας η Κίνα, ούσα πλέον «ανοιχτή», μετά τα lockdown εξαιτίας της Covid-19, να μπαίνει δυνατά στη διεκδίκηση ενός ούτως ή άλλως περιορισμένου αριθμού ενεργειακών αποθεμάτων.
Αλλωστε, η δυναμική στάση της Ευρώπης τον Ιανουάριο δεν υπήρξε αναίμακτη. Ο βιομηχανικός τομέας μπορεί εν γένει να παίρνει θετικό πρόσημο, όμως ο στενά ενεργειακός έχει δεχτεί ένα σκληρό χτύπημα, με την παραγωγή να σημειώνει τον Νοέμβριο πτώση κατά περίπου 13% μέσα σε έναν χρόνο.
Eπίσης, το συνολικό ποσό που έχουν δαπανήσει οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ως βοήθεια για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης από καταναλωτές και επιχειρήσεις έχει ανέλθει στα 705 δισ. ευρώ και αναμένεται να επιβαρύνει επί χρόνια τους κρατικούς προϋπολογισμούς της ηπείρου.
Βέβαια, ας μην ξεχνάμε πως όλα αυτά εκκινούν από την πολιτική, αλλά και στρατιωτική, στήριξη της Ευρώπης προς την Ουκρανία. Και ως προς αυτό, η Ρωσία απέτυχε παταγωγώς να διασπάσει την ευρωπαϊκή συνοχή: σύμφωνα με αποτελέσματα δημοσκοπικής έρευνας που διεξήγαγε τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο το Ευρωβαρόμετρο, και τα οποία δημοσιοποιήθηκαν την περασμένη εβδομάδα, το 73% των πολιτών της ΕΕ τάσσονται υπέρ του Κιέβου και των κυρώσεων κατά της Μόσχας.
«Πιστεύω πως οι Ευρωπαίοι έχουν επιδείξει μια αξιοπρόσεκτη ομοψυχία», σχολιάζει ο Ντίτερ Χελμ. «Πρόκειται για μια ευρωπαϊκή υπόθεση, χρειάζονται ευρωπαϊκές στρατηγικές, και η ΕΕ επιδεικνύει το αναγκαίο σθένος».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News