Το «κεραμίδι στο κεφάλι μας» είναι στο DNA της σύγχρονης ελληνικής κουλτούρας. Με μεγάλη ένταση από το 1970 και μετά, στα χρόνια της μεγάλης αστικοποίησης και του σταδιακού boom στην οικονομία, πλούσιοι, μεσαίοι, φτωχοί, με έναν κοινό στόχο πορεύθηκαν: το κεραμίδι, να αφήσουν κάτι στα παιδιά, να μην μένουν στο «νοίκι».
Αρχικά, στα χρόνια της δραχμούλας πολλές οικογένειες, δραχμούλα την δραχμούλα, φασούλι το φασούλι έκαναν το όνειρο πραγματικότητα με στερήσεις και σκληρή δουλειά, άντε και με λίγα δανεικά. Από την δεκαετία του 1990 και μετά όμως, με τα χαμηλά επιτόκια, την ανάπτυξη των εισοδημάτων αλλά και του τραπεζικού ανταγωνισμού, με τα στεγαστικά, καταναλωτικά, επιχειρηματικά κάθε είδους δάνεια να δίνουν και να παίρνουν στις καλές, χρυσές, δεκαετίες, πολυκατοικίες, μεζονέτες, εξοχικά φύτρωναν σαν τα μανιτάρια στα μεγάλα αστικά κέντρα και στην περιφέρεια με τον ίδιο ρυθμό που φούσκωνε όμως και το ιδιωτικό χρέος επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Η «υπερχρέωσις των νοικοκυριών» αλλά και των επιχειρήσεων – από την ΕΒΓΑ της γειτονιάς μέχρι τις μεγάλες εταιρείες – από κάποιο σημείο και μετά ήταν πάγια προειδοποίηση όσων έβλεπαν λίγο πιο μακριά ακόμη και κατά την διάρκεια των καλών εποχών. Εκείνη όμως, η υπερχρέωση, κάλπαζε ακάθεκτη και από πλευράς προσφοράς και από πλευράς ζήτησης, ακόμη και όταν στην άλλη γωνιά του πλανήτη «σκάει» το σκάνδαλο της Lehman Brothers και ξεκινά ο χρόνος να μετρά αντίστροφα για την ελληνική κρίση χρέους.
Η μεγάλη αυτή ανατροπή ξεκίνησε ως δημοσιονομική κρίση λόγω του υψηλού δημοσίου χρέους και των διδύμων ελλειμμάτων. Εξελίχθηκε όμως εύκολα, σαν την πυρκαγιά στα ξερόκλαδα, σε μια πολυεπίπεδη, συστημική, κρίση που σάρωσε εισοδήματα, επιχειρήσεις και τα σαθρά θεμέλια μιας ανάπτυξης που στηρίχθηκε για χρόνια σε δανεικά. Κάνοντας, στο τέλος της ημέρας, το ιδιωτικό χρέος θηλιά στο λαιμό εκατοντάδων δανειοληπτών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, και τη διαχείριση του προβλήματος θηλιά στα κόμματα εξουσίας που κλήθηκαν και καλούνται να διαχειριστούν ένα καυτό πολιτικό θέμα. Οι εικόνες από τις εξώσεις οικογενειών στην Ισπανία δεν θα μπορούσαν παρά να αποτελούν τον εφιάλτη της κάθε κυβέρνησης αλλά και του εγχώριου τραπεζικού συστήματος καθώς καμία υγιής επιχείρηση δεν θέλει να έχει την κοινή γνώμη απέναντι.
Το πρόβλημα όμως παρέμενε πρόβλημα, καθώς συμφωνίες που στα καλά χρόνια ήταν συμφέρουσες και για τις δύο πλευρές, τράπεζες και δανειολήπτες, στα δύσκολα χρόνια έγιναν από δύσκολες έως εντελώς προβληματικές.
Όχι για όλους βέβαια.
Δεν είναι λίγοι, για την ακρίβεια μάλλον είναι αρκετοί, οι στρατηγικοί κακοπληρωτές, ένας στους πέντε δανειολήπτες, εκείνοι που κρύφτηκαν πίσω από το πραγματικό πρόβλημα χιλιάδων άλλων νοικοκυριών και επιχειρήσεων και σταμάτησαν να πληρώνουν επενδύοντας σε υποσχέσεις για Σεισάχθειες, με συνθήματα «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη». Στάση που προκλήθηκε και εκκολάφτηκε από συγκεκριμένες ομάδες που είχαν και ταυτότητα και πολιτική ιστορία.
Η ύπαρξη βέβαια των στρατηγικών κακοπληρωτών δεν περιορίζει το πραγματικό πρόβλημα που όντως αντιμετωπίζουν πολλοί συμπολίτες μας, που όχι μόνο κτυπήθηκαν από την δεκαετή κρίση χρέους, αλλά βλέπουν σήμερα την δεύτερη κρίση, την πανδημική, να έρχεται και να πέφτει ως ταφόπλακα στις προσδοκίες για μια γρήγορη οικονομική ανάκαμψη. Είναι βέβαιο όμως πως η υπόθαλψη τους, με πολυεπίπεδη ανοχή, έχει δυσχεράνει σημαντικά την θέση των πραγματικά αδύναμων σήμερα.
Ολη αυτή η κατάσταση έχει αποτελέσει για μια ακόμη φορά πεδίο σφοδρής πολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή τον νέο Πτωχευτικό Κώδικα που προωθεί, ως μόνιμη πλέον πλατφόρμα, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Το πέρασμα του Νόμου Κατσέλη στην ιστορία, μια προδιαγεγραμμένη πορεία ενός νόμου που στήθηκε σε μια συγκεκριμένη περίοδο αλλά που όλοι γνώριζαν πως είχε ημερομηνία λήξης, και η έλευση του νέου Πτωχευτικού Πλαισίου, ενός μόνιμου μηχανισμού που δεν έχει συγκεκριμένη διάρκεια ή προθεσμία λήξης, σηματοδοτεί μια τεράστια αλλαγή σε αυτό που λέμε διαδικασία πτώχευσης, καθώς πλέον θεσμοθετείται και η πτώχευση ιδιωτών, ολική διαγραφή οφειλών υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις μεταξύ αυτών την πλήρη εκποίηση περιουσίας, αλλά και ως προς το πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας.
Σε τρία χρόνια, εάν πράγματι πληροίς τις προϋποθέσεις πτώχευσης, όχι εικονικής, μπορείς να έχεις τη δεύτερη ευκαιρία εκκίνησης ως επαγγελματίας.
Από την πλευρά της κυβέρνησης μπορεί να κρατήσει κάποιος τις δηλώσεις που έκανε ο υπουργός Οικονομικών στην Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής. Ο Χρ. Σταϊκούρας που θεωρεί ότι το νέο πλαίσιο είναι ένα σημαντικό μεταρρυθμιστικό εργαλείο για την διαχείριση του ιδιωτικού χρέους της χώρας που ανέρχεται σε 234 δισ. ευρώ και διαθέτει διαφάνεια, έτσι ώστε να εντοπίζονται οι στρατηγικοί κακοπληρωτές, μέσω της άρσης τραπεζικού και φορολογικού απορρήτου και της διενέργειας ειδικών ελέγχων. Δεν επιτρέπει με λίγα λόγια να έχει κάποιος φουσκωμένες τραπεζικές καταθέσεις όσες τουλάχιστον το ληξιπρόθεσμο χρέος του και να την γλιτώνει. Δίνει επίσης, σύμφωνα με την κυβέρνηση, την δυνατότητα σε όλους όσους αντιμετωπίζουν οικονομική δυσκολία ή αδυναμία να λάβουν μια λύση για τη ρύθμιση των οφειλών τους, χωρίς να εισάγει κριτήρια αποκλεισμού και έχει συγκεκριμένες, ηλεκτρονικές και γρήγορες διαδικασίες, που αποτρέπουν τις καθυστερήσεις και τις καταχρήσεις, μέσω περιττών δικαστικών προσφυγών.
Το υπουργείο υπογραμμίζει επίσης την σημασία της δυνατότητας εξωδικαστικού μηχανισμού με αποπληρωμή σε έως 240 δόσεις για χρέη προς τράπεζες, διαχειριστές δανείων και Δημόσιο, για φυσικά και νομικά πρόσωπα. Όπως αναφέρεται στην σχετική ανακοίνωση: «Ο οφειλέτης, εφόσον αποπληρώσει τα χρέη του σε έως 20 έτη, διασώζει ολόκληρη την περιουσία του και όχι μόνο την πρώτη κατοικία και προστατεύει τους τραπεζικούς λογαριασμούς, τον μισθό την σύνταξη και εν γένει τα εισοδήματα του».
Ταυτόχρονα παρέχεται κρατική επιδότηση στα δάνεια πρώτης κατοικίας των ευάλωτων νοικοκυριών για πέντε χρόνια. Επισημαίνεται παράλληλα πως, ειδικά για την προστασία της πρώτης κατοικίας των ευάλωτων νοικοκυριών με ισχυρή ή πλήρη αδυναμία, προβλέπεται η σύσταση ιδιωτικού φορέα που θα αγοράζει την πρώτη κατοικία των ευάλωτων νοικοκυριών και στην συνέχεια θα υποχρεούται να τους την μισθώνει, ενώ ο φορέας υποχρεούται να επαναπωλήσει το ακίνητο σε τιμές αγοράς εφόσον το νοικοκυριό ανακάμψει οικονομικά εντός 12 ετών.
Κεντρικό στοιχείο στο νέο πλαίσιο αποτελεί η πλήρης διαγραφή όλων των χρεών σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα εφόσον ρευστοποιείται το σύνολο της περιουσίας. Η διαγραφή γίνεται σε ένα χρόνο από την έκδοση δικαστικής απόφασης εφόσον ο οφειλέτης απώλεσε περιουσία. Εάν δεν απώλεσε περιουσία η απαλλαγή έρχεται μετά από τρία χρόνια και, επιπρόσθετα, καλείται να πληρώνει το ποσό που μένει μετά την κάλυψη των εύλογων δαπανών διαβίωσης όπως καθορίζονται από την ΕΛΣΤΑΤ (περίπου 600 ευρώ κατ’ άτομο). Σημαντικό επίσης είναι ότι οι κατασχέσεις και οι ρευστοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων ολοκληρώνονται ενώ τρέχουν οι δικαστικές διαδικασίες και όχι μετά από 10 ή 20 χρόνια.
Από την πλευρά της Αντιπολίτευσης τα πυρά είναι καταιγιστικά: Ταφόπλακα στην προστασία της πρώτης κατοικίας, εφιαλτικό μέλλον για τα ελληνικά νοικοκυριά αφού η πτώχευση θα αφορά εκποίηση του συνόλου της περιουσίας τους και καμία προστασία για τους ευάλωτους αφού η μόνη δυνατότητα που δίνει ο νέος πτωχευτικός είναι να γίνουν ενοικιαστές στα σπίτια τους και να πληρώνουν ενοίκιο σε έναν φορέα (Fund). Αν ο δανειολήπτης μετά από 12 χρόνια (δεν είναι και λίγα βέβαια από οικονομικής άποψης) που πληρώνει ενοίκιο, θελήσει να ξαναγοράσει το (πρώην) σπίτι του θα πρέπει να πληρώσει την εμπορική αξία του ακινήτου χωρίς να αφαιρείται το τίμημα των ενοικίων που κατέβαλε ούτε ότι είχε πληρώσει στο αρχικό δάνειο. Η κυβέρνηση όχι απλά δεν δίνει δεύτερη ευκαιρία, λέει η Αντιπολίτευση, αλλά προβλέπει ότι κάθε εισόδημα που έχει ένας πολίτης και υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης θα κατάσχεται και θα χρησιμοποιείται για ικανοποίηση των τραπεζών. Δηλαδή και μισθοί και συντάξεις που μέχρι τώρα ήταν ακατάσχετες.
Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Ούτε η κατάσταση είναι τόσο ρόδινη, διάφανη και άσπιλη όσο την παρουσιάζει η κυβέρνηση, ούτε τόσο μαύρη όσο την εμφανίζει η αξιωματική Αντιπολίτευση, η οποία επίσης σιγά – σιγά και σιωπηρά άφηνε να ξηλώνεται το πουλόβερ της προστασίας της πρώτης κατοικίας και επί των ημερών της.
Ευθύνες υπάρχουν; Υπάρχουν και είναι συλλογικές.
Από τον μικρό και τον μικρομεσαίο που κυνήγησε το όνειρο του να ζήσει ο ίδιος σε τρίπατη μεζονέτα όπως ο διευθυντής του γιατί μπορούσε να δανειστεί, μέχρι την επιχείρηση που μάζευε δάνεια χωρίς να γίνεται ανταγωνιστική, τον άκρατο τραπεζικό ανταγωνισμό και τις αθρόες πιστοδοτήσεις στους παλιούς καιρούς, τους εποπτικούς φορείς που έβλεπαν κάποιες εποχές ακόμη και «διακοποδάνεια» ή δάνεια για τις γιορτές του Πάσχα να περνούν και φυσικά τις κυβερνήσεις….
Ολοι όσοι κυβέρνησαν τα τελευταία χρόνια ήθελαν διακαώς να κλωτσήσουν το τενεκεδάκι κάτω στο δρόμο. Κάποια στιγμή όμως, και αυτό το γνώριζαν, η ώρα του λογαριασμού θα ερχόταν.
Με τέτοια μεγέθη ιδιωτικού χρέους, που υπερβαίνουν τον συνολικό, ετήσιο παραγόμενο πλούτο της χώρας, με μια δεκαετή κρίση στην πλάτη, πληγωμένο το επιχειρηματικό και το τραπεζικό σύστημα, με την μεγάλη καθυστέρηση όλα αυτά τα χρόνια να δοθούν εγκαίρως λύσεις και να μην κρύβουμε τα προβλήματα κάτω από το χαλάκι (παρέα με πλούσιους στρατηγικούς κακοπληρωτές και εταιρείες – ζόμπι) και κυρίως με τον λαϊκισμό των μνημονιακών ετών να σαρώνει κόμματα και πολιτικούς, πόσο να τρενάρει κάποιος την ώρα της πληρωμής;
Φθάνει λοιπόν τώρα η ώρα αυτή και είναι δεδομένο ότι το κόστος θα είναι ψηλό για πολύ κόσμο, ειδικά για πολλούς εκπροσώπους της φτωχοποιημένης μεσαίας τάξης.
Θα είναι δε πολύ μεγαλύτερο το κόστος επειδή η ανάκαμψη κτυπήθηκε από την πανδημική κρίση η οποία, με την σειρά της, βρήκε την ελληνική οικονομία να έχει χάσει πολλά πολύτιμα χρόνια μέχρι να αναρρώσει από την κρίση χρέους, σε έναν βαθμό γιατί κανείς – και η σημερινή Αξιωματική Αντιπολίτευση – δεν ήθελε να πιστέψει ότι δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα.
Κάπως έτσι λοιπόν, στο δυστοπικό 2020, τα πράγματα ζορίζουν. Δοκιμάζονται και θα δοκιμαστούν αντοχές πολλών οικογενειών και πολλών επιχειρήσεων. Υπάρχει όμως πια και η δυνατότητα, με πολύ μεγάλο κόστος, να τελειώνει κάποιος με τα χρέη του. Ακόμη και εάν αυτό σημαίνει ότι θα τελειώνει και με το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του. Και ίσως να μην μπορεί κάποιος να δικαιολογήσει το αντίθετο. Τα χρέη δεν σβήνουν χωρίς κάποιος να πληρώσει την ζημιά.
Σηματοδοτείται ίσως όμως και το τέλος της εποχής τού «δικό μας κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας» που συνόδευσε γενιές και γενιές.
Κάτι που όμως που, εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, από κάποιο σημείο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας θα έπρεπε πολλοί να είχαν προβλέψει ότι θα γινόταν αναπόφευκτο. Γιατί οι παλιοί δεν έλεγαν μόνο για το κεραμίδι. Έλεγαν και το «μέχρι εκεί που φτάνει η ποδιά μας».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News