O «Charlemagne» (Καρλομάγνος), όπως υπογράφει ο αρθρογράφος του Economist που σχολιάζει τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη έστρεψε το βλέμμα του στο κίνημα της πετσέτας. Οχι αυτό που άρχισε στην Ελλάδα το 2023 αλλά σε εκείνο της Ιταλίας που από το 2022 έχει λάβει και ευρωπαϊκή διάσταση.
«Στις περισσότερες χώρες, για μια επιτυχημένη εξόρμηση στην παραλία απαιτούνται ελάχιστα περισσότερα από μια ομπρέλα και αντηλιακό (…) Οσοι κατευθύνονται προς την ακτή στην Ιταλία, ωστόσο, θα πρέπει να έχουν μαζί τους και το πορτοφόλι τους. Από το Μπάρι μέχρι τη Βενετία και το Παλέρμο, μεγάλο μέρος των ιταλικών ακτών είναι στην πραγματικότητα η ιδιωτική ιδιοκτησία λίγων τυχερών» σχολιάζει ο Economist. Σαν να μιλάει για την Ελλάδα.
Η ακτογραμμή της Ιταλίας αποτελεί μεν δημόσια περιουσία, ωστόσο η διαχείριση των περισσότερων παραλιών γίνεται μέσω παραχωρήσεων σε ιδιώτες. Ενας σημαντικός αριθμός παραλιών ανατίθεται αυτομάτως στον ίδιο ιδιοκτήτη ξανά και ξανά, χωρίς να προηγηθεί διαγωνιστική διαδικασία, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα φαινομενικά αδιαπέραστο σύστημα οικειοποίησης του δημόσιου χώρου. Σύμφωνα με στοιχεία της περιβαλλοντικής ένωσης Legambiente, ο αριθμός των ιδιωτικών παραλιών έχει διπλασιαστεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες σε 12.166.
Το 2022, πριν την εκλογή της Τζόρτζια Μελόνι, η κυβέρνηση Ντράγκι ετοίμαζε υπό την πίεση των Βρυξελλών ανοικτούς διαγωνισμούς που αφορούσαν τις συμβάσεις παραχώρησης για την εκμετάλλευση των παραλιών. Το γεγονός αυτό προκαλούσε μεγάλη ανησυχία σε οικογένειες που επί δεκαετίες ζούσαν νοικιάζοντας ομπρέλες και ξαπλώστρες σε τουριστικά μέρη και φοβούνταν ότι θα έμεναν χωρίς εισόδημα.
«Οικογένειες που διαθέτουν παραχωρητήρια για τη λειτουργία παραθαλάσσιων εγκαταστάσεων μονοπωλούν την ακτογραμμή με σειρές από ξαπλώστρες και πολύχρωμες ομπρέλες. Το να πληρώνεις το αντίτιμο δύο εισιτηρίων για έναν κινηματογράφο για μια μέρα σκίασης είναι ένα βασικό στοιχείο του ιταλικού καλοκαιριού» εξηγεί ο «Καρλομάγνος».
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί ανοικτούς διαγωνισμούς και επιμένει ότι οι σημερινές παραχωρήσεις ισοδυναμούν με την κατάληψη ενός προσοδοφόρου επιχειρηματικού τομέα από ένα κλειστό επάγγελμα. Τις επιχειρήσεις δηλαδή και τις οικογένειες που εκμεταλλεύονται τις παραλίες. Από τη δεκαετία του 1990 οι ιταλικές αρχές επιτρέπουν στις υπάρχουσες παραχωρήσεις να ανανεώνονται σχεδόν αυτόματα. Ετσι το επάγγελμα αυτό θυμίζει τα ταξί που προστατεύονται από τον ανταγωνισμό.
Οπως σημειώνει η βρετανική επιθεώρηση, οι περισσότερες παραχωρήσεις στα 8.000 χιλιόμετρα ακτών της Ιταλίας ανήκουν σε οικογένειες. Μερικές αφορούν παλιές ψαροκαλύβες άλλες μοιράστηκαν ως βοήθημα σε βετεράνους πολέμου πριν από δεκαετίες: «Τώρα έχουν γίνει μια μεγάλη επιχείρηση. Οι περίπου 12.000 εγκαταστάσεις εισπράττουν πιθανότατα πάνω από 10 δισ. ευρώ ετησίως. Δεδομένου ότι λειτουργούν σε δημόσια γη, ένα μεγάλο κομμάτι από αυτά τα έσοδα θα έπρεπε να καταλήγει στα ταμεία των τοπικών αρχών. Ωστόσο τα ενοίκια που χρεώνονται ανέρχονται σε λίγο περισσότερα από 100 εκατ. ευρώ, ένα ελάχιστο ποσό».
Το ερώτημα που τίθεται είναι τι θα γινόταν αν στους ανοικτούς διαγωνισμούς οι μεγάλοι ξενοδοχειακοί όμιλοι αποφάσιζαν να μπουν δυναμικά στη μπίζνα της εκμετάλλευσης των παραλιών. «Τι θα γινόταν αν οι γερμανικοί ξενοδοχειακοί όμιλοι άρχιζαν να κερδίζουν παραχωρήσεις;» θέτει λίγο πιο προκλητικά (για τους Ιταλούς) το ερώτημα ο Economist.
Ανησυχίες όπως αυτή εξηγούν γιατί οι ιταλικές αρχές δεν κάνουν το χατήρι στις Βρυξέλλες παρότι οι επίσημες επιπλήξεις άρχισαν να έρχονται από την ΕΕ ήδη το 2008, υποστηριζόμενες από αποφάσεις δικαστηρίων της ΕΕ. H πίεση των Βρυξελλών προς την Ιταλία αφορά την έλλειψη διαφάνειας για την παροχή των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης των παραλιών και η παρέμβαση γίνεται για τη διασφάλιση των «συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού» ώστε να μπορεί η κυβέρνηση της χώρας, λένε οι Βρυξέλλες, να αυξήσει τα έσοδά της από τους ιδιώτες που εκμεταλλεύονται τους δημόσιους χώρους.
Η Τζόρτζια Μελόνι ανέτρεψε ωστόσο όσα δρομολογούσε ο Ντράγκι για ανοικτούς διαγωνισμούς και κάποιοι στον συνασπισμό της καταγγέλλουν τους αναγκαστικούς διαγωνισμούς που θέλει η ΕΕ ως απόπειρα «απαλλοτρίωσης». Ο τρόπος για να αναβληθεί η σύγκρουση είναι κατά τον Economist η απαίτηση των Βρυξελλών να πραγματοποιηθεί μια χρονοβόρα χαρτογράφηση της ακτογραμμής της Ιταλίας, η οποία πιστεύουν ότι θα δείξει ότι υπάρχουν αρκετά σημεία που έχουν απομείνει για να εκδώσουν νέες παραχωρήσεις σε νεοεισερχόμενους.
Οι εγκαταστάσεις για τους λουόμενους, ή αλλιώς «stabilimenti balneari», αποτελούν μακρόχρονη παράδοση στην Ιταλία ενώ για μερικούς αποτελούν σύμβολο της μεταπολεμικής οικονομικής αναγέννησης της χώρας και συνώνυμο της «dolce vita». Αλλά αυτή η γλυκιά ζωή συνοδεύεται και από ένα αλμυρό τίμημα: η πρόσβαση στις εγκαταστάσεις κοστίζει κατά μέσο όρο 20-30 ευρώ την ημέρα και μπορεί να φτάσει τα 150 ευρώ για τις πιο «αποκλειστικές» και υψηλού προφίλ εγκαταστάσεις.
Σύμφωνα με το Euronews, το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν οι καταγγελίες ότι οι παραλίες γίνονται όλο και πιο απλησίαστες για τη μέση ιταλική οικογένεια και ότι οι παραχωρησιούχοι ασκούν ασφυκτικό έλεγχο στις ακτές της χώρας: «Καταλαμβάνουν σχεδόν τις μισές από τις παραλίες της Ιταλίας και απομακρύνουν κάθε πιθανότητα ανταγωνισμού. Ακόμα και η εύρεση ξαπλώστρας και ομπρέλας για ενοικίαση μέσα στις ίδιες τις εγκαταστάσεις μπορεί να αποτελέσει πρόκληση, καθώς ολόκληρες σειρές συχνά προορίζονται για τους τακτικούς πελάτες». Μια κατάσταση που θυμίζει πολύ όσα οδήγησαν στο κίνημα της πετσέτας στην Ελλάδα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News