Υπόθεση Λεπέν: Τι να κάνουν οι δικαστές όταν δικάζουν πολιτικούς
Υπόθεση Λεπέν: Τι να κάνουν οι δικαστές όταν δικάζουν πολιτικούς
Μήπως η Δικαιοσύνη αντιδρά υπερβολικά; Αποτελεί η καταδίκη της Μαρίν Λεπέν το νέο σύμπτωμα μιας κρίσης του κράτους δικαίου στην Ευρώπη ή μήπως ήταν απαραίτητη για την εξυγίανσή του; Το ερώτημα θέτει η Corriere della Sera, ενώ με το ίδιο θέμα καταπιάνεται και ο Economist. Το ζήτημα στην προκειμένη περίπτωση είναι η σύγκρουση μεταξύ της πολιτικής και της δικαστικής εξουσίας, το οποίο καθίσταται ολοένα πιο κρίσιμο στο πλαίσιο της πόλωσης που παρατηρείται και στην Ευρώπη.
Οπως αναφέρεται στο ιταλικό δημοσίευμα, στη Γηραιά Ηπειρο εξακολουθεί να ισχύει η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, πατέρας της οποίας υπήρξε ο Μοντεσκιέ, ο οποίος θεωρητικοποίησε την ανωτερότητα του νόμου και την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, που πρέπει να είναι μόνο «la bouche de la loi», δηλαδή «το στόμα του νόμου». Στις θεωρίες του γάλλου φιλοσόφου, όμως, ο ελβετός συνάδελφός του ονόματι Ρουσό αντέτασσε την υπεροχή της «γενικής βούλησης» και κατ’ επέκταση της λαϊκής κυριαρχίας.
Η καταδίκη της Μαρίν Λεπέν επανέφερε την εν λόγω αντίθεση στο προσκήνιο, καθώς πολλά από τα σχόλια και τις αναλύσεις σχετικά με την πολύκροτη υπόθεση εστιάζονται σε αυτό που χαρακτηρίζεται από πολλούς ως παρεμβατικότητα της δικαστικής εξουσίας, η οποία όχι μόνο εφαρμόζοντας αλλά και ερμηνεύοντας τον νόμο, δύναται να επηρεάζει τις πολιτικές εξελίξεις με αποφάσεις που χαρακτηρίζονται ως πολιτικά υποκινούμενες: το κόμμα της Μαρίν Λεπέν, μετά από την καταδίκη της έκανε λόγο για κυνήγι μαγισσών και αδικαιολόγητη ανάμειξη στη δημοκρατία, δεδομένου ότι η ηγέτις της γαλλικής Ακροδεξιάς δεν μπορεί να διεκδικήσει δημόσιο αξίωμα για μία πενταετία.
«Η ηγέτις της Εθνικής Συσπείρωσης και οι λαϊκιστές σύμμαχοί της έβαλαν κατά της απόφασης [χαρακτηρίζοντας την] ως πολιτική σκευωρία» διαβάζουμε και στον Εconomist. Ομως σύμφωνα με τους δημοσιογράφους του έγκριτου βρετανικού εντύπου «αυτός ο ισχυρισμός είναι ψευδής και υπονομεύει την πίστη στο κράτος δικαίου. Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι η ετυμηγορία εκδόθηκε εσφαλμένα. Τα στοιχεία είναι υπέρ το δέον επαρκή, ο νόμος είναι σαφής και δεν υπάρχουν σοβαρές καταγγελίες για δικαστική μεροληψία. Η ανεξαρτησία του δικαστηρίου πρέπει να γίνεται σεβαστή».
Από αυτή την άποψη, η στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι από τη δημοφιλή γαλλίδα πολιτικό είναι καθ’ όλα νόμιμη. Ωστόσο υπάρχει ο κίνδυνος να υπονομεύσει τη νομιμότητα των επόμενων προεδρικών εκλογών, κάτι που σίγουρα δεν είναι καλό ούτε για τη Γαλλία ούτε για την Ευρώπη στο σύνολό της. Γι’ αυτό ο Economist υποστηρίζει πως, αν είναι δυνατή η συντόμευση της διάρκειας της ποινής από το εφετείο, τότε αυτό θα πρέπει να γίνει, ώστε να μπορέσει να διεκδικήσει η Μαρίν Λεπέν την προεδρία της Γαλλίας το 2027.
Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων της αρχηγού της Εθνικής Συσπείρωσης εγείρει δύο ερωτήματα. Το πρώτο, όπως το θέτει ο Economist, είναι το εξής: «Σε ποιες συνθήκες πρέπει μια δημοκρατία να αποκλείει έναν υποψήφιο;».
Η συγκεκριμένη ποινή της Λεπέν εδράζεται εν μέρει σε έναν αυστηρό νόμο που ψηφίστηκε το 2016, ως αντίδοτο στη μακροχρόνια επιείκεια που επιδεικνυόταν απέναντι σε διεφθαρμένους πολιτικούς, περιλαμβανομένου του Ζακ Σιράκ, δηλαδή ενός πρώην πρόεδρου της Γαλλίας. Ο συγκεκριμένος νόμος πρακτικά επιτρέπει την άμεση στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι. Η Λεπέν και το κόμμα της είχαν ταχθεί υπέρ της μεταρρύθμισης, οπότε είναι τουλάχιστον αξιοσημείωτο, αν όχι ακριβώς μεμπτό, δεδομένων των εξαιρετικών περιστάσεων, να υποστηρίζουν σήμερα ότι η επιβολή των κατά τον νόμο προβλεπόμενων ποινών στο άτομό της αποτελεί επίθεση στη δημοκρατία.
Οι περισσότερες χώρες έχουν νόμους που επιτρέπουν τον αποκλεισμό υποψηφίων από τις εκλογικές διαδικασίες, αλλά μόνο σε περιπτώσεις σοβαρών επιθέσεων κατά της δημοκρατίας. Μετά από την επανάσταση του Μαϊντάν, για παράδειγμα, η Ουκρανία στέρησε τα πολιτικά δικαιώματα από τους αξιωματούχους της διεφθαρμένης και υποστηριζόμενης από τη Μόσχα κυβέρνησης του Βίκτορ Γιανουκόβιτς, όπως τα είχε στερήσει, μετά από τον εμφύλιο πόλεμό η Αμερική από όλους όσοι συμμετείχαν στην εξέγερση, μετά από την εκλογή του Αβραάμ Λίνκολν στην προεδρία των ΗΠΑ το 1860. Τα πολιτικά του δικαιώματα απώλεσε και ο πρώην πρόεδρος της Βραζιλίας Ζαΐρ Μπολσονάρο επειδή αμφισβήτησε αναίτια την εγκυρότητα της εκλογικής διαδικασίας μέσω της οποίας έχασε την προεδρία το 2022.
Τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε η Μαρίν Λεπέν είναι μεν σοβαρά, αλλά σίγουρα όχι της ίδιας τάξης. Οπότε η σκληρή ποινή που της επιβλήθηκε «περιορίζει τις επιλογές των πολιτών, που είναι σε θέση να κρίνουν μόνοι τους ποιος πρέπει να λάβει την ψήφο τους. Δημιουργώντας έναν μηχανισμό που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υποστηρίζεται και από πολιτικούς, ο νόμος ευνοεί το να γίνεται λόγος για συνωμοσία, ειδικά αν ο αποκλεισμένος πολιτικός ανήκει σε ένα κόμμα, πυλώνα του οποίου αποτελεί μια καχυποψία για τις ελίτ» σχολιάζει ο Economist.
Το δεύτερο ερώτημα που εγείρει η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων από τη Μαρίν Λεπέν αφορά τη σχέση της πολιτικής με τη δικαστική εξουσία. Καταρχήν, το κράτος δικαίου απαιτεί οι πολιτικοί να αντιμετωπίζονται όπως όλοι οι άλλοι πολίτες. Οταν ένα δικαστήριο καλείται να αποφανθεί για την ενοχή κάποιου, τα πράγματα είναι απλά. Οσον αφορά τις ποινές, όμως, ο Economist χαρακτηρίζει λανθασμένη την ιδέα ότι κατά την επιβολή τους δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι όποιες συνέπειες στην πολιτική ή/και στη διακυβέρνηση. «Τα δικαστήρια πρέπει να σταθμίζουν –και το κάνουν– μια σειρά παραγόντων, όπως ο αντίκτυπος [των ποινών] στη νομιμότητα των θεσμών, συμπεριλαμβανομένων των εκλογών» συνοψίζουν οι Βρετανοί.
Επί τούτου θυμίζουν ότι τον περασμένο Ιανουάριο στη Νέα Υόρκη δεν επιβλήθηκε τελικά καμία ποινή στον Ντόναλντ Τραμπ για τα αδικήματα για τα οποία είχε καταδικαστεί, επειδή κρίθηκε πως ο αμερικανικός λαός είχε το δικαίωμα να έχει έναν (ήδη εκλεγμένο) πρόεδρο χωρίς ποινικά βάρη στους ώμους του. Στην περίπτωση της Λεπέν η γαλλική Δικαιοσύνη έγειρε προς την αντίθετη πλευρά, επιβάλλοντάς της την αυστηρότερη των ποινών, λόγω της πιθανής ζημιάς που θα μπορούσε να προκαλέσει στους θεσμούς.
Ωστόσο, όταν τα δικαστήρια επιβάλλουν σε πολιτικούς τις πλέον αυστηρές ποινές που προβλέπονται, υπάρχει ο κίνδυνος να κατηγορηθούν –και τα δικαστήρια και οι όποιοι νόμοι– για μεροληψία και κομματικοποίηση. Μια δημοσκόπηση που διενεργήθηκε μετά την καταδίκη της Μαρίν Λεπέν αποκάλυψε ότι μόλις το 54% των Γάλλων πίστευε ότι αντιμετωπίστηκε όπως οποιοσδήποτε άλλος κατηγορούμενος, ποσοστό που σίγουρα δεν συνιστά ψήφο εμπιστοσύνης στη δικαστική ανεξαρτησία και αμεροληψία. Μεταξύ των ψηφοφόρων της Εθνικής Συσπείρωσης το 89% πιστεύει ότι της επιβλήθηκαν οι συγκεκριμένες ποινές για αμιγώς πολιτικούς λόγους.
Οι υποστηρικτές της ποινής του δικαστηρίου θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι για τη δυσπιστία προς τη δικαστική εξουσία της Γαλλίας φταίει κυρίως η ίδια η Λεπέν και το κόμμα της, δεδομένου ότι επί δεκαετίες υποστήριζαν, με συνωμοσιολογική χροιά, ότι η Γαλλία κυβερνάται από μια ελίτ που εκμεταλλεύεται τον έλεγχο των θεσμών, κυρίως για να εξυπηρετεί τα συμφέροντά της, αλλά και για να κρατάει την Εθνική Συσπείρωση και την ηγέτιδά της μακριά από την εξουσία.
Ωστόσο η Μαρίν Λεπέν έλαβε μηνύματα υποστήριξης όχι μόνο από επιφανείς εκπροσώπους της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς (ο ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπαν έγραψε στο Χ «Je suis Marine»), αλλά και από τη γαλλική Ακροαριστερά, με τον Ζαν-Λικ Μελανσόν, ηγέτη της Ανυπότακτης Γαλλίας, να δηλώνει πως ο λαός πρέπει να αποφασίζει για τη μοίρα των εκλεγμένων πολιτικών.
Επί αυτού ο Γιώργος Σαμαράς, επίκουρος καθηγητής Δημόσιας Πολιτικής στο King’s College του Λονδίνου, προειδοποιεί σε άρθρο του στον Guardian πως, αναπαράγοντας επιχειρήματα που χρησιμοποιεί η Λεπέν κατά της δικαστικής απόφασης και της ποινής που της επιβλήθηκε, η γαλλική Αριστερά πρακτικά αυξάνει τις πιθανότητες επικράτησης της Εθνικής Συσπείρωσης στις επόμενες προεδρικές εκλογές (είτε με τη Λεπέν υποψήφια, είτε με τον Ζορντάν Μπαρντελά), υπονομεύοντας συγχρόνως τις δικές της.
Σύμφωνα με τον έλληνα πολιτικό επιστήμονα, η Αριστερά «πρέπει να υπερασπίζεται την αξιοπρέπεια σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς για τη δημοκρατία. Η υπεράσπιση [της Λεπέν] δεν επιδέχεται υπεράσπιση. Τα δικαστήρια υπάρχουν για να αποδίδουν δικαιοσύνη και κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου».
Πάντως, κατά τον Economist, η Μαρίν Λεπέν θα πρέπει να είναι σε θέση να είναι υποψήφια το 2027. Για την εκδίκαση της έφεσής της θα χρειάζονταν έως και δύο χρόνια, αλλά το εφετείο δήλωσε, «σοφά» σύμφωνα με το βρετανικό έντυπο, ότι η όποια απόφαση θα έχει εκδοθεί έως το καλοκαίρι του 2026. Οι Βρετανοί θεωρούν πως το δικαστήριο θα πρέπει να συντομεύσει τη διάρκεια της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων της (σε άλλους κατηγορούμενους επιβλήθηκε μεν η ίδια ποινή, αλλά για μόλις ένα έτος), επιτρέποντάς της να επιστρέψει στην κούρσα για το Ελιζέ.
Σε κάθε περίπτωση, τα επόμενα χρόνια θα είναι δύσκολα για τη Μαρίν Λεπέν, καθώς καταδικάστηκε επίσης σε φυλάκιση τεσσάρων ετών (δύο σε κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονικό βραχιολάκι και δύο με αναστολή), ενώ της επιβλήθηκε και βαρύ πρόστιμο. «Αυτό φαίνεται σωστό: ο στόχος πρέπει να είναι η τιμωρία του δράστη, χωρίς να τιμωρείται και η γαλλική δημοκρατία» κρίνει ο Economist.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
Γράψτε σχόλιο στο: Υπόθεση Λεπέν: Τι να κάνουν οι δικαστές όταν δικάζουν πολιτικούς
Παρακαλούμε, εισάγετε σχόλια μόνο σχετικά με το θέμα. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή με περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με τις οδηγίες και τους όρους χρήσης του protagon.gr δεν θα δημοσιεύονται.Το email σας δεν θα εμφανίζεται.