Είναι γνωστό ότι όλοι σχεδόν οι μεγάλοι και γνωστοί οίκοι μόδας επεδίωκαν πάντα τα περισσότερα μοντέλα τους να φορούν το «μέγεθος μηδέν», όσο κι αν πόνταραν – πολλές φορές και για επικοινωνιακούς λόγους – στα plus-size μοντέλα. Στις πασαρέλες είναι κάτι παραπάνω από μία κοινή εικόνα και πάλι, τα μοντέλα με προεξέχουσες κλείδες, ζυγωματικά ρουφηγμένα προς τα μέσα και αδύνατα πόδια. Γιατί, όμως το heroin chic είχε πάντα μία θέση στα catwalk ;
Καταρχάς, ο όρος “ heroin chic” επινοήθηκε και διαδόθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Εξύψωνε τα σκελετωμένα σώματα, το χλωμό σαν πανί δέρμα, συχνά με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, σε συνδυασμό με ανδρόγυνα και απεριποίητα μαλλιά (και θύμιζε χρήστες ναρκωτικών)
Η ονομασία “heroin chic” υιοθετήθηκε ως τάση την εποχή εκείνη και την είχε χρησιμοποιήσει μέχρι και ο τότε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Μπιλ Κλίντον. Τα σούπερ-μόντελ εκείνης της εποχής, Κέιτ Μος και Τζία Καράντζι που σάρωναν τις πασαρέλες και πρωταγωνιστούσαν στις περισσότερες φωτογραφίσεις στα περιοδικά των όχι και τόσο μακρινών 90’s, ήταν οι πρώτες που συνδέθηκαν άμεσα με αυτήν την τάση, λόγω της εμφάνισής τους. Η Kέιτ Μος, εκείνη την περίοδο μάλιστα, δήλωνε “Νοthing tastes as good as skinny feels”, ότι δηλαδή τίποτα δεν συγκρίνεται με την αίσθηση του να είσαι αδύνατος/η.
To αποτέλεσμα ήταν η τάση αυτή να δημιουργήσει άρρωστα πρότυπα ομορφιάς και μαζί με αυτά πλήθος διατροφικών διαταραχών. Οχι μόνο για τα άτομα της βιομηχανίας της μόδας αλλά και για τα απλά κορίτσια που αγόραζαν τα περιοδικά και έβλεπαν τα σκελετωμένα κορμιά στην τηλεόραση, θεωρώντας τα ιδανικά και προσπαθώντας, στην πορεία, να τους μοιάσουν.
Ταυτόχρονα, η τάση στιγμάτισε όχι μόνο τα πολύ αδύνατα μοντέλα και τις γυναίκες, οι οποίες είχαν από τη φύση τους τέτοιο σωματότυπο, αλλά και όλους τους χρήστες ναρκωτικών ουσιών, οι οποίοι πάλευαν με τις εξαρτήσεις. Σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Ενωσης Νευρικής Ανορεξίας και Συναφών Διαταραχών, οι διατροφικές διαταραχές επηρεάζουν τουλάχιστον το 9% του πληθυσμού παγκοσμίως και λιγότερο από το 6% των ατόμων με διατροφικές διαταραχές διαγιγνώσκονται ιατρικά, ως “λιποβαρή”. Οι διατροφικές διαταραχές συγκαταλέγονται στις πιο θανατηφόρες ψυχικές ασθένειες, δεύτερες μετά την υπερβολική δόση οπιοειδών, με 10.200 θανάτους κάθε χρόνο – δηλαδή ένας θάνατος κάθε 52 λεπτά.
Το 1997, ο θάνατος του 19χρονου τότε, φωτογράφου μόδας, Ντέιβιντ Σορέντι, παρά το γεγονός ότι τελικά δεν αποδόθηκε στην υπερβολική χρήση ηρωίνης, ήταν αυτός που έδωσε τέλος στην τάση. Η μητέρα του, μετά τον χαμό του γιού της αλλά και με την αφορμή πολλών ακόμη θανάτων νεαρών ανθρώπων, οι οποίοι εργάζονταν στη βιομηχανία της μόδας, ξεκίνησε εκστρατεία έτσι ώστε τα περιοδικά να σταματήσουν να προβάλλουν τα υπερβολικά αδύνατα πρότυπα και να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Εν έτει 2023, μετά από τόσες προσπάθειες για την προώθηση μιας υγιούς εικόνας και την αποδοχή της διαφορετικότητας, αυτή η “τάση” κάνει το χειρότερο πισωγύρισμα. Η τάση ανακυκλώθηκε και ξαναγύρισε κυρίως μέσα από το Tik Tok, το Instagram και λιγότερο από τα υπόλοιπα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με τις διασημότητες με τις άλλοτε πληθωρικές φιγούρες να αφαιρούν ό, τι λίπος είχαν προσθέσει, επειδή οι χυμώδεις σιλουέτες ήταν πιο in, τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με άρθρο στη βρετανική Telegraph, τους τελευταίους μήνες ολοένα και περισσότερα μοντέλα που εμφανίζονται στα σόου των μεγάλων οίκων μόδας μοιάζουν να λιμοκτονούν, με τα μάγουλα από τα πρόσωπά τους να έχουν εξαφανιστεί και να έχουν δώσει τη θέση τους σε κενά και κόκαλα που προεξέχουν. Μετά το σόου του Gucci στο Μιλάνο την περασμένη Παρασκευή, η Λίσα Αρμστρονγκ, επικεφαλής των ρεπόρτερ μόδας στην Telegraph κατηγόρησε τον διάσημο οίκο ότι προσπαθεί να «δημιουργήσει ένα φετίχ, με το λουκ των αδύνατων και απελπισμένων εργαζόμενων του σεξ για σύγχρονους πελάτες.»
Νωρίτερα αυτή τη σεζόν, κατά τη διάρκεια της Εβδομάδας Μόδας της Νέας Υόρκης, η κριτικός των New York Times, Βανέσα Φρίντμαν, έγραψε στο Twitter ότι παρακολουθώντας το σόου του σχεδιαστή Jason Wu «η προσοχή της αποσπάστηκε από την υπερβολικά σκελετωμένη εικόνα πολλών εκ των μοντέλων που περπάτησαν στο συγκεκριμένο catwalk», προσθέτοντας αργότερα ότι ο Wu δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο μοναδικός σχεδιαστής που προτίμησε τα υπερβολικά αδύνατα μοντέλα για το σόου του.
Η ομάδα «Including the Curve», η οποία παρακολουθεί πόσα μοντέλα plus-size συμμετέχουν κάθε σεζόν στις εβδομάδες μόδας, έχει μέχρι στιγμής διαπιστώσει ότι κατά τη διάρκεια της Εβδομάδας Μόδας του Λονδίνου, μόλις 71 θέσεις εργασίας από τις συνολικά 2.640 καλύφθηκαν με plus-size μοντέλα. Παράλληλα, η επιστροφή της μίνι φούστας, μπορεί να είναι μια τάση που διχάζει, ωστόσο η επιστροφή των εξαιρετικά αδύνατων μοντέλων, τα οποία φορούν μίνι φούστα μεγέθους μηδέν, είναι κάτι που κανείς δεν θέλει να ξαναδεί να κυριαρχεί στην πασαρέλα. Κι αυτό γιατί, τη δεκαετία του 1990, η τάση του “heroin chic” μπορεί να ήταν η κυρίαρχη αισθητική, αλλά τα αδύνατα μοντέλα φαίνονταν και άρρωστα και αδιάφορα.
«Ανατρίχιασα στην κυριολεξία», λέει στην Telegraph, μία βρετανίδα στυλίστρια που έτυχε να καθίσει πολύ κοντά σε ένα από τα πολύ αδύνατα μοντέλα, στο σόου του Balenciaga στο Παρίσι τον περασμένο Οκτώβριο του 2022. «Από κοντά, μου ήταν αδύνατο να μην προσέξω πόσο αδύνατη ήταν και να κρατήσω τα μάτια μου μακριά από το σκελετωμένο κορμί της», λέει. Γιατί, όμως, τα πολύ αδύνατα μοντέλα επανήλθαν τώρα στην επιφάνεια; Μια θεωρία είναι ότι η πανδημία και η συνακόλουθη οικονομική ύφεση έχουν αναγκάσει ορισμένους οίκους μόδας να προσαρμόσουν επιθετικά τις πωλήσεις τους, χρησιμοποιώντας γνωστές και δοκιμασμένες μεθόδους που στο παρελθόν είχαν κριθεί επιτυχημένες. Μια άλλη θεωρία είναι ότι το πρόβλημα δεν εξαφανίστηκε ποτέ: απλώς καλύφθηκε, για κάποιο διάστημα, από μια τάση που επέβαλε στους σχεδιαστές “να ανοίξουν την βεντάλια” στην γκάμα των επιλογών τους, βάζοντας στα σόου τους plus-size αλλά και diverse μοντέλα. Ηταν αυτό που, τελικά, μετατόπισε το ενδιαφέρον από τα ανησυχητικά αδύνατα μοντέλα σε παλαιότερα πρότυπα ομορφιάς, όπως τις γυναίκες με καμπύλες.
Γιατί, όμως η μόδα αγαπούσε τόσο πολύ πάντα το μέγεθος “μηδέν”; «Αυτό δεν μπορεί να εξηγηθεί με κλασικούς τρόπους, παρά μόνο με πρακτικούς”, λένε οι σχεδιαστές. Ενας πρακτικός λόγος είναι ότι τα ρούχα όχι μόνο φαίνονται, αλλά είναι πιο πιθανό, τελικά όντως να εφαρμόζουν και καλύτερα σε πιο λεπτούς ανθρώπους. Αλλος ένας πρακτικός λόγος είναι ότι οι σχεδιαστές πάντα θέλουν να εξοικονομούν κόστος για υφάσματα. Παράλληλα, υπάρχει πάντα η βαθιά ριζωμένη κοινωνική μας εμμονή με τα νιάτα και η αντίληψη του ότι “τίποτε δεν φαίνεται καλύτερο από επίπεδο στήθος και στενούς γοφούς”, όπως θα είχε για παράδειγμα ένα κορίτσι στην εφηβεία.
Τα τελευταία χρόνια, η βιομηχανία της μόδας έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στη διόρθωση της τρομερής φήμης της, που έλεγε ότι, οι σχεδιαστές όσο εναλλακτικοί και προοδευτικοί κι αν ήταν, τελικά έπαιρναν στα κάστινγκ μόνο τα πολύ ψηλά, πολύ αδύνατα και πολύ λευκά μοντέλα, για τις επιδείξεις τους. Μετά τις διαμαρτυρίες των Black Lives Matter του 2020, πολλοί σχεδιαστές κατέβαλαν μια συντονισμένη προσπάθεια να επιλέγουν ολοένα και περισσότερα μοντέλα όλων των φυλών και των εθνικοτήτων στα σόους τους. Σύμφωνα με μια αναφορά του ιστότοπου “The Fashion Spot”, η σεζόν της άνοιξης του 2020 της Εβδομάδας Μόδας της Νέας Υόρκης περιλάμβανε 68 μοντέλα plus-size ή curve, ενώ την προηγούμενη σεζόν τα μοντέλα αυτά ήταν μόνο έξι.
Το ότι το Παρίσι, η γενέτειρα της υψηλής ραπτικής, είναι η πόλη όπου το βάρος των μοντέλων προκαλεί τη μεγαλύτερη έκπληξη, δεν θα ξαφνιάσει όσους γνωρίζουν τη βιομηχανία της μόδας. Ενας βρετανός συντάκτης μόδας δήλωσε: «Τα μοντέλα είναι πάντα αδύνατα στις επιδείξεις του Saint Laurent, αλλά στο πιο πρόσφατο σόου του οίκου, τον περασμένο Σεπτέμβριο, πραγματικά μου έκοψαν την ανάσα με την αδυναμία τους. Ενα μαύρο Saint Laurent φόρεμα, το οποίο επέλεξε η Tζένιφερ Κούλιτζ του “White Lotus” για την τελετή απονομής των βραβείων Screen Actors Guild, όπου το ντεκολτέ της “πρωταγωνιστούσε”, είχε προηγουμένως φορεθεί για τη διαφήμιση του οίκου από ένα υπερβολικά αδύνατο μοντέλο, που πόζαρε σε μία ασπρόμαυρη φωτογραφία, με τις σκιάσεις και το φως επίτηδες επικεντρωμένα στα κόκαλα του λαιμού, του στέρνου και των ζυγωματικών της, έτσι ώστε να τονίζονται περισσότερο.
Με τα χρόνια, αρκετές ιδιωτικές ομάδες, Μ.Κ.Ο. ή γκρουπ επιχείρησαν, αλλά απέτυχαν να ρυθμίσουν τη σχεδόν αποκλειστική επιλογή των εξαιρετικά αδύνατων μοντέλων στις επιδείξεις μόδας. Το 2016, το “Women’s Equality Party” ξεκίνησε μια εκστρατεία, απαιτώντας από τους βρετανούς σχεδιαστές και λιανοπωλητές να σταματήσουν να παράγουν αλλά και να λανσάρουν ρούχα με νούμερο μηδέν, με στόχο την αντιμετώπιση των διατροφικών διαταραχών. Το 2017, η Γαλλία ψήφισε νόμο που απαγόρευε τη χρήση «ασθενικά αδύνατων μοντέλων», απαιτώντας τους να προσκομίσουν πιστοποιητικό γιατρού, το οποίο να πιστοποιεί τη σωματική τους υγεία.
Η νευρική ανορεξία έχει τα υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας, σε σύγκριση με όλες τις υπόλοιπες ψυχικές ασθένειες. «Οι διατροφικές διαταραχές είναι η έκφραση της δυστυχίας και της απέχθειας προς τον εαυτό του, εκ μέρους του πάσχοντα», δηλώνει η δημοσιογράφος μόδας Χάντλεϊ Φρίμαν και συγγραφέας του βιβλίου “Good Girls: A Story and Study of Anorexia”, το οποίο θα κυκλοφορήσει τον ερχόμενο Απρίλιο. Στην περίπτωση της ανορεξίας, τα πρώτα σημάδια ξεκινούν συνήθως κατά τη διάρκεια της εφηβείας, γεγονός που υποδηλώνει ότι είναι μια αντανάκλαση του ακραίου άγχους που νιώθουν πολλά κορίτσια, στη βιασύνη τους να μεγαλώσουν και να γίνουν γυναίκες. «Ολα τα κορίτσια στη Δύση έχουν μεγαλώσει με το μήνυμα ότι αν είναι αδύνατες, μπορούν να είναι και ευτυχισμένες», λέει η Φρίμαν.
Παράλληλα, υπάρχουν πολλές ιστορίες μοντέλων, που είτε τα πρακτορεία τους, τους πρότειναν να χάσουν βάρος, είτε κάποιοι σχεδιαστές δεν τις πήραν για τις επιδείξεις τους, “επειδή ήταν παχιές”, όπως χαρακτηριστικά τους είπαν. Ο “έρωτας” που έτρεφε η μόδα στο παρελθόν για τα υπερβολικά αδύνατα μοντέλα, δεν θα μπορούσε να αναζωπυρωθεί σε χειρότερη στιγμή. Σύμφωνα με την “Beat”, μια Μ.Κ.Ο κατά των διατροφικών διαταραχών, με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, εκτιμάται ότι 1,25 εκατομμύρια άνθρωποι στη χώρα υποφέρουν, αυτή τη στιγμή, από διατροφικές διαταραχές. Μετά την πανδημία, το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Βρετανίας, αλλά και οι φιλανθρωπικές οργανώσεις κατά των διατροφικών διαταραχών αναφέρουν ότι δέχονται κατακλυσμό μηνυμάτων. Μεταξύ 2021 και 2022, η “Beat” αναφέρει ότι παρείχε περισσότερες από 127.705 συνεδρίες υποστήριξης μέσω γραμμών βοήθειας και διαδικτυακών συνομιλιών σε άτομα που είχαν ανάγκη, μια αύξηση άνω του 300%, σε σύγκριση με τα επίπεδα πριν από την πανδημία.
Παρόλα αυτά, όσο υπέροχα κι αν ήταν να μην ξαναβλέπαμε ένα σκελετωμένο μοντέλο να περπατά σε πασαρέλα ή ακόμα και σε διαφήμιση, κάτι τέτοιο είναι απίθανο να συμβεί. Το κίνητρο για αλλαγή δεν υπάρχει. Κι αν η λύση δεν βρίσκεται στην επανεκπαίδευση της βιομηχανίας της μόδας, βρίσκεται στην επανεκπαίδευση των νέων. Η Amie Witton-Wallace, η οποία ήταν διεθύντρια επικοινωνίας του οίκου Alexander McQueen επί δώδεκα χρόνια (1995 – 2007), θεωρεί ότι το θέμα πρέπει να εξεταστεί υπό διαφορετικό πρίσμα. «Ημουν πάντα προστατευτική με τα μοντέλα, με τα οποία δούλευα, αλλά έχω δει πολλές σπαραχτικές ιστορίες. Εάν εργάζεσαι στον χώρο της μόδας, οφείλεις να έχεις προσωπική ευθύνη, να προσέχεις τα σημάδια και να υποστηρίζεις αυτές τις νέες κοπέλες. Δυστυχώς, δεν το κάνουν όλοι αυτό», λέει. Πλέον, η ίδια διευθύνει την “Graphi”, μία επωνυμία που δημιουργεί υπερμεγέθη αθλητικά ρούχα, που ενθαρρύνουν τους νέους, να βελτιώσουν την ψυχική και σωματική τους υγεία, μέσω του αθλητισμού.
Επιπλέον, οι εικόνες που προβάλλονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τους νέους και διογκώνουν το πρόβλημα. Περισσότεροι από 9,5 εκατομμύρια χρήστες του διαδικτύου παρακολούθησαν τελευταία, βίντεο με την ένδειξη “μέγεθος μηδέν” στο TikTok, ενώ την ίδια ώρα, βίντεο, με λεζάντες όπως “εξαγωγή στοματικού λίπους” προσελκύουν 260 εκατομμύρια χρήστες. «Σαφώς και ένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε να αναπτύξει μία διατροφική διαταραχή απλώς παρακολουθώντας βίντεο στο διαδίκτυο», λέει ο Τομ Κουϊν, ο εκπρόσωπος της M.K.O. “Beat”. «Ωστόσο, το επιβλαβές περιεχόμενο θα μπορούσε να συμβάλει στην εμφάνιση κάποιας διατροφικής διαταραχής για πρώτη φορά ή να επιδεινώσει τις επιβλαβείς σκέψεις και συμπεριφορές σε κάποιον που δεν είναι ήδη καλά. Το ίδιο συμβαίνει κι όταν αυτά τα άτομα βλέπουν εξαιρετικά αδύνατα μοντέλα, στην πασαρέλα», λέει ο Κουΐν. Οσο και να θέλαμε αυτό να μην συμβαίνει, όσο οι νέοι άνθρωποι μαθαίνουν να εξισώνουν ένα αδύνατο σώμα με την ευτυχία και την επιτυχία, αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News